Θεόδωρος Πάγκαλος: Πνευματώδης, εικονοκλάστης, αντιφατικός

Θεόδωρος Πάγκαλος: Πνευματώδης, εικονοκλάστης, αντιφατικός

Η γλώσσα του συνδύαζε την αμεσότητα της καφενειακής επικοινωνίας με την καυστικότητα του αφοριστικού συγγραφέα και την οξυδέρκεια του έμπειρου σχολιαστή. Ηταν εμφανές ότι διέθετε πνευματική ενδοχώρα. Ακούγοντάς τον, σίγουρα δεν έπληττες

4' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν με ενδιαφέρει καθόλου η υστεροφημία, ο θάνατος είναι το τέλος των πάντων», είχε πει κάποτε ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Παρόμοιας υφής ήταν η εξομολόγησή του στον Νότη Παπαδόπουλο: «Η ζωή είναι μία και μοναδική. […] Να τη ζήσεις όπως εσύ θέλεις. […] Και στο τέλος θα θυμάσαι μόνο τις γυναίκες που σ’ αγάπησαν και αγάπησες. Τίποτε άλλο δεν μένει».

Η στροφή στην αισθησιοκρατία είναι αποκαλυπτική για ανθρώπους που έζησαν τα νιάτα τους σε «καταφύγια ιδεών» (κατά την προσφυή έκφραση του Χρήστου Γιανναρά). Η ιδεοκρατία, κάποια στιγμή, γίνεται αποστειρωτική, κουράζει. Τον Θ. Πάγκαλο δεν τον ενδιέφερε τόσο πώς θα τον θυμούνται όσο τι θα θυμάται ο ίδιος.

Ως φιλοσοφία ζωής, η αντίληψή του εξέφρασε την κυρίαρχη νεοελληνική στάση τα τελευταία πενήντα χρόνια: τον εξατομικευμένο ευδαιμονισμό. Ως πολιτική αντίληψη, έδειχνε να αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μία ακόμη δραστηριότητα, όχι ως την κατεξοχήν «αρχιτεκτονική» δραστηριότητα της «πόλεως». Τον statesman τον ενδιαφέρει η υστεροφημία, όχι ματαιόδοξα αλλά παραδειγματικά: να αποτιμούν θετικά οι επίγονοι τη συμβολή του στην προαγωγή του κοινού καλού· η προσφορά του να καθίσταται πρότυπο μίμησης για τους άλλους. Να λένε, λ.χ.: το Συμβούλιο της Επικρατείας είναι έργο του Βενιζέλου, η ένταξη στην ΕΟΚ του Καραμανλή, η δημιουργία του ΑΣΕΠ του Πεπονή κ.ο.κ.

Η κυρίαρχη μεταθανάτια περιγραφή του Θεόδωρου Πάγκαλου είναι αυτή του «ευφυούς» ανθρώπου. Ο χαρακτηρισμός απηχεί περισσότερο το πνεύμα της εποχής παρά περιγράφει τον εκλιπόντα: εκφράζει τη σύγχρονη εμμονή με τη γνωστική ευφυΐα εις βάρος της αποτίμησης του χαρακτήρα. Το κύριο γνώρισμα του Θ. Πάγκαλου δεν ήταν τόσο η ευφυΐα όσο η πνευματώδης εικονοκλαστικότητα – να συγκεντρώνει τα φώτα του προβολέα πάνω του με δηλώσεις που αντισυμβατικά στηλιτεύουν εμπεδωμένες αντιλήψεις.

Οι κατά συρροήν εικονοκλάστες συνήθως αναπτύσσουν αυταρέσκεια με τη δημοσιότητα που απολαμβάνουν. Ο Θ. Πάγκαλος δεν ήταν εξαίρεση. «Την αγελάδα την έχει ρωτήσει κανείς πώς αισθάνεται κάθε φορά που χύνει το γάλα;», είχε πει.

Η γλώσσα του συνδύαζε την αμεσότητα της καφενειακής επικοινωνίας με την καυστικότητα του αφοριστικού συγγραφέα και την οξυδέρκεια του έμπειρου σχολιαστή. Ηταν εμφανές ότι διέθετε πνευματική ενδοχώρα. Ακούγοντάς τον, σίγουρα δεν έπληττες. Αν, όμως, αναζητούσες σύνθετη αναλυτικότητα και αυθεντική αναστοχαστικότητα δεν θα την εύρισκες πάντοτε, ιδιαίτερα στην τελευταία δεκαετία της ζωής του. Κυρίως του άρεσε να αφηγείται και να αποκαθηλώνει.

Η άνοδος της πολιτικής βίας και χυδαιότητας την εποχή των μνημονίων προσέδωσε ακαμψία στη σκέψη του. Δεν θα ξεχάσω διαδηλωτές να κραυγάζουν, σε συγκέντρωση «Αγανακτισμένων» μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη, το 2011: «Απόψε γ…ε τον Πάγκαλο». Από το 2010 και μετά, ένιωθε ότι μετείχε σε πόλεμο χαρακωμάτων, ιδιαίτερα με εκείνο το είδος της «οπισθοδρομικής» και «περιθωριακής» Αριστεράς, όπως έλεγε, που υπέθαλπε τη βία και ανεχόταν την πολιτική αλητεία. Ο λόγος του έγινε πιο οξύς, αμυντικός και αστόχαστος. Το διαπίστωσα προσωπικά όταν συμμετείχα μαζί του στην τηλεοπτική εκπομπή «Στα άκρα».

Οι σπουδές του στη Σορβόννη και η διαμονή του στο διανοητικά ζωογόνο Παρίσι (1965-1978) εκλέπτυναν τη σκέψη του. Στη μαχητικότητα των φοιτητικών του χρόνων στην Αθήνα, ως στέλεχος των «Λαμπράκηδων», πρόσθεσε καλλιέργεια και κοσμοπολιτισμό. Επηρεασμένος από τη γαλλική αντι-ολοκληρωτική Αριστερά, δεν θα μπορούσε να ανεχτεί επί μακρόν τον δογματισμό και τον ξύλινο λόγο που χαρακτήριζαν τους Ελληνες κομμουνιστές. Εγκατέλειψε το ΚΚΕ στη διάσπαση του 1968, αλλά δεν ακολούθησε, μέχρι τέλους, ούτε τη λεγόμενη ανανεωτική Αριστερά. Το πιθανότερο είναι διότι, αφενός, γνώριζε εκ των ένδον την ανθρωπογεωγραφία του χώρου (την υποκρισία και μικρότητα που συχνά διέκρινε, υποτίθεται, ανιδιοτελείς ιδεολόγους), αφετέρου, ένας πολιτικά φιλόδοξος και ικανός άνθρωπος θα αναζητούσε άλλες, πιο πολλά υποσχόμενες διεξόδους. Πού; Στο ορμητικά ανερχόμενο ΠΑΣΟΚ.

Η σχέση του με τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν αμφίθυμη. Τον θαύμαζε διανοητικά και τον ευγνωμονούσε που έδωσε βιώσιμη υπόσταση στην Κεντροαριστερά, αλλά, ιδιαίτερα μετά το 1989, άρχισε να παίρνει αποστάσεις απέναντί του. Ο ραγδαίος εκφυλισμός του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα αυλοκολάκων, μετά την ασθένεια του Παπανδρέου, τον ενοχλούσε. Υποστήριξε θερμά την εκλογή Σημίτη. Για πολλά κακώς κείμενα του κόμματός του, όμως, σιώπησε. Θεώρησε άνευ σημασίας τη μεταφορά 1 εκατ. γερμανικών μάρκων από τη Siemens στα κομματικά ταμεία. Αναγνώριζε την ύπαρξη εκτεταμένης διαφθοράς, αλλά δεν έκανε κάτι γι’ αυτή. Επέκρινε την τολμηρή μεταρρύθμιση Γιαννίτση για το ασφαλιστικό.

Εκστόμισε, μετά τη χρεοκοπία, το διαβόητο «όλοι μαζί τα φάγαμε», χωρίς να αντιληφθεί τα λογικά προβλήματα που δημιουργεί η αυτοαναφορικότητα της δήλωσής του: αν οι πολιτικοί είναι φαύλοι, τότε κι αυτός που το ομολογεί είναι φαύλος, άρα αυτο-αποκλείεται από την άσκηση δημόσιου αξιώματος, το οποίο, παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει να ασκεί! Είναι σαν να ομολογεί ο διευθυντής της Αστυνομίας Μυκόνου τη φαυλότητα της υπηρεσίας του και να παραμένει στη θέση του.

Στη ρίζα της πολιτικής συμπεριφοράς του ήταν, αφενός, η ελιτίστικη διάθεσή του να αψηφά, ακόμη και να χλευάζει, τους πολίτες που αντιπροσωπεύει, αφετέρου, η αυτοαντίληψή του ότι ήταν περισσότερο σχολιαστής και λιγότερο πολιτικός δρων. Του έλειπαν η υπομονή, η αυτοπειθαρχία και η μεθοδικότητα – στοιχεία καθοριστικά της πολιτικής αποτελεσματικότητας. Γι’ αυτό η θητεία του σε παραγωγικά υπουργεία (Εμπορίου, Μεταφορών) ήταν μάλλον αδιάφορη. Γι’ αυτό, παρά τα αναμφίβολα διανοητικά προσόντα του, δεν μπόρεσε να γίνει πρώτο βιολί στο κόμμα του.

Οι θητείες του στο υπουργείο Εξωτερικών ήταν, γενικά, πολύ καλές, συνεισφέροντας στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Απολάμβανε την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, ίσως γιατί του άρεσε να διαλέγεται, ισότιμα και με αυτοπεποίθηση, μακριά από την εκλογική μάζα, με ομολόγους του για θέματα υψηλής πολιτικής. Η Κυπριακή Δημοκρατία τού οφείλει ευγνωμοσύνη για την καθοριστική συμβολή του στην ένταξή της στην Ε.Ε. χωρίς να λυθεί το Κυπριακό. Ηταν σημαντικό επίτευγμα.

«Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως κάποιον που θα θυμάται η Ιστορία», είχε πει. Στο μακρύ ιστορικό χρόνο μάλλον είχε δίκιο – οι πλείστοι πολιτικοί θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, υποσημειώσεις. Στον βραχύ ανθρώπινο χρόνο, όμως, εμπλούτισε ποικιλοτρόπως τον δημόσιο βίο της χώρας.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT