14 αναλυτές ακτινογραφούν την ελληνική οικονομία

14 αναλυτές ακτινογραφούν την ελληνική οικονομία

Δημοσιονομικά, χρέος, μεταρρυθμίσεις και εκλογές κρίνουν την επενδυτική βαθμίδα – Τι αναμένουν οι αναλυτές πέντε οίκων αξιολόγησης και εννέα επενδυτικών τραπεζών για το 2023.

41' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς ξεκινά το 2023, ο κόσμος μοιάζει εντελώς διαφορετικός. Ο πόλεμος στην Ουκρανία βρίσκεται στον ενδέκατο μήνα του, με το τέλος του να μη φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα, ενώ η Ευρώπη είναι αντιμέτωπη ακόμα με τον «πονοκέφαλο» της ενεργειακής κρίσης. Ο πληθωρισμός ανάγκασε τις κεντρικές τράπεζες της Δύσης να προχωρήσουν σε μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων και στον ταχύτερο ρυθμό νομισματικής σύσφιξης εδώ και δεκαετίες, προκαλώντας σοκ και δέος σε αγορές και οικονομίες. Ωστόσο, το 2023 θα φανεί ο μεγαλύτερος οικονομικός αντίκτυπος αυτής της πολιτικής.

Οι περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες οδεύουν σε ύφεση, με την Ευρώπη να ηγείται, ενώ η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να κινηθεί με έναν από τους βραδύτερους ρυθμούς εδώ και δεκαετίες. Η στήριξη από το δημοσιονομικό μέτωπο δεν θα υπάρχει, τουλάχιστον στον βαθμό που βιώσαμε τα τρία προηγούμενα χρόνια.

Το πρώτο εξάμηνο του 2023 είναι γεμάτο από προκλήσεις και η ανάπτυξη θα είναι δυσεύρετη στις οικονομίες – έστω και αν σε ό,τι αφορά την ενέργεια η Ευρώπη φαίνεται να έχει αποφύγει τα χειρότερα, χάρη στα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης αλλά και στον πιο ήπιο καιρό.

Από το β΄ εξάμηνο του 2023 υπάρχουν ελπίδες για επιστροφή της ανάκαμψης, με τον τουρισμό ωστόσο να μην αναμένεται να είναι το ίδιο δυναμικός όσο το 2022, καθώς ο κόσμος θα αρχίσει και πάλι να περιορίζει τις δαπάνες λόγω της έκρηξης του κόστους διαβίωσης, ενώ τα ταξίδια θα είναι σίγουρα πιο ακριβά σε σχέση με πέρυσι. Σταδιακά, όταν και η κορύφωση των επιτοκίων θα έχει περάσει, ο πληθωρισμός θα έχει υποχωρήσει και οι αυξήσεις μισθών θα έχουν ενισχύσει το εισόδημα, η αγοραστική δύναμη θα επιστρέψει, δίνοντας και πάλι ανάσες στις οικονομίες.

Πολλά βέβαια θα εξαρτηθούν από το εάν όντως οι κεντρικές τράπεζες σταματήσουν τη σύσφιξη και ο πληθωρισμός δεν αποδειχθεί επίμονος, καθώς και από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στο ενεργειακό μέτωπο ενόψει και του χειμώνα του 2023-2024.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, η Ελλάδα αναμένεται να ξεχωρίσει. Η «Κ» απευθύνθηκε στους πέντε οίκους αξιολόγησης S&P, Moody’s, Fitch, DBRS και Scope Ratings, καθώς και σε εννέα από τους μεγαλύτερους επενδυτικούς οίκους και τράπεζες διεθνώς, τις Bank of America, Deutsche Bank, Goldman Sachs, UBS, Capital Economics, Allianz, ING, UniCredit και Oxford Economics, με 14 αναλυτές/οικονομολόγους συνολικά να δίνουν τις εκτιμήσεις τους για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας.

Αν και δεν αποκλείουν οι αρχές του 2023 να είναι δύσκολες και ίσως και υφεσιακές, γενικότερα εκτιμούν πως η ελληνική οικονομία θα τα πάει πολύ καλύτερα από τις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Αυτό οφείλεται στην περαιτέρω αύξηση των επενδύσεων, στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί, στα (αυξημένα) κεφάλαια που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, δίνοντας ώθηση στην αναπτυξιακή δυναμική, στις πολύ πιο υγιείς ελληνικές τράπεζες, στη συνετή δημοσιονομική πολιτική που έχει ακολουθηθεί, στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που έχουν διατηρηθεί και αποτελούν «ασπίδα» ρευστότητας της οικονομίας και στην πτωτική τροχιά του χρέους.

Ωστόσο υπάρχουν κίνδυνοι και αβεβαιότητες. Η ζήτηση και η κατανάλωση θα είναι πιο αδύναμες, οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές και οι συνθήκες χρηματοδότησης θα είναι πιο αυστηρές. Ο τουρισμός δεν θα είναι εύκολο να ισοφαρίσει τις επιδόσεις του 2022, ενώ οι εκλογές θα έχουν πλέον μπει για τα καλά στο ραντάρ των διεθνών οίκων, όχι γιατί υπάρχουν οι φόβοι του παρελθόντος για στροφή σε μια αντιευρωπαϊκή πορεία, αλλά λόγω της εκλογικής διαδικασίας η οποία αναμένεται χρονοβόρα και θα παρατείνει τη «στασιμότητα» των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα. Και στο βάθος υπάρχει και ο εθνικός στόχος της επενδυτικής βαθμίδας. Αν και θεωρείται εφικτό να ανακτηθεί τη νέα χρονιά, ωστόσο υπάρχει και πιθανότητα να καθυστερήσει, κυρίως λόγω του αβέβαιου και δύσκολου οικονομικού σκηνικού (αλλά και των εκλογών), που σημαίνει ότι οι οίκοι αξιολόγησης μπορεί να επιλέξουν να περιμένουν προτού κάνουν μια τέτοια κίνηση.

Άλεξ Μουσκατέλι
Επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα

Οριακή συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ στη διάρκεια του 2023

Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ισχυρό ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του 2022, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% σε ετήσια βάση. Ωστόσο, η δραστηριότητα επιβραδύνεται, κυρίως λόγω των υψηλών τιμών της ενέργειας που περιορίζουν τα πραγματικά εισοδήματα και τις ιδιωτικές δαπάνες, και θα αντισταθμίσει μέρος της δύναμης που παρατηρήθηκε το πρώτο εξάμηνο του έτους, αλλά εξακολουθούμε να υπολογίζουμε την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 5,5% για ολόκληρο το 2022. 

Το οικονομικό κλίμα και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα, η ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής έχει αποδυναμωθεί και τα στοιχεία από τον κλάδο της μεταποίησης δείχνουν εξασθένηση της δραστηριότητας τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο. 

Ωστόσο, οι δείκτες ισοζυγίου για το τέταρτο τρίμηνο υποδηλώνουν ότι η οικονομική δραστηριότητα μπορεί να είναι οριακά ισχυρότερη σε σχέση με τις προσδοκίες μας, γεγονός που συνεπάγεται ανοδική πορεία σε σχέση με τις προβλέψεις μας για το 2023, λόγω μιας καλύτερης επίδρασης μεταφοράς.

Για το 2023 συνολικά αναμένουμε ελαφρώς αρνητικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (-0,2%). Η δραστηριότητα θα μείνει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, πριν αυξηθεί το δεύτερο εξάμηνο. Η ανάκαμψη αναμένεται να εδραιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, υποδηλώνοντας ετήσια αύξηση 1,8%. Η διάθεση κεφαλαίων που σχετίζονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας θα στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα ενόψει της αδυναμίας από την πλευρά των καταναλωτών.

Οι προβλέψεις μας για τα δημόσια οικονομικά είναι πιο επιφυλακτικές από αυτές της κυβέρνησης και υποδεικνύουν επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα μόνο το 2024 και όχι το 2023, αλλά εξακολουθούμε να αναμένουμε μια σταθερή πτώση του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 170,4% έως το 2024. Αυτό θα εξακολουθούσε να αφήνει το δημόσιο χρέος της Ελλάδας μεταξύ των υψηλότερων ανάμεσα στα κράτη που αξιολογούμε.

Πάντως, οι θετικές προοπτικές που δίνουμε στην αξιολόγηση BB της Ελλάδας, η οποία είναι δύο βαθμούς κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, αντανακλούν την αναμενόμενη πτώση του χρέους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του χαμηλού μέσου κόστους δανεισμού και ενός βαθμού αναμενόμενης ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών για την Ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.

14 αναλυτές ακτινογραφούν την ελληνική οικονομία-1

Οι πιο κρίσιμοι παράγοντες που θα καθοδηγήσουν την εκτίμησή μας τους επόμενους μήνες θα είναι η ανταπόκριση και η ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, στις αυστηρότερες οικονομικές συνθήκες και στους κινδύνους μιας χειρότερης από την αναμενόμενη ύφεση τόσο στην Ελλάδα όσο και στους κύριους εμπορικούς εταίρους της, ο αντίκτυπος στα δημόσια οικονομικά της δυνητικά ασθενέστερης ανάπτυξης και των μεγαλύτερων κρατικών παρεμβάσεων για τη στήριξη της οικονομίας, και προοπτικές για τον τραπεζικό τομέα, όπου οι σταθερές βελτιώσεις στην ποιότητα του ενεργητικού μπορεί να αντισταθμιστούν από νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Η εμπιστοσύνη σε μια σταθερή καθοδική πορεία για τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, που προκύπτει από τα πρωτογενή πλεονάσματα και την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας. Η συνεχής πρόοδος στη βελτίωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων από τις συστημικά σημαντικές τράπεζες και η απόδειξη της ανθεκτικότητας της οικονομίας σε δυσμενείς κραδασμούς είναι επίσης παράγοντες που θα οδηγούσαν σε θετική δράση αξιολόγησης.

Ωστόσο, η αποτυχία μείωσης του δημόσιου χρέους βραχυπρόθεσμα ή οι ανανεωμένοι δυσμενείς κραδασμοί στην οικονομία που επηρεάζουν την ανάκαμψη ή το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της Ελλάδας, ή δυσμενείς κλυδωνισμοί στο τραπεζικό σύστημα, θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα αρνητικές ενέργειες αξιολόγησης.


Στέφεν Ντάικ
Aντιπρόεδρος της Moody’s και επικεφαλής για την Ελλάδα

Αρνητική για την Ελλάδα η παρατεταμένη πολιτική αβεβαιότητα

Η αξιολόγηση της Ελλάδας είναι στο Ba3 και οι σταθερές προοπτικές που δίνουμε εξισορροπούν τις βελτιώσεις στα θεμελιώδη πιστωτικά στοιχεία της χώρας τα τελευταία δύο χρόνια, έναντι των επίμονων προκλήσεων, εν μέσω ενός ολοένα και πιο δυσμενούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος στην Ευρώπη. Οι ελληνικές αρχές έχουν σημειώσει πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών, γεγονός που τις ελευθερώνει να δανείζουν. Η οικονομία ανέκαμψε γρήγορα από το σοκ της πανδημίας και οι προοπτικές είναι καλές για αύξηση των επενδύσεων υπό το φως των μεγάλων κεφαλαίων της ΕΕ και των άμεσων ξένων επενδύσεων.

Η Ελλάδα έχει ανακάμψει ισχυρά από το σοκ της πανδημίας, με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ 8,4% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2022. Από το δεύτερο τρίμηνο του 2022, το πραγματικό ΑΕΠ ήταν 5% πάνω από το επίπεδο του τέταρτου τριμήνου του 2019, πολύ υψηλότερο από το 1,8% για τη ζώνη του ευρώ και 2,3% για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναμένουμε αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 5,2% για το 2022, λόγω του πολύ ισχυρού τουρισμού, της εγχώριας κατανάλωσης και των επενδύσεων, αλλά και της βελτίωσης των εξαγωγών αγαθών.

Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα τιμών, το υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και η ύφεση σε όλη τη ζώνη του ευρώ που αναμένουμε το 2023, θα επιβαρύνουν την ανάπτυξη της Ελλάδας το νέο έτος, την οποία προβλέπουμε σε μόλις 1%, ακολουθούμενη από μέτρια ανάκαμψη στο 1,7% το 2024.

Μια βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση στη ζώνη του ευρώ, ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός, η πιο παρατεταμένη διακοπή του ενεργειακού εφοδιασμού, η αυστηρότερη παγκόσμια ρευστότητα και η απόσυρση της στήριξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ εγκυμονούν καθοδικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία.

Η συνέχιση των οικονομικών πολιτικών υπέρ της ανάπτυξης, των μεταρρυθμίσεων και της δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση, ανεξάρτητα από μια πιθανή κυβέρνηση συνασπισμού μετά τις επόμενες γενικές εκλογές, που θα οδηγήσουν σε μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες που υπερβαίνουν τις βασικές προσδοκίες μας, θα υποστήριζαν την αναβάθμιση σε θετικές προοπτικές. Περαιτέρω βελτιώσεις στον ελληνικό τραπεζικό τομέα θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικές.

Από την άλλη πλευρά, μια παρατεταμένη περίοδος αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας που οδηγεί σε αντιστροφή της πορείας πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, επιβαρύνοντας το επιχειρηματικό κλίμα και τις προοπτικές των άμεσων ξένων επενδύσεων, θα ήταν πιστωτικά αρνητική εξέλιξη για την αξιολόγηση της Ελλάδας. Ομοίως, μια βαθύτερη από την αναμενόμενη ύφεση στη ζώνη του ευρώ, με πιο έντονο αντίκτυπο στην οικονομία της Ελλάδας και στα δημόσια οικονομικά, θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τις προοπτικές. Μια διαρκής, ουσιώδης επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης σε συνδυασμό με μια απότομη επιδείνωση της «υγείας» του τραπεζικού τομέα θα μπορούσε να προκαλέσει αρνητική ενέργεια αξιολόγησης, επίσης.


Μάρκο Μρσνικ
Aνώτερος διευθυντής της Standard & Poor’s για την Ευρώπη

Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος το μεγάλο στοίχημα του 2023

Η οικονομία της Ευρωζώνης αναμένεται να βιώσει απότομη επιβράδυνση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια άνευ προηγουμένου επιδείνωση των όρων του εμπορίου ώθησε τον πληθωρισμό σε ιστορικά υψηλά και την εμπιστοσύνη σε ιστορικά χαμηλά. Ως αποτέλεσμα, η σταθερή αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη μέχρι στιγμής θα δώσει τη θέση της σε δύο ή τρία τρίμηνα υποτονικής και ακόμη συρρικνούμενης δραστηριότητας και αναμένουμε ότι το ΑΕΠ θα συρρικνωθεί το τελευταίο τρίμηνο του 2022 και το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αν και η πρόβλεψή μας για την ανάπτυξη το 2022 είναι στο 3,3%, λόγω της ισχυρής ανάπτυξης κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους, αναμένουμε ότι η οικονομία της Ευρωζώνης θα παραμείνει στάσιμη το 2023. Ο επίμονος πληθωρισμός, οι καθυστερημένες προσλήψεις εργαζομένων και τα υψηλότερα επιτόκια θα είναι ξεκάθαρα αρνητικοί παράγοντες. Ωστόσο, μια σημαντική επιτάχυνση των μισθών και οι ισχυρότερες δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να στηρίξουν την εγχώρια ζήτηση και να οδηγήσουν την οικονομία προς μια μέτρια ανάκαμψη από τα μέσα του νέου έτους. Από την άλλη πλευρά, ο κύκλος των επιτοκίων πολιτικής είναι πιθανώς πιο κοντά στο τέλος παρά στην αρχή, αλλά επίσης δεν έχει τελειώσει ακόμη. Αυτή τη στιγμή αναμένουμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ θα φτάσει στο 2,50% το 2023, ενώ η κεντρική τράπεζα θα αρχίσει να μειώνει τον ισολογισμό της στα τέλη του 2024.

Δεν πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα ξεφύγει πλήρως από τη συνεχιζόμενη επιβράδυνση στην Ευρωζώνη. Μετά από ένα ισχυρό 2022, αναμένουμε ότι η ελληνική οικονομία θα επιβραδυνθεί απότομα το 2023, με την ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ να προβλέπεται επί του παρόντος σε περίπου 1,7%, λόγω του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού, καθώς και της μείωσης της ζήτησης σε βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ευρωζώνης. Ωστόσο, αναμένουμε ότι η οικονομική απόδοση της Ελλάδας θα ξεπεράσει τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, εν μέρει λόγω του σχετικά χαμηλότερου μεριδίου των ευαίσθητων στην ενέργεια και στα επιτόκια τομέων στην οικονομία της (η βιομηχανική δραστηριότητα και οι κατασκευές αποτελούν το 17% της ελληνικής ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας έναντι του μέσου όρου της ΕΕ 25%). Επιπλέον, η ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία έχει γίνει πολύ πιο ανοιχτή (με εξαγωγές/ΑΕΠ στο 45%), με έναν πολύ μεγάλο τουριστικό τομέα (που απασχολεί το 28% του συνόλου των εργαζομένων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα), που θα συνεχίσει να υπόκειται στις παγκόσμιες οικονομικές συνθήκες. Οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις για την ελληνική οικονομία περιλαμβάνουν τον τρόπο αντιστάθμισης του αντίκτυπου στην ανάπτυξη από τη συρρίκνωση του πληθυσμού, αυξάνοντας τα ποσοστά εργασιακής δραστηριότητας στην οικονομία, τα οποία είναι χαμηλά σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες.

Πιστεύουμε ότι μία από τις βασικές προκλήσεις για την Ελλάδα το 2023 είναι η συνέχιση της μείωσης του δημοσιονομικού της ελλείμματος εν μέσω του επιδεινούμενου οικονομικού σκηνικού. Η κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα, που υποστηρίζεται κυρίως από τη σταδιακή απόσυρση των σχετιζόμενων με την πανδημία μέτρων στήριξης και τη μη ανανέωση μέρους εκείνων που σχετίζονται με την ενέργεια, και από τον έκτακτο, απροσδόκητο φόρο στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας. Αν και πιστεύουμε ότι μια οικονομική επιβράδυνση και πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις κρατικές δαπάνες ενόψει των γενικών εκλογών του 2023 μπορεί να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο του δημοσιονομικού ισοζυγίου, αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω το επόμενο έτος, τοποθετώντας το δημόσιο χρέος ως μερίδιο του ΑΕΠ σε μια ευδιάκριτη πτωτική τροχιά. Επιπλέον, ενώ το ευνοϊκό προφίλ του δημόσιου χρέους και η ισχυρή θέση ρευστότητας, που αποτελείται από σημαντικά ταμειακά αποθέματα, υποστηρίζουν το δημοσιονομικό «μαξιλάρι» της κυβέρνησης, η αύξηση των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά, επιβαρύνοντας την οικονομική ανάπτυξη.

Ανεξάρτητα από το ποιος θα είναι ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη από τη σύσφιξη των παγκόσμιων συνθηκών ρευστότητας και την άμβλυνση της εξωτερικής ζήτησης, η ελληνική οικονομία θα επωφεληθεί από σημαντικές εισροές κεφαλαίων στο πλαίσιο του προγράμματος NextGenerationEU (NGEU) καθώς και άλλων κονδυλίων της ΕΕ, τα οποία προσανατολίζονται στη χρηματοδότηση διαρθρωτικών έργων που ενισχύουν κυρίως την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική και εδαφική συνοχή. Αυτά τα κεφάλαια θα υποστηρίξουν τη ζήτηση και την προσφορά για νέα δάνεια τα επόμενα χρόνια σε έναν τραπεζικό τομέα που έχει καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση των δεικτών ποιότητας του ενεργητικού του, μειώνοντας το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, παρά τις επιπτώσεις της πανδημίας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.

Μετά το τέλος του ενισχυμένου πλαισίου εποπτείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Αύγουστο του 2022, η Ελλάδα θα συνεχίσει να υπόκειται σε εποπτεία μετά το πρόγραμμα, με επίκεντρο την επίτευξη δημοσιονομικών στόχων και τη συνέχιση της εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αυτό που πρέπει να τονιστεί –και είναι εξαιρετικά σημαντικό– είναι το ότι μια επιτυχής εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων θα μπορούσε να ενισχύσει τον θετικό αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη από την εκτέλεση των έργων με βάση τη διάθεση των πόρων της ΕΕ.

Λαμβάνοντας υπόψη τις γενικές εκλογές του 2023, πιστεύουμε ότι τα συνεχιζόμενα προγράμματα που σχετίζονται με την ελάφρυνση του χρέους και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που κατέχουν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης, καθώς και τα διαθέσιμα κεφάλαια του NGEU, δίνουν σταθερά κίνητρα στην επόμενη κυβέρνηση να συνεχίσει την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα.

Ασφαλώς, υπό τις παρούσες συνθήκες υπάρχουν κίνδυνοι η οικονομία να αποδυναμωθεί περισσότερο από ό,τι αναμένουμε ή να επιδεινωθεί ουσιαστικά η δημοσιονομική απόδοση. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι τα δημοσιονομικά «μαξιλάρια» και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της Ελλάδας θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και στα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την επιβράδυνση της Ευρωζώνης, κάτι που στηρίζει επίσης την τρέχουσα αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Πράγματι, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με τις ανθεκτικές οικονομικές επιδόσεις και την περαιτέρω μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημόσιου χρέους, θα επιτρέψουν τη συνέχιση των θετικών τάσεων στην πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας οι οποίες παρατηρήθηκαν τα τελευταία χρόνια.


Σπυριδούλα Τζίμα
Aναπληρώτρια αντιπρόεδρος της DBRS Morningstar στον τομέα κρατικών αξιολογήσεων

Δημοσιονομικά και μεταρρυθμίσεις κρίνουν την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας

Η ύφεση το 2023 είναι πιθανή για τη ζώνη του ευρώ συνολικά και για την Ελλάδα, λόγω του υψηλού πληθωρισμού, του υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης και του εξασθενημένου εξωτερικού περιβάλλοντος. Τα νοικοκυριά και οι εταιρείες μειώνουν την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Αυτό αντανακλά το υψηλότερο κόστος τόκων, τη μείωση των πραγματικών μισθών και τα συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους σε πολλές επιχειρήσεις.

Στην Ελλάδα, οι θετικές οικονομικές επιπτώσεις της τουριστικής έκρηξης μετά την COVID-19 θα μπορούσαν να περιοριστούν, καθώς οι εγχώριοι και ξένοι επισκέπτες μειώνουν απότομα τις διακριτικές δαπάνες το 2023.

Σημειώνουμε ότι το τρέχον διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι εξαιρετικά αβέβαιο και μια πιθανή όξυνση της ενεργειακής κρίσης, που οδηγεί σε ακόμη υψηλότερες τιμές της ενέργειας, θα απαιτούσε πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη σε ένα περιβάλλον χαμηλότερης ανάπτυξης. Αυτό θα καθυστερήσει τα σχέδια δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Επομένως, στο μέλλον οι κίνδυνοι για την ανάπτυξη και το κρατικό ισοζύγιο είναι υψηλοί. Η αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης σε επενδυτικό επίπεδο εξαρτάται από: (1) τη συνεχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, και (2) τη διαρκή δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση που διατηρεί τον δείκτη δημόσιου χρέους σε πτωτική τροχιά.

Στον βαθμό που το σημερινό δυσμενές οικονομικό περιβάλλον αναγκάσει την προτεραιότητα της κυβέρνησης να απομακρυνθεί από τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να μειώσει τη μέχρι τώρα ισχυρή δέσμευση για επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα, το μακροοικονομικό τοπίο της Ελλάδας αποτελεί εμπόδιο.

Η αξιολόγηση της Ελλάδας υποστηρίζεται από τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ και από την εφαρμογή προηγούμενων οικονομικών μεταρρυθμίσεων που έχουν ενισχύσει την ανθεκτικότητα της οικονομίας. Επιπλέον, η χώρα πρόκειται να λάβει περίπου 70 δισ. ευρώ κεφαλαίων από την ΕΕ και το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο τα επόμενα χρόνια.

Το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας (Greece 2.0) αποτελείται από μεταρρυθμίσεις που, εάν εφαρμοστούν, θα μπορούσαν να τονώσουν την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, μειώνοντας το επενδυτικό χάσμα μεταξύ της Ελλάδας και των ομολόγων της στη ζώνη του ευρώ.

Αντίθετα, η αξιολόγησή της θα μπορούσε να επηρεαστεί δυσμενώς από ζητήματα που κληρονομήθηκαν από την παρατεταμένη κρίση της Ελλάδας, δηλαδή από τον πολύ υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους και τα ακόμη υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια στο τραπεζικό σύστημα.

Επιπλέον, οι χαμηλές επενδύσεις επιβαρύνουν τις αναπτυξιακές επιδόσεις της Ελλάδας, με το επενδυτικό κενό να παραμένει υψηλό. Οι επενδυτικές δαπάνες μειώθηκαν τα χρόνια της κρίσης από 21% του ΑΕΠ το 2009 σε 13% το 2021, το χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωζώνη και πολύ μακριά από τον μέσο όρο του 22,2%.


Ντένις Σεν
Διευθυντής της Scope Ratings και επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα

Ασπίδα για την Ελλάδα η συνεχιζόμενη στήριξη από την ΕΚΤ

Βλέπουμε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας να επιβραδύνεται στο 1,1% το 2023, αλλά να ανακάμπτει στο 1,5% το 2024 και στο 1,4% την περίοδο 2025-27. Αυτό έρχεται μετά από εξαιρετικά ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από την άνοιξη του 2020 (αύξηση 8,3% το 2021 και περαιτέρω ανάπτυξη 6% όπως εκτιμάται για το 2022). Ενώ ο πληθωρισμός φαίνεται να παραμένει υψηλότερος για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα –ενισχύοντας την τρέχουσα κρίση κόστους διαβίωσης–, ο πληθωρισμός, όπως μετράται από τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, θα υποχωρήσει σταδιακά από ένα αυξημένο 9,5% σε ετήσια βάση το 2022 σε 5,84% το 2023 και 2,84% το 2024.

Σε αυτή τη βάση, υποθέτουμε επίσης ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ αρχίζει να επιβραδύνεται βραχυπρόθεσμα, ως απάντηση στον σταδιακά μειούμενο πληθωρισμό και φθάνοντας σε τελικό επιτόκιο (καταθέσεων) περίπου 3% ως το πρώτο εξάμηνο του 2023 – αποδίδοντας σε έναν βαθμό ανακούφιση για τις αγορές και τις οικονομίες της περιφέρειας μόλις σταματήσει η αύξηση των επιτοκίων. 

Παρόλο που τα επιτόκια πολιτικής θα συνεχίσουν να αυξάνονται τους επόμενους μήνες, η ΕΚΤ είναι πιθανό να εξασφαλίσει ένα ανώτατο όριο στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης μέσω των επανεπενδύσεων του προγράμματος PEPP, βοηθώντας ιδιαίτερα ευάλωτα κράτη-μέλη όπως η Ελλάδα, καθώς και μέσω του νέου προγράμματος κατά του κατακερματισμού, TPI. 

Η Scope ήταν o πρώτος οίκος αξιολόγησης που αναβάθμισε τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε ΒΒ+ με θετικές προοπτικές τον Δεκέμβριο του 2022 – υποδηλώνοντας τουλάχιστον μία στις τρεις πιθανότητες για αναβάθμιση σε BBB- (τη χαμηλότερη επενδυτική βαθμίδα) μέσα στους επόμενους 18 μήνες.

Η ενισχυμένη ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη για την Ελλάδα –μια εξέλιξη που αναμένεται να αντέξει πέρα από την τρέχουσα κρίση– μπορεί να υποστηρίξει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, εάν αυτή η θεσμική υποστήριξη διατηρηθεί μετά τις εκλογές του 2023. Οι καινοτομίες στη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική που εφαρμόστηκαν λόγω της κρίσης της COVID-19 πιθανότατα θα καταστούν μόνιμα διαθέσιμα μέσα πολιτικής – για επανεισαγωγή σε μελλοντικές κρίσεις εάν χρειαστεί, διασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα του χρέους ευάλωτων δανειοληπτών όπως η Ελλάδα.

Αυτό αντανακλά τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που επικεντρώνονται στις καινοτομίες των αγορών περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και στη χαλάρωση των απαιτήσεων του πλαισίου των εγγυήσεων (collaterals) – με εξαιρέσεις (waivers) που επέτρεψαν τη συμπερίληψη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πλαίσιο των διευκολύνσεων της ΕΚΤ παρά τη χαμηλή αξιολόγηση της Ελλάδας. Η επιλεξιμότητα της Ελλάδας για τα προγράμματα της ΕΚΤ και η ενισχυμένη εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ από την κρίση –μέτρα που θεωρούμε πιθανό να είναι διαθέσιμα και μακροπρόθεσμα αν χρειαστεί– υποστηρίζουν τη σύγκλιση των πιστωτικών κινδύνων της Ελλάδας με αυτούς της υπόλοιπης ζώνης του ευρώ. Εφόσον η Ελλάδα εξακολουθεί να συμμορφώνεται με τους κανόνες της ΕΕ, βλέπουμε ότι η ΕΚΤ είναι πιθανό να στηρίξει την Ελλάδα στο μέλλον υπό δυσμενή σενάρια αγοράς – παρέχοντας ένα απαραίτητο χρηματοοικονομικό backstop.

Επιπλέον, τα δημοσιονομικά προγράμματα της ΕΕ έχουν προχωρήσει, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης, κάτι που αντιπροσωπεύει ένα περαιτέρω βήμα προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης δημοσιονομικής ολοκλήρωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βοηθώντας δυσανάλογα τους πιο υπερχρεωμένους περιφερειακούς δανειολήπτες.

Οι εποικοδομητικές προοπτικές που τηρούμε για την Ελλάδα βοηθούνται από την έντονη μείωση του δημόσιου χρέους. Βλέπουμε επιστροφή στα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα το 2023. Επί του παρόντος, η βασική ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους της Scope προβλέπει ότι το χρέος προς το ΑΕΠ θα φτάσει στο 169% το 2022, στο 160% το 2023 και στο 147% ως το 2027, αντικατοπτρίζοντας μια σημαντική πτώση από το 206% στην κορύφωση του 2020.

Επιπλέον, η προοπτική μας σε σχέση με τις αξιολογήσεις της Ελλάδας ενισχύεται από τις πολιτικές διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που περιόρισαν τους αυξημένους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων και ενίσχυσαν τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος παράλληλα με πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τη χρηματοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, που κινητοποιούν τις επενδύσεις και ενισχύουν την ανάκαμψη.

Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά το 2023 περιορίζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να είναι πολύ αυξημένο. Η Scope θα θεωρήσει την περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη χρέους ως πιστωτικά θετική – καθώς θα περιορίσει την ευπάθεια της Ελλάδας στην ανατιμολόγηση του ρίσκου από την αγορά. Επιπλέον, καθώς η Ελλάδα εξέρχεται από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και ελάφρυνσης του χρέους, μια συνεχιζόμενη μετάβαση στη χρηματοδότηση από την αγορά, ειδικά υπό ένα τρέχον περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων, θα αποδυναμώσει σταδιακά την ισχυρή δομή του χρέους της.

Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον ελληνικό τραπεζικό τομέα εξακολουθούν να είναι αυξημένα σύμφωνα με τα πρότυπα της ΕΕ και οι αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος δεν έχουν ακόμη επιλυθεί – όπως η κεφαλαιακή επάρκεια, που είναι κάτω του μέσου όρου, η κακή ποιότητα ενεργητικού και οι ισχυροί δεσμοί κράτους-τραπεζών. Οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες, όπως η χαμηλή μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική, η άνω του μέσου όρου ανεργία, η περιορισμένη οικονομική διαφοροποίηση, η άκαμπτη αγορά εργασίας και ο αδύναμος εξωτερικός τομέας, αποτελούν προκλήσεις. Τέλος, υπάρχουν αβεβαιότητες μετά τις επικείμενες εκλογές του 2023, καθώς οποιαδήποτε μετεκλογική στροφή της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να αυξήσει τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο.


Αθανάσιος Βαμβακίδης
Διευθυντής και παγκόσμιος επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος του G10 στην Bank of America

Η ελληνική οικονομία θα αποφύγει φέτος την ύφεση

Αναμένουμε απότομη επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας το 2023, σύμφωνα με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Η ισχυρή ανάκαμψη από την πανδημία θα εξασθενήσει, ενώ η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα αρχίσει να έχει αντίκτυπο. Ωστόσο, πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα αποφύγει την ύφεση και θα συνεχίσει να έχει θετική ανάπτυξη, σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ισχυρά αποτελέσματα βάσης από την κρίση της τελευταίας δεκαετίας που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ λόγω της πανδημίας. Η Ελλάδα είναι επίσης λιγότερο ευαίσθητη στις αυξήσεις των επιτοκίων, καθώς έχει σημειωθεί πολύ λίγος νέος δανεισμός την τελευταία δεκαετία, ενώ το δημόσιο χρέος είναι πλήρως αντισταθμισμένο. Εάν οι δαπάνες από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ (NGEU) επιταχυνθούν, κάτι που είναι πιθανό, η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα μπορούσε πραγματικά να εκπλήξει για άλλη μία φορά ανοδικά. Αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πολύ πάνω από τον στόχο του 2% το 2023, αλλά θα μειωθεί προς αυτό το επίπεδο και θα φτάσει τον στόχο έως το 2024.

Πολλά εξαρτώνται βέβαια από το πόσο γρήγορα θα μειωθεί ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη το επόμενο έτος, υποθέτοντας ότι θα μειωθεί, και πόσο ακόμη θα πρέπει η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια. Αν και η Ελλάδα είναι λιγότερο άμεσα εκτεθειμένη στα επιτόκια, η συνολική σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών και η βαθιά ύφεση στην υπόλοιπη Ευρωζώνη θα επηρεάσουν επίσης την εγχώρια οικονομία. Εάν η ΕΚΤ πρέπει να συσφίξει την πολιτική της περισσότερο από τις προσδοκίες της αγοράς ως απάντηση στον επίμονο πληθωρισμό, τα ιταλικά spreads θα μπορούσαν να αυξηθούν, αναγκάζοντας την ΕΚΤ να ενεργοποιήσει το TPI (Transmission Protection Instrument).

Η διαδικασία μπορεί να προκαλέσει αναταραχή, καθώς η ΕΚΤ δεν είναι έτοιμη να ενεργοποιήσει το TPI προληπτικά, αλλά μόνο υπό την πίεση της αγοράς. Στο μεταξύ, αυτό θα μπορούσε να επηρεάσει και τις ελληνικές αγορές, παρά την πολύ καλύτερη θέση χρηματοδότησης.

Αναμένουμε τα δημοσιονομικά ζητήματα να επανέλθουν στο προσκήνιο το 2023, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη περιοχή. Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ ανεστάλησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας και στη συνέχεια κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης το 2023. Το νέο έτος, αναμένουμε από την ΕΕ να μεταρρυθμίσει τους δημοσιονομικούς κανόνες και να τους επαναφέρει. Η Ελλάδα και οι άλλες χώρες της Ευρωζώνης θα πρέπει να επιστρέψουν στη δημοσιονομική πειθαρχία, κάτι το οποίο θα μπορούσε να αποτελέσει πρόκληση, καθώς η οικονομία επιβραδύνεται απότομα και η Ευρωζώνη στο σύνολό της μπορεί να εισέλθει σε ύφεση. Η Ελλάδα πιθανότατα θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα. Κατά κάποιον τρόπο, θα ήταν καλύτερο να είχε ξεκινήσει η δημοσιονομική εξυγίανση ήδη από το 2022, με εκμεταλλευόμενη την ιστορικά γρήγορη αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Βασική πρόκληση για την Ελλάδα το 2023 θα είναι οι γενικές εκλογές. Οι αγορές, καθώς και οι οίκοι αξιολόγησης θα ήθελαν να δουν πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές, με μια ισχυρή κυβέρνηση, ικανή να προχωρήσει με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Αυτό είναι το κλειδί για να μπορέσει η Ελλάδα να τηρήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και επίσης με τις δεσμεύσεις του NGEU. Και τα δύο θα κάνουν την Ελλάδα επιλέξιμη για το πρόγραμμα TPI της ΕΚΤ, εάν ενεργοποιηθεί, και θα επιτρέψουν επίσης στη χώρα να επωφεληθεί από την τεράστια χρηματοδότηση του NGEU. Η εκπλήρωση αυτών των στόχων και δεσμεύσεων είναι επίσης ο μόνος τρόπος για την Ελλάδα να πετύχει την επενδυτική βαθμίδα το επόμενο έτος.


Τζωρτζ Σαραβέλος
Στρατηγικός αναλυτής μακροοικονομικών της Deutsche Bank Research

Διάρθρωση χρέους, Ταμείο Ανάκαμψης τα στηρίγματα της ελληνικής οικονομίας

Παραμένουμε θετικοί για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας το 2023. Παρά το δυσμενές παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα διαθέτει τρία σημαντικά στηρίγματα τα οποία εκτιμάμε ότι θα της επιτρέψουν να τηρήσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που θα υπερβαίνουν τους μέσους ρυθμούς της Ευρωζώνης.
Το πρώτο στήριγμα είναι η χαμηλή ευαισθησία στην παγκόσμια αύξηση των επιτοκίων. Το ελληνικό χρέος έχει μέση διάρκεια 20 ετών με «κλειδωμένο» κόστος χρηματοδότησης σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Εξίσου σημαντικό, ο ιδιωτικός τομέας έχει εξασφαλίσει πολύ χαμηλά επίπεδα χρέους, χάρη στη σημαντική απομόχλευση των τελευταίων ετών.

Το δεύτερο στήριγμα αφορά την πολύ σημαντική εισροή κεφαλαίων που λαμβάνει η χώρα από τα κοινοτικά προγράμματα χρηματοδότησης και ιδιαίτερα το πρόγραμμα Greece 2.0. Αναλογικά με το ΑΕΠ η χρηματοδότηση είναι από τις μεγαλύτερες της Ευρωζώνης και παρέχει μοναδική ευκαιρία αναβάθμισης της υποδομής της χώρας, καθώς και του ανθρώπινου δυναμικού.

Το τρίτο στήριγμα αφορά τις μεταρρυθμιστικές δράσεις της κυβέρνησης, οι οποίες για παράδειγμα ήδη αντικατοπτρίζονται σε μεγάλη αύξηση της κατάταξης της Ελλάδας στους δείκτες ανταγωνιστικότητας του Economist Intelligence Unit. Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων –ιδιαίτερα η ψηφιοποίηση του δημόσιου τομέα– προσφέρει σημαντικό αναπτυξιακό υπόβαθρο στην οικονομία, η οποία στηρίζεται και από την αυξανόμενη προσέλκυση διεθνών επενδύσεων.

Η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση, οι παγκόσμιες πληθωριστικές πιέσεις και η γεωπολιτική αβεβαιότητα αποτελούν, ωστόσο, μεγάλες οικονομικές προκλήσεις για το άμεσο μέλλον. Οι μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας όμως παραμένουν θετικές, κάτι το οποίο θα παρέχει σημαντική συμβολή στην επιδιωκόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής βαθμίδας της χώρας.


Φιλίππο Ταντέι
Εκτελεστικός Διευθυντής της Goldman Sachs – επικεφαλής οικονομολόγος για τη Νότια Ευρώπη

Πολύ πιθανή η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας στη διάρκεια του 2023

Η ελληνική οικονομία συνεχίζει την πρόοδό της, αυξάνοντας την πιθανότητα το δημόσιο χρέος της να αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας και να επανέλθει πλήρως στις αγορές έως τις αρχές του 2023. Ο ονομαστικός πληθωρισμός παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ χάρη κυρίως σε δύο παράγοντες: τη χαμηλότερη ενεργειακή ένταση της ελληνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική στήριξη. Τα σημαντικά δημοσιονομικά μέτρα που σχετίζονται με την ενέργεια (εκτιμώνται στο 5,7% του ΑΕΠ το 2021-2022), που είναι πιθανό να επεκταθούν έως το 2023, έχουν στοχεύσει ιδιαίτερα τους λογαριασμούς ενέργειας που πληρώνουν τα νοικοκυριά, μειώνοντας τη συνολική επίδραση της ενεργειακής κρίσης στον ευρύ πληθωρισμό. Εν τω μεταξύ, ο δομικός πληθωρισμός αυξάνεται με ισχυρότερους ρυθμούς από ό,τι στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ από τα μέσα του 2022. Ενώ ο υψηλότερος δομικός πληθωρισμός υποδηλώνει μεγαλύτερη πιθανότητα επιμονής του πληθωρισμού στη χώρα, γεγονός κάπως ανησυχητικό, ωστόσο δίνει και παρατεταμένη ώθηση στην ονομαστική ανάπτυξη.

Ο μικρότερος αντίκτυπος της ενεργειακής κρίσης στην Ελλάδα αντανακλάται και στις προοπτικές ανάπτυξης. Η ελληνική οικονομία συνεχίζει την πρόοδό της και, μετά από ισχυρότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανάπτυξη το 2022, αναμένεται να συνεχίσει να υπεραποδίδει της Ευρωζώνης το 2023 και το 2024, με την ΕΕ και το ΔΝΤ να προβλέπουν αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στο 1,3% στην Ελλάδα έναντι 0,3% στην Ευρωζώνη. Αυτό έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την υποαπόδοση που γνώρισε η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας από την κρίση του δημόσιου χρέους έως την ύφεση λόγω της COVID. Οι συμμετέχοντες στην αγορά προσαρμόστηκαν γρήγορα σε αυτή την εποικοδομητική προοπτική και τα δεκαετή ελληνικά ομόλογα τελούν υπό διαπραγμάτευση στο ίδιο σχεδόν επίπεδο με τα ιταλικά από το 2021.

Ενώ το Υπουργείο Οικονομικών συνεχίζει να αυξάνει την έκδοση ομολόγων προκειμένου να κλιμακώσει την πρόσβαση στην αγορά, αναμένουμε ότι το μερίδιο των ομολόγων θα παραμείνει σταθερό στο 50% περίπου του ΑΕΠ. Αντίθετα, αναμένουμε ότι τα δάνεια σχεδόν σταθερού επιτοκίου που παρέχονται μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών προγραμμάτων (EFSF και ESM) θα συνεχίσουν να μειώνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον μέχρι το τέλος του ορίζοντα πρόβλεψής μας (2027). Ωστόσο, ακόμη και μέχρι τότε, τα δάνεια αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού κρατικού δανεισμού και παρέχουν ένα ισχυρό μαξιλάρι έναντι των επιπτώσεων του sell-off των παγκόσμιων ομολόγων που αναμένουμε το 2023. Στην πραγματικότητα, ο συνδυασμός της μείωσης του χρέους προς το ΑΕΠ και των ευρωπαϊκών δανείων θα περιορίσει τον αντίκτυπο της αύξησης των επιτοκίων στις πληρωμές τόκων της Ελλάδας, που προβλέπουμε ότι θα παραμείνουν κάτω από το 3% του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2027.

Το ευνοϊκό μακροοικονομικό πλαίσιο, η μακρά διάρκεια της ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας που υποστηρίζει τη φθίνουσα πορεία του χρέους προς το ΑΕΠ, που αναμένεται να φτάσει στο 150% του ΑΕΠ έως το 2025, αυξάνουν την πιθανότητα η Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα στις αρχές του 2023.


Άντριου Κένινχαμ
Eπικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη Capital Economics 

Η ύφεση στην Ευρωζώνη θα πλήξει τον τουρισμό και τις εξαγωγές

Η Ελλάδα οδεύει προς ύφεση λόγω παραγόντων εκτός του ελέγχου της κυβέρνησης: κυρίως του πληθωρισμού (λόγω της ενεργειακής κρίσης), των αυστηρότερων νομισματικών συνθηκών λόγω των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και της υποχώρησης της ζήτησης στην Ευρώπη.

Η εντυπωσιακή ανάκαμψη της Ελλάδας από την πανδημία συνεχίστηκε το πρώτο εξάμηνο του 2022, με το ΑΕΠ να αυξάνεται στο 5% πάνω από το επίπεδο προ πανδημίας – μια πολύ πληρέστερη ανάκαμψη από ό,τι στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρωζώνης.

Οι δυνάμεις που οδηγούν την ανάκαμψη θα βοηθήσουν την Ελλάδα να ξεπεράσει την πιο δύσκολη περίοδο το νέο έτος. 

Αυτές περιλαμβάνουν τη δύναμη της αγοράς εργασίας (το ποσοστό ανεργίας βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010), την πρόοδο με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των βελτιώσεων στο τραπεζικό σύστημα, και τη ροή των κονδυλίων της ΕΕ υπό το NextGeneration.

Ωστόσο, η Ελλάδα δεν είναι απρόσβλητη από τους αντίθετους οικονομικούς ανέμους που επηρεάζουν την υπόλοιπη Ευρώπη και υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να αναμένεται ύφεση κατά τη διάρκεια του χειμώνα και στις αρχές του 2023.

Για αρχή, αν και ο αριθμός των τουριστών και οι δαπάνες ήταν κοντά στα προ της COVID επίπεδα το καλοκαίρι του 2022, είναι πιθανό να μειωθούν το 2023. Άλλωστε, οι τουριστικές εισπράξεις μειώθηκαν κατά 17% μεταξύ 2007 και 2010, κυρίως λόγω της ύφεσης στη Βόρεια Ευρώπη. Οι οικονομικές προοπτικές είναι ιδιαίτερα φτωχές για χώρες όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, που αποτελούν βασικές πηγές τουρισμού για την Ελλάδα.

Δεύτερον, οι εξαγωγές –οι οποίες είχαν καλή απόδοση τα τελευταία χρόνια– πρόκειται επίσης να μειωθούν, καθώς η εξωτερική ζήτηση μετριάζεται.

Και, τρίτον, η εγχώρια κατανάλωση θα μειωθεί ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών: ο πληθωρισμός μπορεί να έχει ήδη κορυφωθεί στην Ελλάδα, αλλά θα εξακολουθεί να έχει κινηθεί κατά μέσο όρο σχεδόν 10% το 2022, ενώ ο πληθωρισμός των μισθών δεν ακολουθεί την άνοδο. Τα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών θα είναι χαμηλότερα το 2023 από ό,τι το 2022.

Συνολικά, προβλέπουμε μια απότομη πτώση του ΑΕΠ κατά 1% τα επόμενα τρίμηνα και αναμένουμε ότι το ετήσιο ΑΕΠ θα παραμείνει αμετάβλητο το 2023. Αν και αυτό θα είναι χειρότερο από ό,τι το 2022, θα είναι ωστόσο καλύτερο από τη συρρίκνωση του ΑΕΠ γύρω στο 0,7% που προβλέπουμε για την Ευρωζώνη.

Σε ό,τι αφορά τους οίκους αξιολόγησης, εκτιμούμε ότι θα είναι πιο προσεκτικοί σχετικά με τις αναβαθμίσεις το επόμενο έτος στην Ευρώπη, επειδή το οικονομικό σκηνικό έχει επιδεινωθεί, γεγονός που μπορεί να δυσκολέψει την Ελλάδα να επιτύχει επενδυτική βαθμίδα στον χρονικό ορίζοντα που στοχεύει η κυβέρνηση.

Ωστόσο, η Ελλάδα φαίνεται να βρίσκεται σε καλό δρόμο να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Αν και έχει μακράν τον υψηλότερο δείκτη χρέους στην Ευρωζώνη, τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας φαίνονται βιώσιμα τουλάχιστον για τα επόμενα χρόνια. Οι δαπάνες για τόκους είναι χαμηλές ως ποσοστό του ΑΕΠ και η μέση διάρκεια του δημόσιου χρέους είναι υψηλή από τότε που αναδιαρθρώθηκε, πριν από δέκα χρόνια.


Πάολο Γκρινιάνι
Eπικεφαλής οικονομολόγος της Oxford Economics

Δύσκολη η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023

Πιστεύουμε ότι η ισχυρή ανάπτυξη μετά την πανδημία που έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής στην Ελλάδα θα μειώσει σύντομα ρυθμούς, οδηγώντας την οικονομία σε στασιμότητα το 2023. Η ιδιωτική κατανάλωση θα πληγεί σοβαρά από την ενεργειακή κρίση και την εκτίναξη των ρυθμών πληθωρισμού: ωστόσο, σε πραγματικούς όρους, θα εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα.

Παράλληλα, οι προοπτικές για τις επενδύσεις είναι μεικτές: αφενός, η ταχεία αύξηση των επιτοκίων θα έχει αρνητικό αντίκτυπο. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του Next Generation EU θα στηρίξει τις επενδύσεις και πιστεύουμε ότι το τελευταίο θα είναι το κυρίαρχο αποτέλεσμα.

Αναμένουμε από την ΕΚΤ να συνεχίσει να αυξάνει επιτόκια, παρά το γεγονός ότι πρόσφατα έδειξε ότι ο ρυθμός των αυξήσεων θα μπορούσε να επιβραδυνθεί, καθώς είχε σημειωθεί σημαντική πρόοδος προς μια λιγότερο διευκολυντική πολιτική και οι κίνδυνοι ύφεσης έχουν αυξηθεί. Η αύξηση των επιτοκίων σίγουρα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στους οφειλέτες, ιδιωτικούς και δημόσιους, και η εξυπηρέτηση του χρέους με νέα υψηλότερα επιτόκια δεν θα είναι ανώδυνη.

Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα έχει μειωθεί σημαντικά από την περίοδο της κρίσης χρέους, αλλά εξακολουθεί να είναι σε υψηλά επίπεδα, παρά την εφαρμογή του προγράμματος «Ηρακλής», και με περισσότερες οικονομικές πιέσεις θα μπορούσε να βρεθεί ξανά υπό πίεση.

Στα θετικά ωστόσο, η συνολική κατάσταση στην Ελλάδα βελτιώθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, με τη δημοσιονομική θέση της κυβέρνησης να είναι πολύ πιο σταθερή και τον κίνδυνο ενός Grexit να έχει πλέον μηδενιστεί.

Σε ό,τι αφορά τη βαθμολογία της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης, η πρόβλεψη για την πορεία της πιστοληπτικής ικανότητας είναι πάντα ιδιαίτερα περίπλοκη, καθώς παίζουν ρόλο και παράγοντες που σχετίζονται με τα κριτήρια των ίδιων των οίκων. Ωστόσο, ενώ οι μεσοπρόθεσμες προσδοκίες μας για την Ελλάδα είναι για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τώρα πιστεύουμε ότι δεν θα επιτευχθεί εντός του 2023.

Ο πρώτος λόγος είναι το εξωτερικό μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο θα μπορούσε να υποδηλώνει κάποια προσοχή από τους οίκους αξιολόγησης. Πράγματι, οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι αυστηρότερες οικονομικές συνθήκες μετά από μία δεκαετία χαλαρής νομισματικής πολιτικής ενέχουν ορισμένους κινδύνους, ειδικά για μια χώρα με υψηλά επίπεδα χρέους όπως η Ελλάδα.

Δεύτερον, ορισμένοι δείκτες υποδηλώνουν ότι για να επιτευχθεί η επενδυτική βαθμίδα, μπορεί να χρειαστεί κάποια περισσότερη πρόοδος, συγκεκριμένα η θεσμική ποιότητα (που μετράται, για παράδειγμα, με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας) και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο εξακολουθεί να είναι σχετικά χαμηλό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.

Τέλος, από τους οίκους αξιολόγησης που λαμβάνει υπόψη το Ευρωσύστημα, μόνο οι βαθμολογίες των S&P και DBRS βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ οι Moody’s και Fitch απέχουν τρεις και δύο βαθμίδες αντίστοιχα και μόνο η Fitch δίνει θετικές προοπτικές – που υποδηλώνουν αναβάθμιση προσεχώς. Τούτου λεχθέντος, τα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία ήταν πιο ανθεκτική από ό,τι περίμεναν πολλοί, επομένως δεν θα εκπλαγώ πολύ αν υπεραποδώσει και πάλι.


Μανταλένα Μαρτίνι
Aνώτερη οικονομολόγος στην Allianz

Μαξιλάρι ασφαλείας για το δύσκολο 2023 οι καλές επιδόσεις του 2022

Οι ισχυρές οικονομικές επιδόσεις το 2022 θα προσφέρουν κάποιο μαξιλάρι για το δύσκολο 2023. Η δραστηριότητα συνέχισε να ανακάμπτει το πρώτο εξάμηνο του 2022 και η παραγωγή έφτασε 5% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδά της (δ΄ τρίμηνο του 2019), μία από τις μεγαλύτερες ανακάμψεις που καταγράφηκαν στην Ευρωζώνη (2% πάνω από τα προ COVID-19 επίπεδα στο β΄ τρίμηνο). Το ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο του 2022 υποστηρίχθηκε από την έντονη τουριστική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, αλλά η αυξημένη αβεβαιότητα και ο αυξανόμενος πληθωρισμός άρχισαν να επηρεάζουν την καταναλωτική συμπεριφορά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του τριμήνου. Ως εκ τούτου, αναμένουμε να ξεκινήσει μια ύφεση στην Ελλάδα στα τέλη του 2022, με την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ να συρρικνώνεται ελαφρά το 2023 και η ανάκαμψη να επιστρέψει από το γ΄ τρίμηνο του 2023 και να συνεχιστεί όλο το 2024. Ειδικότερα, βλέπουμε δύσκολες μέρες για την ιδιωτική κατανάλωση τους επόμενους μήνες και το καθαρό εμπόριο θα παρουσιάσει επίσης επιβράδυνση καθώς η ζήτηση εξασθενεί. Ωστόσο, οι επενδύσεις θα πρέπει να παρέχουν κάποια στήριξη, υποστηριζόμενη από τις εισροές των κονδυλίων της ΕΕ.

Η κατανάλωση θα επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τον υψηλό πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση. Η ιδιωτική κατανάλωση υποστήριξε τη δραστηριότητα, καθώς η ελληνική οικονομία άνοιξε σταδιακά και ήταν 8% πάνω από το επίπεδο πριν από την πανδημία, στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2022. Όμως η ενεργειακή κρίση διαβρώνει την αποταμίευση και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών, παρά την άμεση κυβερνητική παρέμβαση για την επιδότηση λογαριασμών ενέργειας από τον Σεπτέμβριο του 2021. Και ακόμη και αν οι τιμές της ενέργειας έδειξαν κάποια σημάδια χαλάρωσης τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο, οι πιέσεις στις τιμές έχουν διευρυνθεί σημαντικά και θα επιμείνουν όλο το 2023.

Παράλληλα, η ισχυρή δυναμική της αγοράς εργασίας θα επιβραδυνθεί τα επόμενα τρίμηνα. Καθώς η δραστηριότητα άνοιξε ξανά σταδιακά από το 2021, η αγορά εργασίας έχει ανακάμψει σταθερά, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών που απασχολεί μεγάλο ποσοστό του εργατικού δυναμικού. Η αύξηση της απασχόλησης και η υψηλότερη συμμετοχή βοήθησαν το ποσοστό ανεργίας να μειωθεί στο 11,6% τον Οκτώβριο, τα χαμηλότερα επίπεδα από τον Ιανουάριο του 2010. Όμως, καθώς βλέπουμε τη δραστηριότητα να επιβραδύνεται, αναμένουμε ότι η ανάπτυξη της απασχόλησης θα σταματήσει και η ανεργία θα αυξηθεί το 2023.

14 αναλυτές ακτινογραφούν την ελληνική οικονομία-2

Η κρατική υποστήριξη θα βοηθήσει στον μετριασμό των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης, αλλά θα αποτελέσει απειλή για τις δημοσιονομικές προσπάθειες. Τα μέτρα ενεργειακής στήριξης που έχει ανακοινώσει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχουν βοηθήσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις να αντέξουν την ενεργειακή κρίση – το δημοσιονομικό πακέτο που συμφωνήθηκε ανέρχεται σε περίπου 5,7% του ΑΕΠ. Σύμφωνα με το προσχέδιο προϋπολογισμού, η υψηλότερη από την αναμενόμενη ονομαστική ανάπτυξη αντιστάθμισε τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές δαπάνες για ενεργειακά μέτρα και η δημοσιονομική εξυγίανση θα επιστρέψει το 2023, με τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων για την πανδημία και τα νέα μέτρα για τα έσοδα που αναμένεται να καλύψουν δημοσιονομικό κόστος που σχετίζεται με την ενέργεια.

Επιπλέον, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα δημιουργήσει περαιτέρω προκλήσεις στις προοπτικές της Ελλάδας. Αναμένουμε ότι η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ θα κορυφωθεί το πρώτο τρίμηνο του 2023 και θα μεταφραστεί σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης για την κυβέρνηση, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μετά από δεκαετίες διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής. Καθώς οι ευάλωτοι δανειολήπτες θα επηρεαστούν ιδιαίτερα από τη γενική άνοδο των επιτοκίων, η κυβέρνηση παρενέβη ζητώντας από τις τράπεζες να επιδοτούν το 50% της διαφοράς στις δόσεις των στεγαστικών δανείων που προκύπτει από την αύξηση των επιτοκίων.

Συνολικά, ο δρόμος για την επενδυτική βαθμίδα θα μπορούσε να καθυστερήσει ελαφρώς, αλλά όχι να εκτροχιαστεί. Η δημοσιονομική κατάσταση και η βιωσιμότητα του χρέους παραμένουν στο ραντάρ των οίκων αξιολόγησης. Αναμένουμε συνεχή βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης (αν και λιγότερο ισχυρή από ό,τι προτείνουν οι εθνικές αρχές), η οποία θα βοηθήσει την Ελλάδα να παραμείνει σε μια πορεία προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας μεσοπρόθεσμα. Ακόμα κι αν οι προοπτικές έχουν θολώσει λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος, οι πρόσφατες προσπάθειες της Ελλάδας έχουν στείλει θετικά μηνύματα στις αγορές. Η χώρα έχει αποπληρώσει πλήρως το δάνειο του ΔΝΤ (δύο χρόνια νωρίτερα), βγήκε από την ενισχυμένη εποπτεία μετά το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2022 και εκπλήρωσε τις προϋποθέσεις για να λάβει πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τον Δεκέμβριο. Επίσης, η Ελλάδα επωφελείται από την ευέλικτη πολιτική επανεπενδύσεων του PEPP της ΕΚΤ και η τρέχουσα σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής θα επηρεάσει ένα διαχειρίσιμο ποσοστό του δημόσιου χρέους, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους παραμένει σε επίσημα χέρια (ESM/EFSF) και έχει εξασφαλισμένη μακροχρόνια λήξη και ευνοϊκά επιτόκια. Σε τελική ανάλυση, η υγιής δημοσιονομική πειθαρχία και οι μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη θα πρέπει να παραμείνουν βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας.


Θέμης Θεμιστοκλέους
Eπικεφαλής του γραφείου επενδύσεων της UBS Global Wealth Management για την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική (ΕΜΕΑ)

Αναμένουμε ρυθμό ανάπτυξης 2,5% για την ελληνική οικονομία το 2023

Στο μέτωπο της οικονομίας, το 2023 θα είναι ένα πιο δύσκολο έτος από το 2022 διεθνώς. Το 2022, και ειδικά το α΄ εξάμηνο, επωφελήθηκε από την πολύ χαμηλή βάση του 2021, όπου το μεγαλύτερο μέρος του ήταν περιορισμοί λόγω COVID. Η Ευρώπη φέτος θα αναπτυχθεί κατά 3%, με το τελευταίο τρίμηνο να είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Με τον πληθωρισμό στο 10% και τις αυξήσεις μισθών να είναι περιορισμένες, το διαθέσιμο εισόδημα έχει μειωθεί αρκετά και φαίνεται ήδη στους βασικούς δείκτες της οικονομίας, ενώ οι αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ δεν έχουν ακόμη περάσει στα οικονομικά των νοικοκυριών. Έτσι, το δ΄ τρίμηνο του 2022 θα είναι αρνητικό και θα ακολουθήσουν και άλλα αρνητικά τρίμηνα και το 2023.

Ωστόσο, σε κάποιο σημείο ορισμένοι παράγοντες θα αρχίσουν να στηρίζουν την οικονομία. Ο πληθωρισμός από την πλευρά της ενέργειας και των τροφίμων θα υποχωρήσει, αν και δεν θα φτάσει προς τον στόχο της ΕΚΤ του 2%. Το β΄ εξάμηνο του 2023, ίσως ο πληθωρισμός μειωθεί στο 3-4%, ενώ θα υπάρξουν και αυξήσεις των μισθών. Άρα η αγοραστική δύναμη θα αρχίσει να βελτιώνεται και πάλι, τη στιγμή που η Ευρώπη έχει και τα θετικά του Ταμείου Ανάκαμψης, των μέτρων στήριξης, τα χαμηλά επίπεδα ανεργίας και τη χαμηλή μόχλευση των καταναλωτών και των εταιρειών. Η ύφεση συνεπώς θα είναι ρηχή και μικρής διάρκειας (για τρία τρίμηνα πιθανώς). Ο κίνδυνος είναι ο πιο επίμονος πληθωρισμός, που σημαίνει πως η ΕΚΤ θα πρέπει να κάνει περισσότερα, ενώ μεγάλος άγνωστος φυσικά είναι και το τι θα συμβεί με τις τιμές του φυσικού αερίου.

Σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, είμαστε αρκετά θετικοί και οι προβλέψεις μας είναι πάνω από τις μέσες εκτιμήσεις της αγοράς, τόσο για το 2022 όσο και για το 2023, με 6,4% ανάπτυξη το 2022 και 2,5% το 2023. Ο πληθωρισμός έχει βοηθήσει τον δείκτη χρέους να μειωθεί και εκτιμούμε πως στα τέλη του 2024 θα διαμορφωθεί στο 155%.
Το 2022, η Ελλάδα προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις αλλά έχει κάνει φανταστική δουλειά στην έγκριση έργων, σε ό,τι αφορά την απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Και τα μηνύματα για το 2023 είναι θετικά επίσης και αυτό θα δώσει ώθηση στην οικονομία κατά τουλάχιστον 2%, τη στιγμή που η δημοσιονομική στήριξη για τους καταναλωτές συνεχίζεται.

14 αναλυτές ακτινογραφούν την ελληνική οικονομία-3

Έτσι, η Ελλάδα έχει πολλά θετικά, και ακόμη και αν η Ευρώπη βρεθεί σε ύφεση, θα μπορέσει να αναπτυχθεί κατά περισσότερο από 2%. Ωστόσο, υπάρχουν επίσης κίνδυνοι και αβεβαιότητες. Εκεί που τα πράγματα μπορεί να γίνουν πιο δύσκολα το 2023 είναι το μέτωπο του τουρισμού και δεν είμαστε τόσο σίγουροι ότι θα μπορέσουν να επαναληφθούν οι επιδόσεις του 2022. Ο υψηλός πληθωρισμός στην Ευρώπη, οι πολύ χαμηλές ακόμα αυξήσεις μισθών, η μειούμενη στήριξη από τις κυβερνήσεις, η αύξηση του κόστους των ταξιδίων (αεροπορικά εισιτήρια, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, διαμονή, μεταφορές) μας κάνουν λίγο επιφυλακτικούς για το εάν το επόμενο καλοκαίρι μπορεί να είναι τόσο καλό όσο το καλοκαίρι του 2022, τη στιγμή που η Ελλάδα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό της Ευρώπης.

Μια σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με την Ελλάδα είναι και οι εκλογές, καθώς η αγορά, όσο πλησιάζουν οι κάλπες, θα παρακολουθεί τις δημοσκοπήσεις αλλά και τις θέσεις των κομμάτων σχετικά με την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσουν. Στη συνέχεια, μετά τα αποτελέσματα της κάλπης θα θέλουν να δουν ποιες θα είναι ακριβώς οι πολιτικές που θα ακολουθηθούν. Αυτό αναμένεται να επηρεάσει και τους οίκους αξιολόγησης. Εκτιμούμε πως είναι ίσως πιθανή η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από έναν οίκο, αλλά μετά τις εκλογές, καθώς οι οίκοι αξιολόγησης θα θέλουν να εξετάσουν δύο πράγματα. Φυσικά το αποτέλεσμα της κάλπης αλλά και το πώς η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει την ύφεση στην Ευρώπη. Άρα θα χρειαστεί χρόνος για να είναι άνετοι με τις προβλέψεις τους και να καταλήξουν στην επόμενη κίνησή τους. Σε κάθε περίπτωση, για να είναι η Ελλάδα επιλέξιμη στους βασικούς διεθνείς δείκτες ομολόγων, χρειάζεται την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον δύο οίκους, κάτι που είναι πιο πιθανό να συμβεί το 2024 και όχι εντός του 2023.


Κάρστεν Μπρζέσκι
Παγκόσμιος επικεφαλής οικονομολόγος της ING Research

Πλεόνασμα, ανάπτυξη, χρέος ανοίγουν τον δρόμο στην επενδυτική βαθμίδα

Το κυνήγι της επενδυτικής βαθμίδας σίγουρα δεν θα είναι εύκολο για την Ελλάδα. Για να φτάσουμε εκεί, το ελληνικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να μειωθεί περαιτέρω, το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα πρέπει να παραμείνει πλεονασματικό και η ανάπτυξη θα πρέπει να παραμείνει ισχυρή. Και οι τρεις παράγοντες είναι σαφώς κάτι παραπάνω από αμφίβολοι ή τουλάχιστον υπό πίεση, σε ό,τι αφορά τις προοπτικές του 2023.

Η ελληνική οικονομία δεν υπέφερε πραγματικά από την ενεργειακή κρίση το 2022, σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρώπης, και μάλιστα επωφελήθηκε από το re-opening μετά τα lockdown και την ισχυρή άνοδο του τουρισμού.

Καθώς οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές το 2023, το ερώτημα είναι αν ο τουρισμός θα είναι πιθανότατα πιο συγκρατημένος σε σύγκριση με το 2022, καθώς η αγοραστική δύναμη συνεχίζει να δέχεται χτυπήματα από την ενεργειακή και πληθωριστική κρίση.

Στο βασικό μας σενάριο, πάντως, αναμένουμε ότι η τουριστική περίοδος θα είναι πιο αδύναμη το 2023 από ό,τι το 2022. Παράλληλα, η ασθενέστερη ανάπτυξη και τα υψηλότερα επιτόκια θα ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στη βιωσιμότητα του χρέους. Δεν θα εκπλαγώ αν το κυνήγι της επενδυτικής βαθμίδας επεκταθεί έως το 2024.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ING, η Ελλάδα θα σημειώσει ήπια ύφεση το 2023 στο 0,2%, από ανάπτυξη 5,5% το 2022, με το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του νέου έτους να είναι αρνητικά – με ύφεση 0,9% και 1,6% αντίστοιχα, ενώ στο τρίτο τρίμηνο η ανάπτυξη θα είναι μηδενική προτού ανακάμψει στο 1,7% στο τελευταίο τρίμηνο του έτους και ενισχυθεί περαιτέρω το 2024, με την ανάπτυξη να καταγράφει ρυθμούς της τάξης του 2%.

Και αυτό καθώς το περιβάλλον στην Ευρώπη γενικότερα θα είναι δύσκολο και υφεσιακό, με το σοκ του πληθωρισμού στην Ευρώπη να κυριαρχεί στα πρωτοσέλιδα του επόμενου έτους. Ενώ τα κρατικά πλαφόν των τιμών της ενέργειας μπορεί να περιορίσουν την πληθωριστική πίεση βραχυπρόθεσμα, θα ωθήσουν ωστόσο τον ονομαστικό πληθωρισμό υψηλότερα αμέσως μόλις αρθούν ξανά. Οι κρατικές επιδοτήσεις που αντισταθμίζουν τις αρνητικές επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας στα νοικοκυριά και στους καταναλωτές στην πραγματικότητα επεκτείνουν τις πληθωριστικές πιέσεις. Επίσης, η ενεργειακή κρίση δεν θα εξαφανιστεί μετά τον χειμώνα, αλλά θα διαρκέσει μέχρι τον χειμώνα του 2023/24, καθώς τα εθνικά αποθέματα φυσικού αερίου θα ξεκινήσουν το 2023 σε χαμηλότερα επίπεδα από την άνοιξη του 2022, ασκώντας ανοδική πίεση στη ζήτηση φυσικού αερίου.


Τουλία Μπούκο
Oικονομολόγος της UniCredit Bank AG 

Οι οίκοι αξιολόγησης θα περιμένουν την επόμενη μέρα των εκλογών

Αναμένουμε ότι η ανάπτυξη του ΑΕΠ της Ελλάδας θα επιβραδυνθεί σημαντικά το 2023, στο 0,6%, από 5,7% το 2022, λόγω του συνδυασμού της αποδυνάμωσης της παγκόσμιας ζήτησης, των επίμονων υψηλών τιμών της ενέργειας και των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι πιθανό να συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις έναντι της Ευρωζώνης (όπου η ανάπτυξη πιθανότατα θα μείνει στάσιμη) λόγω των εξής παραγόντων: 1) του ότι μεταποιητικός τομέας της (δηλαδή ο οικονομικός τομέας που εκτίθεται περισσότερο στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας) είναι σχετικά μικρός, 2) των σημαντικών εισροών κεφαλαίων του NextGeneration EU (NGEU), που είναι πιθανό να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της ανάπτυξης των επενδύσεων ενόψει του υψηλού κόστους, και 3) των υψηλών καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες ωστόσο είναι πιθανό να κατανεμηθούν άνισα στα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις.

Ένα λιγότερο υποστηρικτικό περιβάλλον ανάπτυξης είναι πιθανό να περιορίσει τη βελτίωση του πρωτογενούς ισοζυγίου που θα μπορούσε ρεαλιστικά να επιτύχει η κυβέρνηση, ακόμη κι αν αγνοήσουμε τον κίνδυνο οι ενεργειακές επιδοτήσεις σε χαμηλά εισοδήματα και ευάλωτες ομάδες να διατηρηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δεδομένης της αβέβαιης οικονομικής κατάστασης που αντιμετωπίζει η χώρα. Προβλέπουμε ένα μόνο οριακά θετικό πρωτογενές ισοζύγιο το 2023, με μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης από 4,2% σε 2,5% του ΑΕΠ και μείωση του χρέους προς ΑΕΠ από 169,5% σε 162,5%.

Οποιαδήποτε ανοδική αναθεώρηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας είναι απίθανο να συμβεί πριν από τις βουλευτικές εκλογές το καλοκαίρι, οι οποίες θα διεξαχθούν με απλή αναλογική. Λαμβάνοντας υπόψη ότι το πολιτικό τοπίο της Ελλάδας είναι χωρισμένο σε δύο μεγάλα πολιτικά μπλοκ, βλέπουμε ως ευδιάκριτο ενδεχόμενο ένα σενάριο όπου η Νέα Δημοκρατία χάνει την απόλυτη πλειοψηφία της στις εκλογές και αναγκάζεται να κυβερνήσει με κυβέρνηση συνασπισμού.

Οι οίκοι αξιολόγησης πιθανότατα θα θέλουν να περιμένουν το αποτέλεσμα των εκλογών και να προκύψουν στοιχεία ότι δεν κινδυνεύουν να θέσουν σε κίνδυνο την εκπλήρωση των δεσμεύσεων της Ελλάδας για το NGEU και, κατά συνέπεια, την ικανότητά της να λάβει στήριξη από το πρόγραμμα κατά του κατακερματισμού (TPI) της ΕΚΤ, εάν χρειαστεί. Αυτό κινδυνεύει να αναβάλει οποιαδήποτε πιθανή θετική αξιολόγηση για το τέλος του 2023 ή τις αρχές του 2024, υπό την προϋπόθεση ότι οι προοπτικές ανάπτυξης της χώρας παραμένουν ευνοϊκές και οι δημοσιονομικές της επιδόσεις υγιείς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή