Κώστας Παπαδόπουλος: Nα κάνουμε το χωράφι ελκυστικό

Κώστας Παπαδόπουλος: Nα κάνουμε το χωράφι ελκυστικό

Ο πρωτοπόρος της βιολογικής γεωργίας μιλάει για ένα νέο μοντέλο που θα μπορεί να κρατήσει τους νέους

7' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι ο ορισμός του αυτοδημιούργητου επιχειρηματία. Ως φοιτητής ακόμη ξεκίνησε να καλλιεργεί αχλάδια και ακτινίδια στα λιγοστά χωράφια της οικογένειάς του, στην Κρύα Βρύση, μια μικρή κωμόπολη του νομού Πέλλας. Σήμερα, τα προϊόντα της εταιρείας του –βιολογικά φρούτα, λαχανικά και συσκευασμένα τρόφιμα– διατίθενται σε τρεις χιλιάδες σημεία πώλησης σε όλη την Ελλάδα και σε περίπου είκοσι χώρες σε τρεις ηπείρους – από τις ΗΠΑ μέχρι τη Λιθουανία και από τη Σουηδία μέχρι τη Σαουδική Αραβία. Ο «ΒιοΑγρός» συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες βιολογικών τροφίμων, με 145 άτομα προσωπικό και ετήσιο τζίρο 25 εκατομμυρίων. Εχει πολλούς λόγους να αισθάνεται δικαιωμένος, λοιπόν, ο Κώστας Παπαδόπουλος για την επιμονή του στα πρώτα «πέτρινα», όπως τα χαρακτηρίζει, χρόνια της πορείας του.

Πολλά άλλαξαν από τότε, όχι όμως η φιλοσοφία του για τη γεωργία και το επιχειρείν. «Μολονότι το εμπόριο έχει πολύ πιο ικανοποιητικά οικονομικά αποτελέσματα, εξακολουθώ να στηρίζω συστηματικά το παραγωγικό κομμάτι της εταιρείας: δεν σταματώ να προσθέτω στρέμματα στις εκτάσεις που καλλιεργούμε και να βάζω καινούργια θερμοκήπια. Αυτό μου δίνει χαρά, με φέρνει σε επαφή με άξιους ανθρώπους που σκέφτονται όπως εγώ. Είναι κι ένα μήνυμα προς εκείνα τα νέα παιδιά, που επιδιώκουν να σπουδάσουν κάτι, οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να ξεφύγουν από το χωράφι· το θεωρούν ήττα, κατάντια, απαξίωση. Δεν είναι ελκυστικό το μοντέλο της αγροτιάς. Αυτό για να αλλάξει πρέπει να ενισχυθούν οι αγροτικές περιοχές με μια μακρόπνοη στρατηγική, την οποία, δυστυχώς, οι κυβερνήσεις μας διαχρονικά δεν έχουν… Λειτουργούν απέναντι στους αγρότες όπως οι μπαμπάδες που έχουν πολλές δουλειές: δεν μπορούν να αφιερώσουν χρόνο στα παιδιά τους, τους πετούν ένα χαρτζιλίκι και φεύγουν. Εχουν δοθεί πολλά χρήματα, αλλά επί της ουσίας δεν έχει αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο».

– Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με την αγορά των βιολογικών προϊόντων;

– Σε μια εποχή που τα βιολογικά προϊόντα ήταν άγνωστα στην Ελλάδα και οργανωμένη λιανική δεν υπήρχε ούτε καν στη Γερμανία, που είναι πρωτοπόρος στον κλάδο, έτυχε να βρεθώ στο Μόναχο, στην παρέα μελών ενός συλλόγου καταναλωτών. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά για τον Ρούντολφ Στάινερ, εμπνευστή της βιοδυναμικής γεωργίας, και για τις πολύπλοκες δυναμικές σχέσεις που λειτουργούν στη φύση. Ημουν φοιτητής στη Γεωπονική. Επέστρεψα στην Ελλάδα και άρχισα να συνειδητοποιώ πράγματα που ανέκαθεν ήταν μπροστά μου αλλά δεν τα έβλεπα: τις επιπτώσεις που έχουν στην υγεία και των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, τα δηλητήρια τα οποία χρησιμοποιεί η συμβατική γεωργία, τα εγκλήματά της, δηλαδή. Αποφάσισα να αλλάξω ρότα. Αρχισα να μετατρέπω σε βιολογικά τα χωράφια του πατέρα μου –με αχλαδιές και ακτινιδιές–, πείθοντάς τον ότι αυτό ήταν το σωστό.

– Είχε επιτυχία το εγχείρημά σας;

Tα «πέτρινα χρόνια», δύναμη μου έδινε το όραμά μου. Οι αγρότες είχαν μάθει να γλιτώνουν από διάφορα προβλήματα χωρίς κόπο, με ένα απλό ψέκασμα, γιατί δεν ήξεραν πόσο ολέθριες συνέπειες είχε αυτό.

– Δεν θα το έλεγα. Εκείνη την εποχή, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, υπήρχε μόνο ένα μαγαζί βιολογικών στην Αθήνα και άλλο ένα στη Θεσσαλονίκη. Εστελνα ένα μέρος της παραγωγής στη Γερμανία –εντελώς ερασιτεχνικά ακόμη–, φόρτωνα στο αυτοκίνητό μου τα υπόλοιπα φρούτα και τα πουλούσα ο ίδιος, έφτανα μέχρι τα Γιάννενα, την Πρέβεζα, την Κομοτηνή, την Αλεξανδρούπολη. Τα πρώτα οκτώ χρόνια, μέχρι να δημιουργηθεί στην Ελλάδα ένα υποτυπώδες δίκτυο καταστημάτων βιολογικών προϊόντων, η κατάσταση ήταν απογοητευτική. Παρά ταύτα, συνέχιζα. Οργωνα τη Βόρεια Ελλάδα προσπαθώντας να πείσω νέους γεωπόνους και παραγωγούς ότι μπορούσε να υπάρξει καλλιέργεια χωρίς φάρμακα. «Και με ποια σκευάσματα θα καταπολεμήσουμε τη σκωρίαση ή την αφίδα; Και πού θα πουλήσουμε τα προϊόντα μας μετά;» με ρωτούσαν; Τους εξηγούσα τις εναλλακτικές που είχαν. «Θα σας βοηθήσω εγώ», τους έλεγα. Ετσι άρχισαν να φτιάχνονται ολοένα και περισσότερες εστίες βιολογικής καλλιέργειας.

– Τι σας έκανε να επιμένετε τόσο;

– Εκείνα τα «πέτρινα χρόνια» δύναμη μου έδινε το όραμά μου. Οι αγρότες είχαν μάθει να γλιτώνουν από διάφορα προβλήματα στο χωράφι χωρίς κόπο, με ένα απλό ψέκασμα, γιατί δεν ήξεραν πόσο ολέθριες συνέπειες είχε αυτό. Κανείς δεν τους είχε πει: «Δεν μπορείς να φοράς στολή… αστροναύτη για να ραντίζεις το θερμοκήπιό σου και έπειτα από λίγες ημέρες τα προϊόντα σου να βρίσκονται στο τραπέζι μιας οικογένειας. Κι εσύ να ταΐζεις τα παιδιά σου λαχανικά που καλλιεργείς χωριστά, με άλλον τρόπο».

– Πόσο μπορεί ο καταναλωτής να εμπιστεύεται τα βιολογικά προϊόντα, όταν κατά καιρούς στην αγορά κυκλοφορούν αγνώστου ταυτότητας και προέλευσης βιολογικά-μαϊμού;

– Σε κάθε επαγγελματική κατηγορία υπάρχουν και σκάρτοι. Ομως, η βιολογική γεωργία ελέγχεται πολύ αυστηρά πλέον και τα προϊόντα της πιστοποιούνται επίσης με μεγάλη αυστηρότητα. Οσους κάνουν… λαδιές, τους πετάει έξω ο ίδιος ο χώρος. Οταν αγοράζετε από πιστοποιημένα σημεία επώνυμα προϊόντα, λοιπόν, να μην έχετε καμιά ανασφάλεια.

Κώστας Παπαδόπουλος: Nα κάνουμε το χωράφι ελκυστικό-1
«Ξοδεύω πολύ χρόνο για να αλλάξω τη νοοτροπία των ανθρώπων που συναντώ. Αυτή η αλληλεπίδραση μου δίνει χαρά και ικανοποίηση, όχι τα μηδενικά που προστίθενται στους τραπεζικούς μου λογαριασμούς. Θα μπορούσα να έχω όποιο αυτοκίνητο θέλω, αλλά οδηγώ, απολύτως συνειδητά, το ίδιο από το 1990». Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ

Οι καταναλωτικές συνήθειες κάνουν ακριβά τα βιολογικά προϊόντα

– Γιατί είναι τόσο ακριβά τα βιο-λογικά προϊόντα;

– Ειδικά τα φρούτα και τα λαχανικά ακριβά τα κάνουν οι καταναλωτές. Εκείνοι ανεβάζουν τις τιμές. 
 
– Τι εννοείτε; Πώς γίνεται αυτό; 

– Οι περισσότεροι νομίζουν ότι πρέπει να είναι όπως στις διαφημίσεις, πανομοιότυπα, λες και βγαίνουν από εργοστάσιο. Αγοράζουν ντομάτες, για παράδειγμα, με συγκεκριμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Αν βάλεις μπροστά τους ένα τελάρο δεν θα επιλέξουν τις μικρότερες ή όσες έχουν κάποιο σημάδι. Συχνά η μισή παραγωγή μας μένει στα αζήτητα. Σκεφτείτε, όμως, πόσο μας κοστίζει να παράγουμε βιολογικά. Ο συμβατικός αγρότης μηχανοποιεί πλήρως την καλλιέργειά του και καλλιεργεί τεράστιες εκτάσεις. Εμείς δουλεύουμε με τα χέρια. Δεν ραντίζουμε για τα αγριόχορτα, τσαπίζουμε. Η πιστοποίηση, η σήμανση και η ιχνηλασιμότητα των προϊόντων μας συνεπάγονται επιπλέον κόστος. 

– Εχει αλλάξει το τοπίο της αγοράς τα τελευταία χρόνια;

– Πολύ. Οπως και της γεωργίας και της εκπαίδευσης. Δεν ξεχνώ το ειρωνικό μειδίαμα των καθηγητών μου στη Γεωπονική όταν τους ρωτούσα «δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά αυτό, χωρίς χημικά»; Σήμερα υπάρχει περισσότερη γνώση και η μερίδα των καταναλωτών που προτιμούν τα βιολογικά έχει αυξηθεί εντυπωσιακά.
 
– Ποιες είναι οι μεγαλύτερες πληγές της ελληνικής γεωργίας;

– Τα επιδόματα και η έλλειψη εργατικών χεριών. Αυτά συνδέονται. Οι κυβερνήσεις ασκούν επιδοματικές πολιτικές για να στηρίξουν ευάλωτες κατηγορίες πολιτών και καλά κάνουν. Ομως έχουμε φθάσει στο σημείο σήμερα να μην υπάρχουν άνθρωποι να εργαστούν, ακόμη και με αμοιβές που αγγίζουν τα 1.500 ευρώ μηνιαίως. Σε γεωργικές περιοχές, με μεγάλες ανάγκες σε χωράφια και συσκευαστήρια, οι λιγοστοί εργάτες που έχουν απομείνει απαιτούν αδήλωτη εργασία για να μη χάσουν τα επιδόματα. Το πρόβλημα είναι τεράστιο και πολλές επιχειρήσεις κλείνουν μην μπορώντας να διαχειριστούν αυτή την ανώμαλη κατάσταση. Επιβιώνουν οι αετονύχηδες: αφού πουλάνε «μαύρα», έχουν τη δυνατότητα και να πληρώνουν «μαύρα». Κι εμείς οι νομοταγείς καλούμαστε να πληρώνουμε φόρους για να δίνονται τα επιδόματα. Οδηγούμαστε σε δύο κατηγορίες εργαζομένων και φορολογουμένων. Ετσι, χρόνο με τον χρόνο, διαβρώνεται το παραγωγικό δυναμικό της χώρας. 
 
– Υπάρχει λύση; Tι προτείνετε;

– Οποιος ψάχνει εργάτες να το δηλώνει στο ΚΕΠ της περιοχής του και να καλούνται οι άνεργοι και όσοι βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας να εργαστούν, με προκαθορισμένες και συμφωνημένες αποδοχές, όπως προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία. Αν αρνηθούν ή απολυθούν για τρεις συνεχείς φορές, να κόβονται τα επιδόματα, γιατί προφανώς δεν τα αξίζουν πραγματικά.

Η «ψήφος»

«Η κατανάλωση είναι πολιτική πράξη. Κάθε φορά που παίρνουμε ένα προϊόν από το ράφι, προκαλούμε μια σειρά δράσεων, οδηγούμε τα πράγματα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, όπως όταν ρίχνουμε το ψηφοδέλτιο στην κάλπη. Δεν δικαιούται να λέει κάποιος ότι κόπτεται για την κλιματική αλλαγή και την αποψίλωση του Αμαζονίου και να καταναλώνει λαίμαργα βραζιλιάνικες μπριζόλες εισαγωγής από αγελάδες που ταΐζονταν με σόγια καλλιεργημένη σε εκτάσεις που κάποτε ήταν δάσος. Ισως σας φανεί ρομαντικό, αλλά εγώ βλέπω τα καταστήματα ως χώρους διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Ξοδεύω πολύ χρόνο για να αλλάξω τη νοοτροπία των ανθρώπων που συναντώ. Το νιώθω χρέος μου. Αυτή η αλληλεπίδραση μου δίνει χαρά και ικανοποίηση, όχι τα μηδενικά που προστίθενται στους τραπεζικούς μου λογαριασμούς. Θα μπορούσα να έχω όποιο αυτοκίνητο θέλω, αλλά οδηγώ, απολύτως συνειδητά, το ίδιο από το 1990».

H συνάντηση

Γευματίσαμε στο Black Duck, στο κέντρο της Αθήνας. «Αυτή η εποχή είναι η αγαπημένη μου», είπε ο Κώστας Παπαδόπουλος. 
«Κλαδεύουμε τα ακτινίδια. Τους δίνουμε σχήμα, κάνουμε τα κλαδιά τους να “αναπνέουν” καλύτερα, να βλέπουν όλα το φως». Η κουβέντα ήρθε και στα παιδιά του. «Τα έμαθα να σέβονται το περιβάλλον. Ξέρουν πόση σημασία έχουν και οι πιο μικρές καθημερινές πράξεις. Η μικρή κόρη μου, όταν σαπουνίζει τα χέρια της, κλείνει τη βρύση. Την ανοίγει ξανά για να τα ξεβγάλει. Στο σχολείο την κοιτούν περίεργα οι συμμαθητές της. “Αν θέλεις να είσαι ευτυχισμένη”, της λέω, “πείσε έστω και έναν να ακολουθήσει το παράδειγμά σου”».

Κώστας Παπαδόπουλος: Nα κάνουμε το χωράφι ελκυστικό-2
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή