Βία, γιατί έτσι

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο
Βία, γιατί έτσι-1
Το απρόκλητο περιστατικό βίας στη Θεσσαλονίκη είναι η καλύτερη απάντηση σε όσους ακόμη αναρωτιούνται «μα ποια δικαιώματα στερούνται πια αυτοί οι ΛΟΑΤΚΙ;».

Κάποτε κατηγορούσαν τα θύματα ευθέως: είχαν προκλητική συμπεριφορά, πήγαιναν γυρεύοντας· κάτι έκαναν, εν πάση περιπτώσει, που προκαλούσε τους θύτες να τους επιτεθούν. Σήμερα τα θύματα αποκτούν άλλο στάτους μόλις διαγνωσθούν ως τέτοια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι ασφαλή. Ειδικά όταν μιλάμε για γυναίκες ή ΛΟΑΤΚΙ, στη δεξαμενή των αρνητικών στερεοτύπων εναντίον τους βρίσκει κανείς ακόμη άπειρα επιχειρήματα υπέρ της κακοποίησής τους. Οι γυναίκες φορούν κοντές φούστες και «τρελαίνουν» τους στρέιτ άνδρες ή φορούν κοντές φούστες για να τους «τρελάνουν», επομένως όχι απλώς συμβάλλουν στη δίωξή τους, αλλά τη ζητούν κιόλας. Οι ΛΟΑΤΚΙ προσβάλλουν τη δημόσια αιδώ, προκαλούν αηδία στους εύθικτους εκπροσώπους του «φυσιολογικού», ενώ κάθε δημόσια εκδήλωση της ταυτότητάς τους, αισθητική ή άλλη, ερμηνεύεται ως απόπειρα επιβολής της ταυτότητας αυτής, επομένως πυροδοτεί αμυντικές αντιδράσεις (δηλαδή επιθετικές). Δεν έχει νόημα να ρωτήσει κανείς τους συμμετέχοντες στον όχλο της Αριστοτέλους γιατί επιτέθηκαν σε δύο ανυπεράσπιστα άτομα που δεν τους έκαναν τίποτα· δεν υπάρχουν κρυφές αιτίες και άγνωστα κίνητρα. Υπάρχει μόνο άσβεστο, προγλωσσικό μίσος χωρίς λογικό υπόβαθρο και το πεδίο ήταν πάντα ελεύθερο για να το εκφράσουν.

Τότε και τώρα

Η αντίθεση μεταξύ του «τότε» και του «τώρα» είναι χρήσιμη για να εξετάσουμε την πρόοδο η οποία έχει σημειωθεί στα ανθρώπινα δικαιώματα. Πράγματι, ο μαζικός αποτροπιασμός τον οποίο προκάλεσε η ομοφοβική επίθεση στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν καθόλου δεδομένος μέχρι πρόσφατα. Μία δεκαετία πριν, το περιστατικό μπορεί και να μην είχε βρει τον δρόμο για τη δημοσιότητα, ενώ είναι πολύ πιθανό να μην είχε θεωρηθεί καν προβληματικό από την κοινωνία, αλλά εύλογο και αμελητέο. Πριν από λίγα χρόνια, τα υποθετικά θύματα, από άλλη γενιά, με άλλες παραστάσεις και με εντελώς διαφορετική ψυχοσύνθεση, ίσως να μη διέθεταν το κουράγιο αλλά και την αίσθηση δικαίου για να ξεσπάσουν δημοσίως κατά των δραστών της επίθεσης. Αναρίθμητα άτομα έχουν υποστεί παρόμοιες ή πολύ χειρότερες επιθέσεις και έχουν κρυφτεί, έχουν λουφάξει, δεν έχουν μιλήσει ποτέ για τον κίνδυνο και την ταπείνωση που βίωσαν, λόγω φόβου ή ματαιότητας· τι νόημα έχει; Αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται. Το ότι το 2024 υπάρχει τουλάχιστον ανάμεσα στους δημοκρατικούς πολίτες μια συναντίληψη ως προς το καλό και το κακό, το θύμα και τον θύτη, είναι μια κατάκτηση που πρέπει να λάβουμε υπόψη.

Κακά παιδιά

Τα πράγματα, όμως, βρίσκονται ακόμη σε άθλια κατάσταση και ο λόγος είναι σαφής, αν και αντιδημοφιλής. Τουλάχιστον δέκα από τους προσαχθέντες μετά το επεισόδιο στη Θεσσαλονίκη είναι ανήλικοι, ο μικρότερος εξ αυτών, μάλιστα, γεννημένος το 2009. Η «νεολαία», που στην Ελλάδα τόσο μας αρέσει να κολακεύουμε με κάθε τρόπο, έχει αποκτήσει τρομακτική εγγύτητα στη βία: την καταναλώνει, ηδονίζεται από αυτήν και την αναπαράγει απομυθοποιημένη σε τεράστιες ποσότητες. Τα χρόνια της ελληνικής κρίσης έχουν οικοδομήσει ένα καθεστώς ενοχικής επιείκειας: αφού δεν μπορούμε να παράσχουμε στους νέους προοπτικές, τους χαρίζουμε τη λευκή επιταγή της αποθράσυνσης· έναν κόσμο χωρίς όρια και κανόνες, τη δυνατότητα να γκρεμίσουν ό,τι θέλουν ελεύθερα, αφού είναι πια σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόκειται να χτίσουν. Η οικογενειακή και κοινωνική επιτρεπτικότητα σε συνδυασμό με την κουλτούρα αγιοποίησης των νέων τούς στερεί το όποιο κίνητρο να υπερβούν τις αντιξοότητες της εποχής αλλά και της –ούτως ή άλλως άχαρης– μετάβασης στην ενήλικη ζωή. Δεν έχει σημασία πόσο σκληρά θα φερθούν στους άλλους· στο τέλος της ημέρας είναι «καλά παιδιά» και η ζωή είναι έτσι κι αλλιώς άδικη.

Εκπαιδεύοντας τα πλήθη

Στα εγκλήματα μίσους έχει συμβάλει και η εξοικείωση με τον λόγο μίσους. Τα τηλεοπτικά μέσα που θεωρούν εκφάνσεις της πολυφωνίας όλα όσα προσπαθούν να την καταργήσουν (από τους υστερικούς μονολόγους των παπάδων μέχρι τις μισαλλόδοξες εκρήξεις ανυπόληπτων σελέμπριτι), αγκαζέ με την ευρύτερη ψηφιακή κανονικοποίηση της χυδαιότητας (από τους δημοφιλείς τράπερ που δέρνονται δημοσίως και γίνονται viral στο TikTok μέχρι την επιθετικά ομοφοβική πολιτική του ΚΚΕ, που όμως μετασχηματίζεται από τους διαδικτυακούς διαμορφωτές της κοινής γνώμης σε αστειάκι) έχουν λειτουργήσει σαν εργαλεία πνευματικού μασάζ για τις μάζες: συνηθίζοντας αυτό που δεν πρέπει να συνηθίσουμε, δεν το διαπράττουμε απαραίτητα, αλλά το ανεχόμαστε· κι αυτοί που σκοπεύουν να το διαπράξουν το διαπράττουν άφοβα, βέβαιοι ότι η κοινωνία θα το αποδεχθεί. Κι αυτή το αποδέχεται.

Αντι-woke μέτωπο

Ακούστηκε και το αναμενόμενο σόφισμα: «Για όλα φταίει η woke κουλτούρα»· η υπερβάλλουσα πολιτική ορθότητα έχει τάχα θέσει τόσους περιορισμούς στην καθημερινή ζωή, ώστε οι δράστες της επίθεσης δεν είναι παρά καταπιεσμένοι πολίτες που ξεσπούν. Αν οι ομοφοβικές επιθέσεις αυτού του είδους ήταν νέο φαινόμενο, να το συζητούσαμε, παρά τον πρόδηλο παραλογισμό του ισχυρισμού. Στη Θεσσαλονίκη όμως δεν συνέβη κάτι καινούργιο· οι μειονοτικοί πάντα έτρωγαν ξύλο και οι πολέμιοί τους ποτέ δεν έχαναν την ευκαιρία να τους το δώσουν. Η βία στη χώρα δεν είναι νεοπαγής και δεν οφείλεται σε κανέναν τόσο όσο σε εκείνους που την ασκούν.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή