Νίκος Περάκης: Γελάω πια δύσκολα στο σινεμά

Νίκος Περάκης: Γελάω πια δύσκολα στο σινεμά

Ο έμπειρος κινηματογραφιστής ενστερνίζεται μια πρόσφατη φράση του Γούντι Αλεν: «Εκανα ό,τι μπορούσα»

7' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν συναντηθήκαμε, μεσημέρι, στην ασφυκτικά γεμάτη και πολύβουη γειτονιά του, στου Ψυρρή, είχε ήδη διαβάσει την «Καθημερινή», πρωινή συνήθεια πολλών χρόνων, και την είχε διπλώσει πάνω στο τραπέζι. Χρειάστηκε να τη μετακινήσουμε για τη φωτογράφιση για να μη μοιάζει με διαφήμιση. Δεν του άρεσε η νέα θέση της, στο σκαλοπάτι του airbnb κτιρίου, αλλά όπως ήθελε να την προστατεύσει, με την ίδια άνεση είχε διπλώσει ένα (διαβασμένο) τμήμα της και το είχε τοποθετήσει ως υποστήριγμα στο πόδι του τραπεζιού για να ισορροπεί. Ετσι συμβαίνει με τον Νίκο Περάκη. Βρίσκεται πάντα σε μια εύθραυστη ισορροπία η φράση του, στην κυριαρχία του διφορούμενου. Εκεί που πας να γελάσεις, εκεί αναρωτιέσαι μήπως δεν πρόκειται απολύτως για χιούμορ. Σαρκασμός, ειρωνεία, άμυνα, χειρουργική ακρίβεια, όπως στις ταινίες του, οικονομία μέσων; Τον παρακολουθώ από το ’80, αλλά δεν τον έχω αποκρυπτογραφήσει.

Στο φετινό, 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου) είναι το τιμώμενο πρόσωπο. Θα του απονεμηθεί Χρυσός Αλέξανδρος για τη συνολική προσφορά του, θα προβληθούν τέσσερις ταινίες του και θα δώσει και ένα masterclass. Σκηνοθέτης, σκηνογράφος, σχεδιαστής παραγωγής (production designer), μια διαδρομή που ξεκινάει τη δεκαετία του ’60 στη Γερμανία, συνεχίζεται στην Ελλάδα στη δεκαετία του ’80, περιλαμβάνει 17 μεγάλου μήκους ταινίες (η τελευταία, το «Success story», 2017) και ανάμεσά τους μεγάλες επιτυχίες, κινηματογραφικές και εισπρακτικές, όπως η «Λούφα και παραλλαγή».

– Τι είδους ταινία θα γυρίζατε σήμερα με ό,τι συμβαίνει γύρω μας, όχι μόνο πολιτικά αλλά και περιβαλλοντικά;

– Eνα μιούζικαλ στη γειτονιά μου, στου Ψυρρή. Με την καθημερινότητα των ανθρώπων της. Και την ταξική καθημερινότητα. Γιατί προφανώς δεν είναι ίδια για όλους… Κι αν βρω και 50 μέτρα δρόμο με κυβόλιθους που δεν κουνάνε και δεν πιτσιλάνε, θα γυρίσω και μια χορογραφημένη διαδήλωση… με καπνό και κρότου – λάμψης. Παρ’ όλα αυτά δεν θέλω να φύγω από την Αθήνα, αν και περπατώ σκυφτός ελέγχοντας το πλακόστρωτο για λακκούβες και το οδόστρωμα για καρούμπαλα και λάδια. Κτίζουμε όμορφα κτίρια, εντυπωσιακές προσόψεις, αλλά οι υποδομές κι ό,τι δεν φαίνεται παλιώνουν. Η Αθήνα παλιώνει.

– Νοσταλγείτε κάτι από τη ζωή σας στη Γερμανία;

– Μόνο όταν βλέπεις δείγματα οργάνωσης και συμπεριφορών, ακόμη και στον δρόμο, γίνεσαι και πιο απαιτητικός. Στη Γερμανία δεν το λένε φιλότιμο, γιατί δεν υπάρχει η λέξη, αλλά τα μάρμαρα είναι τέλεια αρμολογημένα. Εδώ, ο τεχνίτης έχει φιλότιμο αλλά δεν το χρησιμοποιεί στους αρμούς. Συχνά χάσκουν σαν τους αρμούς της εξουσίας…

– Επιστρέφετε στην Ελλάδα…

– Επέστρεφα συχνά. Είχα προσπαθήσει να γυρίσω το «Μπόμπας & Παγκανίνι» (1976) στον Πειραιά και στην Τήνο, στα λατομεία μαρμάρων σαν μεγαλειώδες σκηνικό για δύο θαύματα… Πήγα εκτός σεζόν και ξέχασα να ανάψω κερί. Τη γύρισα στη Βιέννη και στα περίχωρά της. Θα προβληθεί στη Θεσσαλονίκη.

Κτίζουμε όμορφα κτίρια, εντυπωσιακές προσόψεις, αλλά οι υποδομές κι ό,τι δεν φαίνεται παλιώνουν. Η Αθήνα παλιώνει.

– Αλλες εποχές τότε… Ησασταν, βέβαια, από τους πρώτους που χρησιμοποίησαν την ψηφιακή τεχνολογία στο σινεμά.

– Το 1994, για μια γερμανική σειρά ντοκιμαντέρ με θέμα την Αθήνα και υπότιτλο «Η Γέννηση της Δημοκρατίας». Τότε χρησιμοποίησα μια νέα κάμερα της ΑRRI που έγραφε κωδικούς στο αρνητικό για να γίνει το μοντάζ και η υπόλοιπη επεξεργασία της ταινίας ψηφιακά.

– Γιατί «άλλες οι εποχές»;

– Βρέθηκα ξαφνικά σε ένα στρατιωτικό κανάλι (σ.σ στην Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων, για τη θητεία του) που διαφήμιζε τη χούντα που έκλεισε τη Βουλή, εξόριζε πολιτικούς και συνθέτες κι όποιον ήταν αντίθετος με το καθεστώς. Δεν είχα το κουράγιο να αντισταθώ, σκεφτόμουν την ταινία του Ερνστ Λούμπιτς «To be or not to be». Πολωνοί ηθοποιοί έπαιζαν Αμλετ για τους ναζί αξιωματικούς. Εγώ λούφαρα, συχνά επικίνδυνα, εξ ου και η «Λούφα»…

– Βλέποντας τώρα τη «Λούφα και Παραλλαγή», γελάτε;

– Μπορεί να γελάσω πάλι με τον Σπυριδάκη ή τον Βαλαβανίδη, όταν κοιτάζει απειλητικά τον λόχο. Αλλά δεν θα απορούσα αν δεν γελάσει κανένας στην αίθουσα. Στην προηγούμενη ταινία, την «Αρπα Colla», πήγαινα με τον Τσεμπερόπουλο και τη μηχανή του στις αίθουσες για να δούμε τις αντιδράσεις των θεατών, από γειτονιά σε γειτονιά. Αλλιώς στο Αττικόν στο κέντρο της Αθήνας κι αλλιώς στο Νέο Ψυχικό ή στη Ζέα. Το τρέιλερ τούς είχε υποσχεθεί κωμωδία κι έβλεπαν αποσπασματικά δράματα. Γέλασαν μόνο όταν ο Πιατάς χόρεψε τη Γερακίνα… Κι όταν κάρφωσε τον Καλογερόπουλο με την ξιφολόγχη…

– Στον κινηματογράφο με τι γελάτε;

– Δυσκολεύομαι πολύ… Πρόσφατα είδα τον τελευταίο Γούντι Αλεν, «Τα γυρίσματα της τύχης». Στην παρουσίαση της ταινίας στην Αίγλη, ο Γούντι Αλεν μίλησε πέντε λεπτά στους θεατές και έκλεισε λέγοντας «έκανα ό,τι μπορούσα». Μ’ αυτό διασκέδασα και ταυτίστηκα, στην ταινία όχι ιδιαίτερα, ίσως γιατί ήταν στα γαλλικά.

«Ο,τι κρατάει τον θεατή στον καναπέ… Ακόμη και το γήρας»

Επιχειρώ να μιλήσουμε για το «ελληνικό σινεμά», τη σημερινή συνθήκη του, και με διορθώνει: «Οταν λέμε “ελληνικό σινεμά”, κάνουμε μια γενίκευση που ίσως μας συμφέρει όλους. Βλέποντας όλες τις ελληνικές ταινίες και λόγω της Ακαδημίας Κινηματογράφου, νομίζω ότι υπάρχουν ασυμμετρίες μεταξύ των προθέσεων του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη με τον παραγωγό και το κόστος των χώρων της ταινίας ή των κοστουμιών και των ντεκόρ. Συχνά η μόνη σταθερά είναι οι ηθοποιοί, που ίσως λόγω πείρας και ενστίκτου “σώζουν την παράσταση”. Τον πιο δύσκολο ρόλο παίζει πάντα η φτώχεια των ελληνικών ταινιών, που περιορίζει ακόμη τη φαντασία του σεναριογράφου».
 
– Θεωρείτε τα τηλεοπτικά σίριαλ ανταγωνιστικά στον κινηματογράφο;

– Για τις κινηματογραφικές ταινίες λιγότερο, γιατί τις βλέπεις κι από έναν καναπέ και στην πιο βαθιά κρίση. Για τους κινηματογράφους ο ανταγωνισμός είναι πολύ πιο μεγάλος και κανείς δεν ξέρει πόσο θα αντέξουν. Η παραγωγή ταινιών στις ευρωπαϊκές χώρες είχε βρει τρόπους συνεργασίας με τις τηλεοράσεις, οι οποίες χρειάζονταν ταινίες. Οι περισσότερες ταινίες μου είναι συμπαραγωγές με δημόσιες τηλεοράσεις. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες παράγουν σειρές, τις οποίες προβάλλουν και ελληνικά συνδρομητικά  κανάλια, τα οποία ήταν κάποτε εν δυνάμει συμπαραγωγοί ταινιών. Στην Ελλάδα μόνο η δημόσια τηλεόραση συμπαράγει ταινίες. Η ιδιωτική τις προτιμά σε επεισόδια… Τελικά, οτιδήποτε κρατά ένα θεατή στον καναπέ είναι ανταγωνιστικό. Ακόμη και το γήρας. Κι εγώ προτιμώ ένα σουβλάκι στον δρόμο από μια αίθουσα που μυρίζει νάτσος.
 
– Τα τελευταία χρόνια προβάλλονται όμως σειρές που έχουν επαινεθεί για το αποτέλεσμα.

– Δεν βλέπω επιλεκτικά τηλεόραση γιατί δεν χωράει στα βράδια μου κι όταν την ανοίγω κουρασμένος με αποκοιμίζει. Γι’ αυτό κάνω πιο συχνά ζάπινγκ την ώρα του prime time για να δω νέους ηθοποιούς. Ετσι διαπίστωσα ότι υπάρχουν περισσότεροι καλοί σκηνοθέτες και διευθυντές φωτογραφίας, αλλά λίγοι σεναριογράφοι. Ισως είναι περισσότερα τα καθημερινά, όπου οι ιστορίες και οι χώροι επαναλαμβάνονται, αλλά οι ίντριγκες κι ο στόμφος μένουν. Το πιο ακριβό πράγμα στην Ελλάδα, πάντως, είναι ο χρόνος των γυρισμάτων.
 
– «Το πιο ακριβό πράγμα είναι ο χρόνος» και στη ζωή;

– Εχω συνειδητοποιήσει ότι σπαταλώ πολύ χρόνο κολυμπώντας και σηκώνοντας βαράκια. Χρόνο που θα μπορούσα να πάω στο Ανγκορ Βατ ή να μπω στα τούνελ των Βιετκόνγκ… στο μονοπάτι Χο Τσι Μινχ. Αραγε μετατρέπω τον χρόνο που κολυμπάω σε παραπάνω χρόνο ζωής; Θα υπάρχει μια εξίσωση… Ψάχνετε απαντήσεις στο ΑΙ;

Παρέα με τους «Γιώργηδες»

Είναι μια παρέα οι τρεις τους που έχει γράψει τη δική της ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο: ο Γιώργος Πανουσόπουλος, ο Νίκος Περάκης και ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος. «Με τους Γιώργηδες μας ένωνε μια παλιά φιλία με τον Πανουσόπουλο από τον στρατό και μια αρκετά νεότερη με τον “κολλητό” του, Γιώργο Τσεμπερόπουλο. Οταν κάναμε ταινίες γινόταν και σχέση αλληλοβοήθειας. Ο Πανουσόπουλος μου γύρισε τρεις ταινίες στη 10ετία του ’80. Δεν είχαμε ποτέ μαζί μια εταιρεία, όπως πολλοί πίστευαν. Απλοί φίλοι, γι’ αυτό ίσως βρήκα εύκολα και τον τίτλο “Φιλμική Εταιρεία” και τους άφησα το δικό μου γραφείο, όσο έψαχναν χώρο για να τη στεγάσουν». Πριν από την COVID-19 συναντιόνταν σταθερά, υπήρχε κι ένα jour fixe που οργάνωνε ο ποιητής και σεναριογράφος της παρέας, Σωτήρης Κακίσης. Εξακολουθεί να τους μαζεύει, ίσως όχι τόσο συχνά και έπειτα από πολλά τηλέφωνα…

Η συνάντηση

Ο Νίκος Περάκης δεν απομακρύνεται από τη γειτονιά του. Εκεί πίνει τον καφέ του διαβάζοντας την εφημερίδα του, ρουτίνα δεκαετιών. Αναζητάει μάλιστα κι ένα απόσπασμα από το άρθρο του Μιχάλη Τσιντσίνη που τον έκανε να γελάσει: «Απολαμβάνω τις γλωσσικές του ακροβασίες. Τον τρόπο που χαρακτηρίζει πολιτικές συμπεριφορές. Είναι συμπαγής η γραφή του και to the point».
Βρεθήκαμε στον «Ατλαντικό» (Αυλητών 7, Ψυρρή). Εκτιμάει πολύ την ποιότητα του φαγητού, πηγαίνει εκεί δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Παραγγείλαμε φάβα με γάβρο, σαλάτα «Ατλαντικός» (με σπανάκι, παντζάρι, ρόκα και ανθότυρο), γάβρο στον φούρνο και καλαμαράκια τηγανητά. Ολα γευστικότατα. Πλήρωσε ο ίδιος. Ηταν ο όρος του για να συναντηθούμε για «Γεύμα».

Οι σταθμοί του

1944. Γεννήθηκε στην εμπόλεμη Αλεξάνδρεια και ακολούθησε τους γονείς του στην Αθήνα μετά την αποχώρηση των Γερμανών και τα Δεκεμβριανά.

1962. Αποφοίτησε από το Γερμανικό Γυμνάσιο Αθηνών και «μπήκε» στη σκηνογραφία της Ακαδημίας Καλών Τεχνών του Μονάχου έπειτα από πρακτική εξάσκηση στην Οπερα του Μονάχου.
 
1966. Μετά τον θάνατο του καθηγητή του, Χέλμουτ Γιούργκενς, η έδρα χηρεύει και ο μαθητής επιστρέφει στην Ελλάδα και παρουσιάζεται στο Κέντρο Εκπαίδευσης Κορίνθου και μετά σε εκείνο του Μηχανικού στο Ναύπλιο. 
 
1967. Μετατίθεται στη ΓΥΣ, αποσπάται στη Διεύθυνση Κιν/γράφου και στην πειραματική ΤΕΔ. Μετά την 21η Απριλίου αποσπάται σε Λόχο Διαβιβάσεων των ΛΟΚ στο Μεγάλο Πεύκο και μετά στον πύργο του ΟΤΕ.

1968. Επιστρέφει στο Μόναχο κι εργάζεται σε βιοτεχνία παρασκευασμάτων βοτάνων, σε ένα μεγάλο θέατρο ως σκηνογράφος, σχεδιαστής σε αρχιτεκτονικό γραφείο, σκηνογράφος στην εκπαιδευτική τηλεόραση κ.λπ.
 
1972. Γυρίζει την πρώτη του ταινία, «Συντρόφισσα συγκάτοικος», ως σεναριογράφος, σκηνογράφος, σκηνοθέτης και παραγωγός με χρηματοδότηση του ZDF και αντεγγύηση του Αλεξάντερ Κλούγκε.
 
1984. Μετά μια γερμανόφωνη, μια αγγλόφωνη και μια ελληνική «Aρπα Colla», γυρίζει τη «Λούφα και Παραλλαγή» και διάφορες άλλες ταινίες, όπως «BIOS και Πολιτεία» (περισσότερα: www.nikosperakis.gr).
 
1994. Γεννήθηκε ο γιος του, Κωστής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή