Ο Τζόναθαν Κόου στην «Κ»: «Αγγλικότητα», ένα πλάσμα που δύσκολα πιάνεται

Ο Τζόναθαν Κόου στην «Κ»: «Αγγλικότητα», ένα πλάσμα που δύσκολα πιάνεται

Στη «Μέση Αγγλία», ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του Τζόναθαν Κόου, υπάρχει ένα κεφάλαιο-σκηνή όπου όλοι οι πρωταγωνιστές, είτε σε μικρές ομάδες είτε κατά μόνας, κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: παρακολουθούν στην τηλεόραση την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012

6' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στη «Μέση Αγγλία», ένα από τα πιο πρόσφατα βιβλία του Τζόναθαν Κόου, υπάρχει ένα κεφάλαιο-σκηνή όπου όλοι οι πρωταγωνιστές, είτε σε μικρές ομάδες είτε κατά μόνας, κάνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα: παρακολουθούν στην τηλεόραση την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012. Η μοναδική περίσταση, από τις ελάχιστες ικανές να συντονίσουν ένα ολόκληρο έθνος, χρησιμεύει στον συγγραφέα σαν συλλογικός ψυχαναλυτικός καθρέφτης, ένα αποτύπωμα της στιγμής που έχει ωστόσο διαχρονική αξία. Η συγκεκριμένη ιδέα φαίνεται πως άρεσε πολύ στον Βρετανό συγγραφέα, τόσο που αποφάσισε να την εφαρμόσει σε ολόκληρο το «Μπόρνβιλ», το καινούργιο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις. Επτα διαφορετικά επεισόδια, τα περισσότερα σχετικά με κάποιο βασιλικό γεγονός (στέψεις, γάμοι κ.ο.κ.), αφηγούνται την ιστορία μιας οικογένειας και μαζί μιας ολόκληρης χώρας.

«Οι περισσότερες από τις στιγμές επιλέχθηκαν από μόνες τους. Δεν συμπαθώ τη βασιλική οικογένεια, ούτε με ενδιαφέρει, οπότε μοιάζει λίγο παράξενο που τόσα επεισόδια έχουν να κάνουν με αυτούς. Την ίδια στιγμή όμως αυτό σου λέει κάτι για τη βρετανική ιστορία των τελευταίων 75 ετών και τις στιγμές που μας έκαναν να μαζευτούμε γύρω από τις τηλεοράσεις», μου επισημαίνει ο Τζόναθαν Κόου, που βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου. Το ύφος και η φωνή του φανερώνουν τον μετρημένο και ταυτόχρονα παιγνιώδη τόνο που διακρίνει συνήθως και τη γραφή του.

Αφετηρία το 1945

Είμαστε μάλλον ένα έθνος ατομιστών. Υπάρχει λόγος που η Θάτσερ εμφανίστηκε στην Αγγλία και κατάφερε να αιχμαλωτίσει με τόση επιτυχία τη φαντασία των Βρετανών.

Εδώ πάντως όλα ξεκινούν στις 8 Μαΐου 1945, Ημέρα της Νίκης στην Ευρώπη. «Από το 2016 και έπειτα, όταν η Βρετανία αποφάσισε να αφήσει την Ευρωπαϊκή Ενωση, υπάρχει ανάμεσά μας ένα διαρκές ντιμπέιτ σχετικά με το τι χώρα είμαστε και τι θέλουμε να γίνουμε. Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά έγραφα τη “Μέση Αγγλία”, αυτή τη φορά ωστόσο σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον να πάω λίγο πίσω και να δω αν μπορώ να εντοπίσω τις ρίζες αυτής της αντιπαράθεσης. Ενστικτωδώς μου φάνηκε σωστό να φτάσω μέχρι τα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που είναι πάνω-κάτω και το πιο μακρινό σύνορο της σημερινής ζωντανής μνήμης. Το σύστημα με τα επτά διαφορετικά γεγονότα βοήθησε ώστε να καλυφθούν 75 χρόνια μέσα σε ένα μόνο βιβλίο», σημειώνει ο Κόου.

Ενα από τα πιο βασικά θέματα του «Μπόρνβιλ», το οποίο εκτυλίσσεται κυρίως στην περιοχή του Μπέρμιγχαμ και των αγγλικών Μίντλαντς, έχει να κάνει με την έννοια της «βρετανικότητας» ή «αγγλικότητας» και το πώς αυτή έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά και την ίδια την ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου. «Προσωπικά νιώθω πολύ Αγγλος. Μέχρι πρόσφατα δεν είχα αναρωτηθεί τι σημαίνει αυτό και μάλλον συνεχίζω να επανέρχομαι στα βιβλία, απλώς γιατί δεν μπορώ να βρω την απάντηση. Η εθνική ταυτότητα είναι πολύ σημαντική για τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τους εαυτούς μας, ταυτόχρονα όμως είναι και ένα πλάσμα αμφιλεγόμενο που ξεγλιστρά και δύσκολα πιάνεται. Παρότι αποφεύγω τις γενικεύσεις, θα έλεγα ότι ως λαός δεν έχουμε τόσο ισχυρή την αίσθηση της συλλογικότητας που υπάρχει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Είμαστε μάλλον ένα έθνος ατομιστών. Υπάρχει λόγος που η Θάτσερ εμφανίστηκε στην Αγγλία και κατάφερε να αιχμαλωτίσει με τόση επιτυχία τη φαντασία των Βρετανών».

Το Brexit του 2016 θεωρείται από τον Κόου στιγμή καθοριστική, όχι μόνο στην Ιστορία της χώρας, αλλά και για την ίδια της την ταυτότητα. «Ενα από τα παράδοξα του Brexit είναι ότι δημιούργησε ένα κύμα ευρω-φιλίας. Βλέπεις πια σημαίες της Ε.Ε. στα παράθυρα, κάτι το οποίο δεν συνέβαινε ποτέ πριν. Από την άλλη σίγουρα υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που νιώθουν ότι η “αγγλικότητά” τους περιορίζεται μέσα στο πλαίσιο της Ε.Ε. Προσωπικά κατανοώ γιατί τόσος κόσμος ψήφισε να φύγουμε. Το γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών ήταν υπέρ της παραμονής σίγουρα έπαιξε ρόλο. Υπάρχει μεγάλος θυμός ενάντια στο πολιτικό σύστημα και το κατεστημένο γενικότερα, οπότε ήταν η ευκαιρία να δοθεί μια απάντηση. Απλώς η συνέπεια ήταν να βγούμε από την Ε.Ε. Οταν ένα ερώτημα μπαίνει σε δημοψήφισμα, καθένας μπορεί να το διαβάσει διαφορετικά. Για πολύ κόσμο αυτό που διάβασαν ήταν: “Είστε θυμωμένοι;”. Κι εκείνοι απάντησαν “ναι”».

Προκειμένου να βάλει τον αναγνώστη πιο βαθιά στην ταραγμένη σχέση της Βρετανίας με την Ε.Ε., ο Κόου αφηγείται την ιστορία του «Πολέμου της Σοκολάτας», την επί δεκαετίες σύγκρουση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανάμεσα στην αγγλική Cadbury και τους ανταγωνιστές της από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία κ.ά. «Η Ε.Ε. προφανώς δεν είναι τέλεια και η Ελλάδα το γνωρίζει αυτό καλύτερα από όλους μας. Ξέρω πόσο γραφειοκρατική και μονολιθική μπορεί να γίνει, κάτι το οποίο μπορεί κανείς να κριτικάρει και να σατιρίσει ανελέητα, όμως σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά, πιστεύω πως είναι προτιμότερο να είσαι μέλος. Σε μικροκλίμακα θεώρησα ότι ο “πόλεμος της σοκολάτας” αποτελεί ένα καλό παράδειγμα του τι είναι θετικό στην Ε.Ε. και τι απλώς γελοίο. Το ότι μας πήρε 30 χρόνια να ορίσουμε τι είναι η σοκολάτα, είναι ασφαλώς αστείο· από την άλλη, το γεγονός ότι τα καταφέραμε αποτελεί από μόνο του έναν μικρό θρίαμβο».

Ο Τζόναθαν Κόου στην «Κ»: «Αγγλικότητα», ένα πλάσμα που δύσκολα πιάνεται-1

Εχω μεγάλη πίστη στις νεότερες γενιές, ίσως υπερβολικά μεγάλη

Οπως είπαμε, η ιστορία της βασιλικής οικογένειας ορίζει σε μεγάλο βαθμό τα κεφάλαια του βιβλίου, από τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ το 1953 μέχρι το τραγικό τέλος της Νταϊάνα το 1997. «Ανάμεσα στο 1953 και το 1997 άλλαξαν πάρα πολλά στη βρετανική κοινωνία. Ο σεβασμός και η αίσθηση δέους που ο κόσμος ένιωθε για τη βασίλισσα αντιστράφηκε το 1997. Ηταν ο λαός και τα δημοφιλή ΜΜΕ που ζήτησαν πλέον από εκείνη να δείξει κάποιο συναίσθημα, να θρηνήσει, να γίνει ανθρώπινη. Το 1953 αντιθέτως η βασίλισσα ήταν ένα έμβλημα, ένα σύμβολο. Οσο για το μέλλον, πιστεύω πως η βασιλική οικογένεια θα έχει πολύ λιγότερη σημασία τις επόμενες δεκαετίες και πρακτικά θα εξαφανιστεί από τη δημόσια ζωή. Αν και ως θεσμός θα συνεχίσει πιθανότατα να υπάρχει». 

Στο μυθιστόρημα, ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες, η Μαίρη, αποτελεί τη χαμηλών τόνων μητριάρχη, γύρω από την οποία συνέχονται τρεις διαφορετικές γενιές της οικογένειας. Ο θάνατός της ωστόσο φέρνει στην επιφάνεια διαφορές και πλέον όλοι καλούνται «να διαλέξουν πλευρές», όπως το θέτει μια ηρωίδα. «Το συγκεκριμένο κομμάτι γράφτηκε πριν από τον θάνατο της βασίλισσας, αλλά θα μπορούσε να είναι για εκείνη. Γιατί η Μαίρη κρατούσε πράγματι αυτή την οικογένεια ενωμένη επί 70 χρόνια· από σεβασμό και αγάπη προς το πρόσωπό της οι πάντες άφηναν στην άκρη τις διαφορές τους, όμως πλέον εκείνη έχει φύγει και ίσως δεν μπορούμε να το κάνουμε πια. Μου φαίνεται αρκετά καλό παράλληλο με τη βασίλισσα». Σύντομα η κουβέντα μας στρέφεται και στην έννοια του συντηρητισμού, βρετανικού και όχι μόνο, ο οποίος τα τελευταία χρόνια παίρνει διάφορες μορφές, μπαίνοντας ακόμα και κάτω από τον μανδύα της προόδου. «Ολα είναι υπό συζήτηση στις μέρες μας. Δεν νομίζω ότι μπορώ καν να ορίσω τι είναι συντηρητισμός. Ως πολιτικό κόμμα, οι Βρετανοί Συντηρητικοί έχουν μετακινηθεί ακόμα περισσότερο προς τα δεξιά – πλέον υπάρχουν αρκετοί ακραίοι στους κόλπους τους που μιλούν για έναν “εθνικοσυντηριτισμό”, ο οποίος ακούγεται υπερβολικά σαν “εθνικοσοσιαλισμός” για τα δικά μου γούστα. Από την άλλη οι Εργατικοί βρίσκονται σίγουρα σε άμυνα αυτή τη στιγμή, τρομοκρατημένοι μήπως χάσουν ψήφους όπως έγινε το 2019. Παραδοσιακά τα συνέδριά τους τελείωναν με την ανάκρουση του “Red Flag”. Τώρα τελευταία παίζουν μόνο τον εθνικό ύμνο…».

Είναι μήπως και η πρόσφατη λογοκρισία των έργων της Αγκαθα Κρίστι και του Ρόαλντ Νταλ σημάδι ενός διαφορετικού, επίσης επικίνδυνου νεο-συντηρητισμού; «Δεν ξέρω αν το χαρακτηρίζω συντηρητισμό, όμως δεν πιστεύω ότι η Αγκαθα Κρίστι πρέπει να λογοκρίνεται. Δεν είναι και πολύ τίμιο ούτε ειλικρινές. Προφανώς υπάρχουν σημεία στο έργο της, όπως και στου Ρόαλντ Νταλ ή του Ιαν Φλέμινγκ, που είναι σήμερα προβληματικά. Ομως, ίσα ίσα, αυτές οι προσβλητικές αναφορές πρέπει να μας προκαλέσουν ερωτήματα και διάλογο σχετικά με τις αξίες που αλλάζουν μέσα στα χρόνια – να συζητήσουμε και όχι απλώς να τις κρύψουμε κάτω από χαλί και να παριστάνουμε ότι δεν υπήρξαν ποτέ. Η κόρη μου είδε πρώτα τις ταινίες με τον Ντάνιελ Κρεγκ στον ρόλο του “Τζέιμς Μποντ”, οι οποίες είναι και πιο πολιτικά ορθές, με την καλή έννοια. Οταν της έβαλα να δει εκείνες με τον Ρότζερ Μουρ, έπειτα από δύο λεπτά με κοίταξε απορημένη: “Αυτός ήταν ο Τζέιμς Μποντ; Είναι απαίσιος!”. Γενικώς έχω μεγάλη πίστη στις νεότερες γενιές, ίσως υπερβολικά μεγάλη», καταλήγει χαμογελώντας ο Τζόναθαν Κόου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή