Αξιολογώντας τη Μεταπολίτευση

Αξιολογώντας τη Μεταπολίτευση

4' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς τα δημοσιεύματα για τη Μεταπολίτευση πολλαπλασιάζονται, κατά τον ίδιο τρόπο πολλαπλασιάζονται και οι αξιολογικές κρίσεις για την περίοδο αυτή. Οι απόψεις διίστανται πολύ έντονα, πράγμα που δείχνει την αδυναμία μας προκειμένου να μπορέσουμε να σχηματίσουμε μια ενιαία αντίληψη για το θέμα που μας απασχολεί.

Πολλοί και σημαντικοί πολιτικοί επιστήμονες, συγγραφείς αλλά και γενικότερα δημοσιολογούντες θεωρούν την περίοδο της Μεταπολίτευσης ως μια περίοδο αποτυχίας του ελληνικού κράτους. Πέρα δε από αυτούς, υπήρξαν και πολλοί που έφθαναν στα άκρα αποκαλώντας την Ελλάδα αποτυχημένο κράτος, συνήθως αγνοώντας τι ακριβώς σήμαινε ο όρος αυτός.

Είναι προφανές ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί ξεκινούν από την εμπειρία της περιόδου της κρίσης και φυσικά γράφτηκαν στη διάρκειά της. Πολλοί από τους ίδιους συγγραφείς είχαν διαφορετική άποψη κατά τα προηγούμενα χρόνια.

Σε κάποιες περιπτώσεις η αντίληψη ότι η Μεταπολίτευση δεν δικαιώθηκε από τις εξελίξεις που ακολούθησαν συνοδεύεται και από προτροπές του τύπου «κρείττον εστί το σιγάν» προς όσους θέλουν να κάνουν λόγο για επιτυχίες της Μεταπολίτευσης.

Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι απλό: Με τι κριτήρια θα μπορέσουμε να αξιολογήσουμε τις επιδόσεις ενός κράτους; Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο κάθε συγγραφέας κρίνει τη Μεταπολίτευση με βάση τις δικές του επιθυμίες, προσδοκίες ή κριτήρια, σε τελική δε ανάλυση με βάση τις δικές του πολιτικές επιλογές.

Το θέμα αυτό σε μια γενικότερη εκδοχή έχει απασχολήσει και τη διεθνή βιβλιογραφία. Μια σπουδαία ιστορική κοινωνιολόγος, η Theda Skocpol, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, σε ανάλογη περίπτωση έχει υποδείξει ότι ένα κράτος μπορεί να θεωρηθεί ως επιτυχημένο ή αποτυχημένο ανάλογα με τους στόχους που θέτει το ίδιο και όχι ανάλογα με τις δικές μας επιθυμίες.

Το πρώτο μέλημα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δεν ήταν να μετατραπεί σε Ισραήλ για να εξαλείψει την τουρκική απειλή. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ποτέ δεν σκέφτηκε πολεμικές ενέργειες, γνωρίζοντας τις θλιβερές συνέπειες που θα είχαν για τη χώρα. Εκείνο που τον ενδιέφερε δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να αντιμετωπίσει τους κινδύνους μιας νέας δικτατορικής εκτροπής και να θεμελιώσει το δημοκρατικό πολίτευμα. Ουδέποτε υποστήριξε κάτι άλλο, όλες του οι επιλογές, ακόμη και η μετακίνησή του στην Προεδρία, υπηρετούσαν αυτό τον σκοπό.

Το αυξανόμενο δημόσιο χρέος υπήρξε το τίμημα εκμάθησης και μετάβα- σης στη δημοκρατία, όσο κυνικό και αν φαίνεται κάτι τέτοιο.

Ακόμη και η επίσπευση της ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Kοινότητα είχε μόνο δευτερευόντως οικονομικές στοχεύσεις. Θυμίζω το έλεγε ο ίδιος ο Καραμανλής με την κατάθεση του αιτήματος ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ: «Θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους…».

Θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξει κανείς ότι ο Καραμανλής και οι συνεργάτες του δεν κατάφεραν να πετύχουν τον στόχο που έθεσαν. Η δημοκρατία που εδραιώθηκε στην Ελλάδα μετά το 1974 μπόρεσε να αντιμετωπίσει όλες τις δοκιμασίες, ακόμη και αυτές της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, και να σταθεί στα πόδια της. Η επιτυχία από την άποψη αυτή δεν είναι μικρή.

Ως προς το οικονομικό κόστος της εδραίωσης της δημοκρατίας, θα υποστήριζα για μία φορά ακόμη ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με το τίμημα της μετάβασης σε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Η διαδικασία αυτή δεν είναι αγνή και άσπιλη, όπως ίσως θα επιθυμούσαμε, αλλά μια διαδικασία στην οποία ποικίλες ομάδες συμφερόντων στηρίζουν τη δημοκρατία ανάλογα με τη διαπραγματευτική ισχύ που αποκτούν στην πορεία. Το αυξανόμενο δημόσιο χρέος υπήρξε το τίμημα εκμάθησης και μετάβασης στη δημοκρατία, όσο κυνικό και αν φαίνεται κάτι τέτοιο.

Ενα ακόμη επιχείρημα που προβάλλεται εις βάρος της Μεταπολίτευσης είναι ότι ναι μεν στα χρόνια αυτά εδραιώθηκε η δημοκρατία, αλλά αυτή συνοδεύεται από μια εκτεταμένη διαφθορά. Και εδώ βέβαια θα υποστήριζα ότι δεν υπάρχουν ιδανικές καταστάσεις, έτσι όπως θα θέλαμε όλοι, ή σχεδόν όλοι, να υπάρχουν. Ολες οι δυτικές δημοκρατίες πάσχουν από ζητήματα διαφθοράς και θα μπορούσαμε να το διαπιστώσουμε εύκολα εξετάζοντας κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η περίπτωση της Γαλλίας είναι κραυγαλέα: δύο πρόεδροι της Δημοκρατίας έχουν καταδικαστεί, όπως επίσης και δύο πρωθυπουργοί, ενώ ένας αυτοκτόνησε. Και σπεύδω να προσθέσω ότι οι εκτιμήσεις της διαφθοράς από τη Διεθνή Διαφάνεια δεν είναι ιδιαίτερα πειστικές, λόγω του τρόπου εκτίμησής της.

Εν κατακλείδι, νομίζω ότι στην προοπτική των εορτασμών των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης θα ήταν χρήσιμο, πριν βιαστούμε να απορρίψουμε συλλήβδην τα έργα και τις ημέρες της, να σκεφτούμε από πού ξεκίνησε η Ελλάδα και πού έφτασε και ότι οι πολιτικές επιδιώξεις των κυβερνήσεων δεν ταυτίζονταν με τις δικές μας πολιτικές προτιμήσεις. Επίσης, να λάβουμε υπόψη μας ότι οι εκ των υστέρων αξιολογήσεις δεν ερμηνεύουν απαραίτητα και όσα προηγήθηκαν. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να αποφύγουμε όλα τα φαινόμενα αυτολύπησης και αυτοοικτιρμού –αν υπάρχει τέτοια λέξη– που δεν μας κολακεύουν πολύ. Θα κατανοούσαμε εξάλλου τι μας συνέβη και πώς θα πρέπει να χειριστούμε το μέλλον της χώρας.

*Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή