Άλκηστη Πρωτοψάλτη στην «Κ»: Οι κοιλιακοί δεν σε κάνουν τραγουδιστή

Άλκηστη Πρωτοψάλτη στην «Κ»: Οι κοιλιακοί δεν σε κάνουν τραγουδιστή

Είμαι αισιόδοξη για τις αντοχές του καλού τραγουδιού – Δεν σιγομουρμουρίζουμε για πολύ καιρό, κάτι που δεν αξίζει

7' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μήπως να μην κάτσουμε εδώ; Αισθάνομαι ένα ρεύμα αέρα να με περιτριγυρίζει και πάντοτε φοβάμαι μην κρυώσω. Eχω τη συναυλία στο Ηρώδειο σε λίγες ημέρες», μου λέει η Aλκηστη Πρωτοψάλτη, για να βολευτούμε τελικά σε ένα απάγκιο τραπέζι σε ένα ωραίο στέκι ψαροφάγων στο Καβούρι. Με την ευγενική της παράκληση, με έκανε να συνειδητοποιήσω πως οι τραγουδιστές είναι σαν τους πρωταθλητές. Η διαφορά είναι πως δεν αποχωρούν στα 30, αλλά όταν πια η φωνή τους το υπαγορεύσει. Ως τότε είναι σχεδόν αναγκασμένοι να «προπονούνται» και να προσέχουν τις χορδές, ως εύθραυστο γυάλινο βάζο που κουβαλούν συνεχώς εντός τους.

«Ευτυχώς, αυτό ήταν κάτι που δεν με καταπίεσε ποτέ», μου λέει λες και μάντεψε την ερώτησή μου: «Αθλήτρια ούσα, ήμουν δρομέας στα εμπόδια στον Πανιώνιο και έτσι δεν έπινα, δεν κάπνιζα και δεν ξενυχτούσα ούτε στα νιάτα μου. Και σήμερα ξυπνάω νωρίς, γυμνάζομαι, κάνω βόλτες στο βουνό ή κολύμπι, μια και μένω εκτός Αθηνών. Νιώθω ότι με διαπερνάει η ίδια διάθεση για ζωή και παιχνίδι που είχα όταν ήμουν 7-8 χρονών και η μάνα μου δεινοπαθούσε να με μαζέψει. Το μόνο που με περιορίζει είναι η υπευθυνότητα που νιώθω για τη δουλειά μου».

Η αλήθεια είναι πως η Πρωτοψάλτη εκπέμπει και εκ του σύνεγγυς την ακαταπόνητη ενέργεια που έχει επί σκηνής, αυτήν που χαίρονται οι θεατές των ζωντανών της εμφανίσεων. Δεν έχει χάσει δράμι από την ικμάδα της. Ισως να «φταίει» και το κράμα των καταγωγών της. Γεννημένη στην Αλεξάνδρεια με γονείς από τη Μικρασία, τη Χίο, την Κάσο και το Καστελλόριζο, θεωρεί ότι είναι ένα ανθεκτικό ελληνικό μείγμα. Τι της έχει μείνει από την Αίγυπτο από την οποία έφυγε διωγμένη η οικογένειά της λόγω Νάσερ; «Αν υπήρχαν μπουκαλάκια με τα αρώματα των πόλεων, θα έβρισκα αυτό της Αλεξάνδρειας με κλειστά μάτια, κάτι μεταξύ θάλασσας, υγρασίας, άμμου, ανθρώπων και φαλάφελ. Στην ανατροφή μου υπήρχε η λεπτότητα, η ευγένεια των Αιγυπτιωτών και μια παθιασμένη αγάπη και νοσταλγία για την πατρίδα».

Αν υπήρχαν μπουκαλάκια με τα αρώματα των πόλεων, θα έβρισκα αυτό της Αλεξάνδρειας με κλειστά μάτια – Στην ανατροφή μου υπήρχε η λεπτότητα, η ευγένεια των Αιγυπτιωτών.

Και πότε συνειδητοποίησε ότι θα ακολουθούσε τον δρόμο της μουσικής; «Θυμάμαι τη μάνα μου να τραγουδάει στο σπίτι, είχε καλύτερη φωνή από εμένα. Αρχισα να καταλαβαίνω πως τη διέθετα και εγώ επειδή στο δημοτικό στην Καλλιθέα (όπου γράφτηκα όταν ήρθαμε Ελλάδα), αλλά και αργότερα στην Ευαγγελική Σχολή της Νέας Σμύρνης, με έβαζαν και έλεγα την προσευχή. Είχα και μια κιθάρα και τη γρατζούναγα στις εκδρομές, αλλά μέχρι που με ανακάλυψε ο Δήμος Μούτσης ήμουν σίγουρη πως ο στίβος με τραβούσε από τον γιακά. Οταν εκείνος μου πρότεινε να τραγουδήσω στον δίσκο του την περίφημη “Τετραλογία” το “Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον” του Καβάφη. Τότε πια έγειρε η πλάστιγγα».

Από το 1975, όταν και έκανε την πρώτη της εμφάνιση στη δισκογραφία έως σήμερα, πέρασαν 47 χρόνια. Ολόκληρη η μεταπολίτευση και οι κοσμογονίες της. Το τραγούδι μεταμορφώθηκε, η μουσική βιομηχανία μεταλλάχθηκε: από τη μελοποίηση σπουδαίων ποιητών και τους δίσκους – σταθμούς, πήγαμε στα «κατεβάσματα» τραγουδιών, στον ΛΕΞ και σε νεαρούς που πιστεύουν ότι θα βγουν στο πεντάγραμμο μετά το γυμναστήριο. Πώς βλέπει τα πράγματα με την πείρα όλων αυτών των ετών; «Νομίζω ότι ζούμε σε μια εποχή με ακραία –καμιά φορά– φαινόμενα. Πολλοί λ.χ. πιστεύουν ότι αν έχουν κοιλιακούς θα γίνουν καλοί τραγουδιστές. Ομως, είναι μια μόδα και θα περάσει. Το τραγούδι είναι ένα πολύ βαθύ πράγμα, διότι συντροφεύει με μουσική και στίχους τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές στη ζωή. Χωρισμούς, έρωτες, γλέντια, χαρές, λύπες, κοινωνικές αναταραχές, συλλογικούς πόθους. Από ένα τραγούδι μπορεί να ξεκινήσει μια επανάσταση ή ένας έρωτας, να πάρει κανείς μια σπουδαία απόφαση. Αναγκαστικά πρέπει να έχει ουσία και ποιότητα για να εγγραφεί μέσα μας, αλλιώς σβήνει, το καταπίνει ο χρόνος. Δεν σιγομουρμουρίζουμε για πολύ καιρό κάτι που δεν αξίζει. Από το κόσκινο της ψυχής των ανθρώπων, το σιγομουρμούρισμα που λέω εγώ, περνάνε όλα και στο τέλος αξιολογούνται όπως πρέπει. Δεν είναι τυχαίο ότι αγαπάμε τα παλιά τραγούδια και ξαναγυρίζουμε σ’ αυτά».

Κάνουμε μια παύση, ακούγεται το κύμα στο βάθος. «Θα εξηγήσω γιατί είμαι αισιόδοξη για τις αντοχές του καλού τραγουδιού», επανέρχεται. «Αυτό που διαπίστωσα στον κόσμο φέτος το καλοκαίρι με συγκίνησε βαθιά. Μου θύμισε πραγματικά παλιές περιόδους. Γύρισα πολλά μέρη της Ελλάδας και είδα στις συναυλίες μου ανθρώπους από δέκα ετών μέχρι ενενήντα. Η πιο ωραία στιγμή είναι όταν ρώτησε κάποιος ένα κοριτσάκι μπροστά μου: “Που είναι η μαμά σου;”. Και εκείνο είπε: “Πίσω με τη γιαγιά”. Ηρθαν δηλαδή τρεις γενιές μαζί. Για εμένα ήταν η μεγαλύτερή μου ανταμοιβή. Και κάτι άλλο: έβλεπα εφήβους να τραγουδάνε μαζί μου. Και καμιά φορά που δεν ήξεραν όλους τους στίχους. Τους παρακολουθούσα από τη σκηνή να τα ψάχνουν στις οθόνες των κινητών τους στο google για το “Δικαίωμα” ή την “Εξοδο κινδύνου”. Πώς να μη χαρείς; Μεγάλη τιμή. Μετά είχαν μια άλλη εφαρμογή στο κινητό. Μου έστρεφαν την οθόνη στη σκηνή για να δω μηνύματα με τεράστια γράμματα που περνούσαν συνεχόμενα σαν φωτεινή επιγραφή. Με εμψύχωναν, μου έλεγαν λόγια αγάπης και μου έκαναν παραγγελιές, από το “Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες” του Ανδριόπουλου, του 1978 –που σίγουρα ήταν αγέννητα τότε– μέχρι το “Πάμε Χαβάη”. Ηταν εμπειρία αξέχαστη».

Ανακάλυψα μιαν άλλη Αλκηστη μέσα στην καραντίνα

Αυτή την εκρηκτική δίψα του κόσμου για το τραγούδι, την αποδίδει στην πανδημία: «Ηταν σαν ξερό ποτάμι που με τις πρώτες νότες ξαφνικά γέμιζε με ορμητικό νερό και ζωντάνευε. Η μουσική δεν είναι μια προσωπική υπόθεση με τα κινητά και τα ακουστικά στα αυτιά, αλλά συλλογική. Θες να σταθείς πλάι στους άλλους και να τραγουδήσετε μαζί, να ενωθείτε στη συγκίνηση, να μοιραστείτε συναισθήματα, να δημιουργήσετε κοινές αναμνήσεις.

Οπως λείψαμε εμείς οι τραγουδιστές στο κοινό, έτσι μας έλειψαν και εμάς οι ακροατές στη διάρκεια της καραντίνας. Θα εξομολογηθώ όμως κάτι: για πρώτη φορά σε όλη μου τη ζωή αισθάνθηκα ότι είχα χρόνο για τον εαυτό μου, ξεκουράστηκα, έκανα πράγματα για μένα δίχως τύψεις. Ξαφνικά σταμάτησε να χτυπάει το τηλέφωνό μου για δουλειές, υπήρξε σιγή, έκανα ανέμελες βόλτες, διάβασα, άκουσα μουσικές, ξαναβρήκα χρόνο να μιλήσω σε φίλους με το σωτήριο skype. Ζωγράφισα. Μπήκα σε προσωπικό απολογισμό. Ανακάλυψα μια διαφορετική Αλκηστη και πως υπάρχουν τόσα άλλα πράγματα που αγγίζουν την καρδιά μου, που κόντευα να τα ξεχάσω».

Και τώρα; «Χαίρομαι που όλοι μας ξανοιγόμαστε πάλι στη ζωή σοφότεροι. Μόλις ετοιμάσαμε το πρόγραμμα της συναυλίας στο Ηρώδειο στις 14 Σεπτεμβρίου για την Ενωση “Μαζί για το Παιδί”, για τα παιδιά και τους γονείς τους που δίνουν μάχες. Εχω απεριόριστη εκτίμηση για τους επιτελείς και τις οργανώσεις υπό την ομπρέλα της Ενωσης και χαίρομαι που συμβάλλω με τον τρόπο μου. Η συναυλία του Ηρωδείου θα είναι αφιερωμένη στη Μελίνα Μερκούρη, που είχα γνωρίσει από κοντά και είχαμε περάσει μοναδικές στιγμές τραγουδώντας μαζί στο σπίτι της. Ηταν ένας άνθρωπος τόσο λαμπερός που πλάταινε τη ζωή για να τη χωρέσει. Θα πούμε τα τραγούδια της από τον κινηματογράφο, το θέατρο και από την επαναστατική της δράση, από Ξαρχάκο και Χατζιδάκι – Θεοδωράκη μέχρι Μαρκόπουλο και Ζορζ Μουστακί.

Πάντως, από όλες τις συναυλίες που έχω δώσει στη ζωή μου ξεχωρίζω εκείνη στο ορφανοτροφείο “Μακάριος” του Ιδρύματος Σοφία στην Κένυα. Είχαν προηγηθεί συναυλίες μου στην Κύπρο όπου τα έσοδα είχαν διατεθεί υπέρ του φορέα. Τα παιδιά που ήταν τρόφιμοι, 120 τον αριθμό, από τα βάθη της αφρικανικής χώρας, για να με ευχαριστήσουν έμαθαν στα ελληνικά το “Σωτηρία της ψυχής” και το έστειλαν σε βίντεο. Τρελάθηκα. Αποφάσισα να τα βρω και να τους τραγουδήσω από κοντά με τρεις μουσικούς και ένα υποτυπώδες ηχητικό σύστημα. Οταν έφτασα, είχαν μάθει τα άτιμα τον “Αγγελο” απ’ έξω και με υποδέχθηκαν έτσι. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ο,τι κάνεις για τα παιδιά, το παίρνεις πίσω πολλαπλώς, γεμίζει αγαλλίαση η καρδιά σου. Το πιο σπουδαίο είναι αυτό».

Επαθα σοκ

Πώς είναι άραγε να πέφτει μια μικρή, αλλά μανιασμένη μερίδα του κοινού να σε κατασπαράξει; Αφορμή ήταν η «συναυλία» που έδωσε πάνω στο φορτηγό στους δρόμους της Αθήνας για την πανδημία, στην οποία δόθηκε, κακώς, πολιτικό χρώμα: «Για μένα ήταν πρωτόγνωρο. Ηξερα τι θα πει η οργανωμένη στοχοποίηση, αλλά δεν την είχα ζήσει ποτέ. Και έπαθα σοκ. Μέσα μου είχα καθαρή την ψυχή μου, ότι το έκανα για τους ανθρώπους που είχαν κλειστεί στα σπίτια τους και ζούσαν δύσκολα, αλλά και ως ευχαριστώ στους γιατρούς και σε όλους όσοι ήταν στην πρώτη γραμμή για να μας φροντίζουν. Στην επίθεση που δέχθηκα είχα αλεξίσφαιρο αγάπης από τον κόσμο. Και έτσι αναχαιτίστηκε το κύμα αυτό. Αυτό το γεγονός μ’ έκανε πιο δυνατή, η σιωπή είναι πιο ηχηρή από το να απαντάς. Στο τέλος, ο καθένας βλέπει και κατηγορεί τον άλλον για ό,τι έχει ο ίδιος μέσα του».

Η συνάντηση

Γευματίσαμε ένα μεσημέρι στο εστιατόριο «Γαρμπής» στο Καβούρι πλάι στο κύμα. Το πιο γνωστό του πιάτο είναι η βελουτέ ψαρόσουπα με πετρόψαρα. Ηταν τόσο νόστιμη, που δελεάστηκε ακόμη και ο φωτογράφος μας Νίκος Κοκκαλιάς –που με συνοδεύει εδώ και χρόνια στα Γεύματα, αλλά δεν τρώει ποτέ– να πάρει ένα πιάτο. Πήραμε μια δροσερή σαλάτα, καρπάτσιο ψαριού και ένα καλαμάρι ψητό, όλα λαχταριστά. Βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω για την αγάπη της στο ψαροντούφεκο και αν τρώει χταπόδια: «Εχω σταματήσει να ψαρεύω. Ασε που είδα το ντοκιμαντέρ με το χταπόδι και με ‘πιάσαν τα κλάματα…», μου είπε. Στο τέλος του γεύματος η ιδιοκτήτρια Αγγελική Γαρμπή, «ψυχή» του εστιατορίου, δεν δέχτηκε με τίποτε να πληρώσουμε τον λογαριασμό.

Άλκηστη Πρωτοψάλτη στην «Κ»: Οι κοιλιακοί δεν σε κάνουν τραγουδιστή-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή