Σεμίνα Διγενή στην «Κ»: Στο DNA του Έλληνα η τηλεόραση

Σεμίνα Διγενή στην «Κ»: Στο DNA του Έλληνα η τηλεόραση

7' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δίπλα στο όνομά μου, ο μόνος προσδιορισμός που δέχομαι είναι δημοσιογράφος», λέει η Σεμίνα Διγενή και κοιτάει με ταραχή το μαγνητοφωνάκι πάνω στο τραπέζι. «Ούτε τηλεπερσόνα ούτε τηλεοπτική σταρ», διευκρινίζει η γυναίκα που έχει συμπληρώσει αμέτρητες ώρες παρουσίας στη δημόσια και ιδιωτική τηλεόραση από το 1982 έως το 2009.

«Εμένα πατρίδα μου ήταν η εφημερίδα», επιμένει. Και όταν τη ρωτώ ποιος είναι ο πιο ισχυρός δεσμός της, με τον λόγο ή με την εικόνα, απαντάει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό: «Ο λόγος είναι το πάθος, η εικόνα η δουλειά μου. Οταν μπήκα στην τηλεόραση ήταν μια ξένη χώρα για εμένα, όπου έπρεπε όχι μόνο να επιβιώσω, αλλά και να το κάνω όσο καλύτερα μπορούσα. Αντεξα πολλά».

Μέσα στο 2020, δύο ημέρες πριν από την καραντίνα του Μαρτίου, κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, «Οι απείθαρχοι» (το πρώτο ήταν το «Κίτρινο υποβρύχιο», 2018). Στο φαντασιακό σύμπαν ενός ουρανοξύστη, η συγγραφέας «συμβιώνει» με τον Ντέιβιντ Μπόουι, τον Προυστ, τον Αϊνστάιν, τον Βάρναλη, τον Βέγγο, τον Πικάσο, πολλά, ετερόκλητα πρόσωπα, ορισμένα από τα οποία έχει συναντήσει, που συνθέτουν μια προσωπική, δική της «μνήμη του κόσμου».

Με τη Σεμίνα Διγενή, για αρκετό καιρό πριν βρεθούμε για το «γεύμα» μας ένα φθινοπωρινό απόγευμα, ανταλλάσσαμε μέιλ και τηλεφωνήματα. Η συνέντευξη έμοιαζε με work in progress…
 
– Γιατί λέτε «πατρίδα» την εφημερίδα;
– Εκεί (σ.σ.: στην «Ελευθεροτυπία») αισθανόμουν ασφαλής, είχα δίπλα μου ανθρώπους που τους θαύμαζα και τους σεβόμουν και ήθελα να γίνω σαν αυτούς – στην τηλεόραση δεν συνάντησα πολλούς. Βέβαια τότε, έπαιρνες κάποιον για να δώσει συνέντευξη στην εφημερίδα και δεχόταν, αλλά όχι με την ίδια προθυμία που αντιμετώπιζε την τηλεόραση. Σαν να είναι στο DNA του Ελληνα η τηλεόραση. Η ατάκα «το είπε η τηλεόραση» λέγεται δυστυχώς ακόμα, αλλά τώρα είναι απολύτως κατευθυνόμενο το τι «λέει» η τηλεόραση.
 
– Τι είναι «trash» για εσάς;
– Είναι η πρόθεση. Εχω κάνει συνεντεύξεις με ανθρώπους που τους θεωρούσαν trash και ήταν πιο σοβαροί από τους δήθεν διανοούμενους. Αν πάτε να του κάνετε συνέντευξη και τον αντιμετωπίσετε βάσει της ετικέτας του, θα βγει ένα… καρατράς. Αν πάει κανείς με άλλη προσέγγιση, ειλικρινή, κάνοντας ερωτήσεις για να τον κατανοήσει, είναι άλλο. Είναι θέμα πρόθεσης, λοιπόν.
 
– Τι σας δυσκόλευε στις συνεντεύξεις;
– Η ανειλικρίνεια, όταν είναι φωναχτή. Γιατί δεν είναι πάντα όλοι καλοί ηθοποιοί. Μερικές φορές είναι χαριτωμένο και ανθρώπινο, αλλά είναι ωραίο όταν ο άλλος είναι ειλικρινής. Οταν ξαναβλέπω κάποιες εκπομπές με πιάνει σχεδόν ταχυκαρδία για το κορίτσι που είναι απέναντι, που ξέρω τι έχει τραβήξει για την καθεμία από αυτές. Δεν σβήνουν, είναι αναμνήσεις διαρκούς τρέμουλου. Από το 1982 έως το 2009, σε καθημερινή βάση, και κάποιες τρίωρες και τετράωρες… Πέρασα όλη μου τη ζωή σε ένα μοντάζ. Εχασα το μεγάλωμα των παιδιών μου, πολλές φορές τα είχα αγκαλιά στο μοντάζ για να τα βλέπω λίγο… Υπήρξε εποχή, μέσα της δεκαετίας του ’90, στον ΑΝΤ1, που παρουσίαζα τους «Αλλους καιρούς», τις «Ιστορίες για αγρίους», τον «Πανικό», ήμουν αρχισυντάκτρια στο πρωινό της Ρούλας (σ.σ.: Κορομηλά), έκανα ραδιοφωνική εκπομπή το Σαββατοκύριακο με τον Παπαδάκη… Δεν ήταν τυχαίο που το 2009, στο μέσον της σεζόν, αποφάσισα ότι σταματάω. Ξυπνούσα κάθε πρωί με ταχυκαρδία να δω τα νούμερα τηλεθέασης. Δεν ήταν ζωή αυτό, ήταν αγώνας δρόμου. Σταμάτησα έτσι ξαφνικά. Δεν το πίστευαν.
 
– Η θεαματικότητα είναι μετρήσιμο μέγεθος;
– Οταν το μάθετε να μου το πείτε! Κάποτε έκανα μια εκπομπή αφιερωμένη στη Δανάη. Την είχα στο στούντιο. Της χάρισα μια κιθάρα, μου χάρισε έναν ξύλινο σταυρό, βάλαμε τα κλάματα και οι δυο. Ηξερα ότι δεν θα κάνει νούμερα. Από το 35%-40% έφτασε στο 13%… Οπως άλλη μια, όταν πήγα στην Τιφλίδα, το 1998, και βρήκα τον εγγονό του Στάλιν, έπειτα από πολλή έρευνα. Δεν άνοιξε ρουθούνι… Θα την ανεβάσω τώρα στο κανάλι μου στο YouTube. Η ερώτησή σας θα πρέπει να είναι τώρα: «Αν το ξέρατε, δεν θα τις κάνατε;» Θα τις έκανα, παρότι ήξερα ότι δεν συμπίπτουν με τις απαιτήσεις του κόσμου.
 
– Η διαρκής και για πολλά χρόνια έκθεση στον φακό τι δίνει και τι παίρνει;
– Αν δεν προσέξεις, η υπερέκθεση μπορεί να σου πάρει τον εαυτό σου κι αν τύχει να σου τον δώσει πίσω, να μην μπορείς να τον αναγνωρίσεις. Μπορεί για κάποιους το σκηνικό να φαντάζει Ντίσνεϊλαντ, στην πραγματικότητα πρόκειται για ναρκοπέδιο. Νομίζω πως τη γλίτωσα στο τσακ!

Σεμίνα Διγενή στην «Κ»: Στο DNA του Έλληνα η τηλεόραση-1
«Μέσα στο ΚΚΕ έκανα κάποιες από τις σημαντικότερες συναντήσεις στη ζωή μου και είχα την τύχη της φιλίας με μυθικούς ανθρώπους, όπως, για παράδειγμα, με τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Μάνο Κατράκη, την Eλλη Αλεξίου, τον Θανάση Βέγγο, τον Γιάννη Ρίτσο, την Αλέκα Παΐζη», λέει η Σεμίνα Διγενή.

– Ο φακός αποκαλύπτει ή καλύπτει;
– Μια χαρά κάνει και τις δυο δουλειές, αν χρησιμοποιείται σωστά. Είναι χρήσιμο, πάντως, όσοι αποφασίζουν να σταθούν απέναντί του να έχουν μελετήσει με προσοχή προηγουμένως την «Αλληγορία του σπηλαίου» του Πλάτωνα.
 
– Γιατί;
– Γιατί είναι σημαντικό να ξέρουν τις επιπτώσεις της παιδείας και της έλλειψής της στη φύση του ανθρώπου. Γιατί θα κατανοήσουν το πώς μπορούν να δράσουν σε ένα σύμπαν εικασιών, πλάνης, πρόσκαιρης δόξας, λάθος εντυπώσεων, παραποιημένων αληθειών και να μην βρεθούν αλυσοδεμένοι σε ένα σπήλαιο με παραπλανητικές σκιές, νομίζοντας πως είναι πραγματικά όντα.

Σήμερα το να είσαι καλός δημοσιογράφος αποτελεί είδηση

– Eχετε αναμειχθεί με την πολιτική. Τι σας οδήγησε στο ΚΚΕ και τι σας συνδέει με αυτό;
– Αυτός ο χώρος με έμαθε να ονειρεύομαι έναν καλύτερο και δίκαιο κόσμο. Μπήκα σ’ αυτόν από την εφηβεία μου, όταν κατάλαβα, διαβάζοντας, ότι σ’ αυτόν τον τόπο δεν υπήρξε κατάκτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών που να μη συνδέεται με τους αγώνες του. Eμαθα να διαβάζω και νόμιζα ότι θα σώσω τον κόσμο. Είμαι εκεί γιατί δεν αισθάνθηκα προδομένη απ’ αυτό. Με έμαθε να αγωνίζομαι κι αυτό του το χρωστάω και προσπαθώ να του το ανταποδώσω. Μέσα σ’ αυτό είχα κάποιες από τις σημαντικότερες συναντήσεις στη ζωή μου και είχα την τύχη της φιλίας με μυθικούς ανθρώπους, όπως, για παράδειγμα, με τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Μάνο Κατράκη, την Eλλη Αλεξίου, τον Θανάση Βέγγο, τον Γιάννη Ρίτσο, την Αλέκα Παΐζη.
 
– Πολλά πρόσωπα που προέρχονται από τον χώρο του θεάματος ή της ενημέρωσης βρίσκονται στην πολιτική σκηνή… 
– Λέτε αυτοί που επινόησαν τον όρο «σκηνή» να υπαινίσσονται ότι κάποιοι πολιτικοί παίζουν θέατρο; Δίκιο έχουν. Παίζουν θέατρο και μάλιστα κακό.
 
– Λέμε συχνά: «τέλος εποχής».
– Ξέρετε πόσες εκπομπές είχα κάνει με αυτόν τον τίτλο; Τέλος εποχής. Κάθε δεκαετία ήταν και ένα τέλος εποχής. Για το σινεμά, για την πολιτική, για τη δημοσιογραφία. Για τη δημοσιογραφία, όμως, μπορεί και να ισχύει. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σημαντικοί δημοσιογράφοι σήμερα, που κάνουν ρεπορτάζ, που ερευνούν πριν γράψουν. Oχι αυτοί που γκουγκλάρουν τις ειδήσεις κι ό,τι βγει πρώτο θεωρείται είδηση. Εμένα μου έσκισε πολλά χειρόγραφα ο Φυντανίδης μέχρι να καταλάβω ότι αυτό που είναι φήμη δεν είναι είδηση. Τώρα, αυτό που είναι φήμη είναι (και) είδηση. Δεν γίνεται διασταύρωση. Μπορεί να ισχυριστεί κάποιος οτιδήποτε «σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες».
 
– Το αντίδοτο;
– Παιδεία, παιδεία, παιδεία. Η μόνη πανάκεια. Γι’ αυτό και οι σημαντικοί δημοσιογράφοι σήμερα έχουν την τύχη να είναι σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα. Πριν, ναι, ήταν περισσότεροι και δεν αποτελούσε είδηση να είσαι καλός δημοσιογράφος, ενώ τώρα αποτελεί.
 
– Ποιο είναι το προφίλ του «καλού δημοσιογράφου»;
– Αυτός που, πάνω απ’ όλα, διαβάζει. Μελετάει, εκπαιδεύεται συνέχεια. Αμφισβητεί, έχει πολλά ερωτήματα. 
 
– Είναι η δημοσιογραφία μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση στην ανθρώπινη φύση;
– Είναι. Εκτός από κάτι «μπουμπουνοκέφαλους» σαν κι εμένα που δεν σταματούν να εκπλήσσονται. Να εμπιστεύονται, δηλαδή, και να διαψεύδονται.

Απείθαρχη

«Στους “Απείθαρχους”, ένα επεισόδιο επιγράφεται “Παντελώς ανέτοιμη για ευτυχία”», σχολιάζω. «Ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που ό,τι καλό τους συμβαίνει τους προκαλεί πρώτα αμηχανία και μετά ενοχή», απαντάει. «Περισσότερη άνεση και οικειότητα νιώθω μάλλον στα δύσκολα και στην ταλαιπωρία. Ισως επειδή, από τα παιδικά μου χρόνια, η κανονικότητά μου ήταν τα δύσκολα. Ισως για τη φιλάσθενη ψυχολογία μου και την έλλειψη αυτοπεποίθησης να φταίνε και οι απανωτές λοιμώξεις του ανώτερου συναισθηματικού. Ποτέ δεν ήμουν έτοιμη και σίγουρη πως μπορώ ν’ αντέξω κάτι υπέροχο. Μπορεί και να γίνεται αυτό επειδή δεν αντέχω τον επίλογο».

Η συνάντηση

Επέλεξε η ίδια τον «Κατσούρμπο», με τις κρητικές γεύσεις, στην πλατεία Προσκόπων στο Παγκράτι. Εμπιστεύεται τον ιδιοκτήτη και φίλο της Μάνο Λαμπράκη, συγγραφέα, σεναριογράφο και βοηθό για χρόνια του Λευτέρη Βογιατζή. Είμαστε και οι δύο πολύ προσεκτικές, φορούσαμε μάσκες, τις οποίες ανασηκώναμε μόνο για να πιούμε από το εξαιρετικό ρόφημα, μείγμα από φλισκούνι, μαλοτήρα, φασκόμηλο, έρωντα. Βέβαια, παρότι δεν θέλαμε να φάμε, η κρητική φιλοξενία ήταν παραπάνω από γενναιόδωρη: κουλουράκια Σίφνου, ποικιλία κρητικών τυριών σε κατάλληλα διακοσμημένη πιατέλα, σταμναγκάθι, λαχταριστές φρεσκοτηγανισμένες, ψιλοκομμένες, πατάτες, εναλλάσσονταν αθόρυβα πάνω στο τραπέζι. Λογαριασμός δεν ήρθε ποτέ… «Εχετε περάσει ωραία στη ζωή σας μέχρι τώρα;», τη ρωτώ. «Να μια ερώτηση που δεν ξέρω τι να πω… Ναι, ωραία! Βαραίνουν ίσως οι δυσκολίες στη ζυγαριά και η κούραση, αλλά η κούραση είναι δεύτερος εαυτός. Είναι το “ύφασμα” τέτοιο! Ετσι έμαθα».

Σεμίνα Διγενή στην «Κ»: Στο DNA του Έλληνα η τηλεόραση-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή