Animal στο ατελιέ του Μόραλη

«Η κάπως ανώνυμη ύπαρξή μου εδώ στην Ελλάδα με ξεκουράζει», λέει στην «Κ» ο τραγουδιστής της μπάντας, Ερικ Μπάρτον

animal-στο-ατελιέ-του-μόραλη-562646713

Ο Ερικ Μπάρτον στο ατελιέ του Γιάννη Μόραλη στην οδό Ξενοκράτους. Ξεφυλλίζει τα περίφημα τετράδια-ημερολόγια του ζωγράφου. Κοιτάζει τα έργα που βρίσκονται εδώ, στέκεται μπροστά στην ενότητα με τα προσχέδια για επιστολικά δελτάρια, την «πολεμική σειρά» του 1941 για τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες. Του θυμίζουν το storyboard που είχε σχεδιάσει ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ για το «Blade Runner», ταινία-αναφορά στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου. «Το “Blade Runner” του 1985», διευκρινίζει, «τότε που ο Ρίντλεϊ με είχε καλέσει να περάσω μια ολόκληρη ημέρα στο στούντιο παρακολουθώντας τα γυρίσματα. Μόνο που τα δικά του σχέδια ήταν πιο ωμά, πιο βίαια, πιο ερωτικά». Ο Μπάρτον και ο Σκοτ είναι περίπου συνομήλικοι –ο πρώτος γεννημένος το 1941, ο δεύτερος το 1937–, Βρετανοί και οι δύο που έκαναν καριέρα στην Αμερική, αλλά επίσης υπήρξαν συμφοιτητές στο καλλιτεχνικό κολέγιο.

Αυτές οι σπουδές είναι που εξηγούν την επίσκεψή του στο εργαστήριο του Μόραλη; «Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει να κάνει με την τέχνη και τους καλλιτέχνες, με εμπνέει πολύ αυτός ο χώρος», λέει. «Από παιδί αγαπούσα τις τέχνες, ειδικά το σινεμά, γιατί μπορούσα να φύγω από το σπίτι, να πληρώσω μια-δυο δεκάρες, να χωθώ στο σκοτάδι και να παρασυρθώ. Ο κινηματογράφος τότε ήταν κυρίως καουμπόηδες και Ινδιάνοι. Μεγαλώνοντας θέλησα να αμφισβητήσω τα πράγματα. Ειδικά όταν πήγα στην Αμερική, ήθελα να μάθω για τη γενοκτονία των Ινδιάνων».

Animal στο ατελιέ του Μόραλη-1
Tο τραπέζι με τα εργαλεία της ζωγραφικής του Γιάννη Μόραλη στο εργαστήριό του, το οποίο επισκέφθηκε ο Ερικ Μπάρτον. [ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ]

Εφτασε στις ΗΠΑ πολύ νέος, αρχές του ’60. Βιαζόταν να ξεφορτωθεί το Νιούκαστλ και την πλήξη του. Ηθελε να ξεχάσει τον πόλεμο μέσα στη δίνη του οποίου γεννήθηκε, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να βγει από τη σκιά του αφού στην Αμερική ήρθε αντιμέτωπος με το Βιετνάμ – τυχαία άραγε ένωσε τις δυνάμεις του τη δεκαετία του ’70 με το καλιφορνέζικο φανκ ροκ συγκρότημα War; Ηθελε επίσης να κυνηγήσει την επιτυχία ακολουθώντας τη μουσική. Ηταν τότε ο επικεφαλής τραγουδιστής των Animals, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο είχαν πετύχει να αποτελούν κορυφαίο συγκρότημα της ροκ «Βρετανικής Εισβολής» στις ΗΠΑ μαζί με τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Who.

«Αν θέλετε να καταλάβετε τι είναι η Αμερική, πρέπει να ξεφλουδίσετε τη γυαλιστερή επιφάνεια και να δείτε την ασχήμια από κάτω. Αλλά αν δεν είχα πάει εκεί, δεν θα είχα γνωρίσει μερικούς καταπληκτικούς ανθρώπους. Μια φορά συνάντησα δύο Αμερικανούς – Ινδιάνους που ζούσαν στα βουνά. Ηταν ντυμένοι με ρούχα εργασίας: μπλε τζιν παντελόνι, μπλε τζιν μπουφάν. Τους ρώτησα τη φυλή τους και μου είπαν: “Απάτσι”. Τους λέω εντυπωσιασμένος, “όταν ήμουν παιδί, το μόνο που έκανα ήταν να διαβάζω, να γράφω και να αναρωτιέμαι για τις φυλές των Απάτσι”. Μου απάντησαν: “Λοιπόν, είμαστε πάτσι, γιατί από τότε που ήμασταν 6-7 ετών, τραγουδούσαμε το “House of the Rising Sun”».

Με ενδιαφέρει οτιδήποτε έχει να κάνει με την τέχνη και τους καλλιτέχνες, με εμπνέει πολύ αυτός ο χώρος.

Μιλώντας με τη χαρακτηριστική, βαθιά φωνή του που ταιριάζει με το blues και τη rock, διηγείται μπαινοβγαίνοντας στη ζωή του με την άνεση που του δίνει η ηλικία, και ένα βιογραφικό από αυτά τα μυθικά – φίλος του Λένον, παρέα του Μικ Τζάγκερ, που δεν τον πολυσυμπαθεί εξαιτίας της προσήλωσής του στο χρήμα, όπως λέει. Είναι ένας μουσικός θρύλος. «Αυτό που θέλουν οι άνθρωποι να σε κάνουν, δεν είναι στα χέρια σου», υπογραμμίζει. «Είναι προνόμιο του κοινού να δίνει τίτλους, όχι του καλλιτέχνη». «Μα οι Animals ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ροκ συγκροτήματα των ’60s», εξανίσταμαι. «Λοιπόν, όντως αφήσαμε ένα σημάδι στην κοινωνία. Και είμαι κάπως περήφανος. Πάντα, όμως, έτρεχα για κάτι άλλο. Ο παππούς μου, ξέρεις, ήταν για μένα το σημαντικότερο πρόσωπο μέσα στην οικογένειά μου. Οταν ήμουν πολύ μικρός, ο παππούς φρόντιζε το έδαφος στο γήπεδο της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας. Με πήρε λοιπόν μαζί του κι έγινα ball boy. Εδινα την μπάλα στους ποδοσφαιριστές μέσα σε ένα γήπεδο με χιλιάδες ανθρώπους. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος. Μετά ανακάλυψα ότι γίνεται και με τη μουσική ροκ εν ρολ. Επαιξα και τραγούδησα μπροστά σε 30.000 θεατές, μερικές φορές έφτασαν τις 50.000».

«Πώς νιώθετε όταν τα θυμάστε όλα αυτά;». «Ηταν το πιο συναρπαστικό πράγμα που μου συνέβη. Κράτησε μέχρι τα 30 μου σχεδόν, και μετά σταμάτησε. Κάπως επικίνδυνο αυτό, σαν μια σύγκρουση στον τοίχο. Τίποτα όμως δεν διαρκεί για πάντα. Τώρα είμαι αυτός που είμαι. Εχω ηρεμία, έχω χρόνο. Η κάπως ανώνυμη ύπαρξή μου εδώ στην Ελλάδα με ξεκουράζει. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που με πλησιάζουν και λένε “ευχαριστώ για ό,τι έκανες”. Και μου αρέσει, αλλά όχι τόσο όσο παλιά. Και νιώθω χαρούμενος γι’ αυτό».

«Αιχμάλωτος» της Κηφισιάς

Ζει στην Κηφισιά με την Ελληνίδα σύζυγό του. Ηρθαν από την Καλιφόρνια όπου κατοικούσαν για να περάσουν τον αποκλεισμό της πανδημίας και η χώρα τούς κράτησε. Περισσότερα από χίλια συλλεκτικά DVD πέρασαν μαζί του τον Ατλαντικό και τα απολαμβάνει στην Αθήνα.

«Θα σας άρεσε να δώσετε πάλι μια συναυλία;» τον ρωτάω. «Ναι, αλλά έχω βαρεθεί λίγο το “House of the Rising Sun”. Θέλω να μπω βαθιά στη μουσική. Το ζήτημα είναι πως αν στο παρελθόν ήσουν τόσο αξιόλογος όσο εγώ, τότε σε ζητούν μία ή δύο φορές για εμφανίσεις, και αυτό είναι όλο. Αρα σε αυτό το επίπεδο, είμαι αιχμάλωτος του εαυτού μου. Αιχμάλωτος της ωραίας Κηφισιάς. Σαν τον “Αιχμάλωτο της Τζέντα”, για να θυμηθούμε μια κλασική ταινία. Αλλά τώρα, ας πάρουμε άλλο ένα μπισκότο», λέει με πονηρό, φλεγματικό γέλιο και πίνει μια γουλιά από το τσάι του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή