Θυμάμαι το πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974 • ακριβώς 40 χρόνια από σήμερα. • Σαν κεραυνοί έπεφταν στο κεφάλι μας πρώτα το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου στην Κύπρο • μετά η τουρκική εισβολή • και τέλος η κήρυξη επιστράτευσης. • Το κακό με βρήκε τη στιγμή που έπαιρνα ανάσα μετά από δύσπνοια χρόνων: • Μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό • και μόλις είχα περάσει ένα μάθημα που χρωστούσα για το πτυχίο. • Κατακαλόκαιρο κι έλειπαν οι δικοί μου μακριά • οπότε συντροφιά με δυο φίλους πήγα στον σταθμό Λαρίσης με τα λιγοστά πράγματα που έγραφε το «χαρτί» να πάρουμε μαζί μας «μέσα σε μαξιλαροθήκη». • Τότε άρχισε η αγωνία να γίνεται πανικός. • Εβλεπες ότι δεν ήξεραν τι τους γίνεται. • Μας στρίμωξαν τελικά σ’ ένα βαγόνι για ζώα • –κυριολεκτώ: άδειο, λαμαρίνα γύρω γύρω με χαλκάδες στα τοιχώματα– • τόσο γεμάτο που καθόμασταν κάτω εκ περιτροπής. • Σύμφωνα με το «χαρτί» έπρεπε να παρουσιαστώ στη Λάρισα. • Οπου κάναμε 14 ώρες για να φτάσουμε. • Ακούγαμε «ειδήσεις» των χουνταίων από κάτι τρανζίστορ κι αισθανόμασταν ως πρόβατα επί σφαγήν. • Μόνο αργά τη νύχτα ένα μήνυμα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου μας έκανε τουλάχιστον να νιώσουμε ότι δεν μας έχει ξεχάσει κι ο θεός. • Φτάσαμε Λάρισα κατά τις 5 το πρωί, αλλά το μαγαζί κοιμόταν • «να ’ρθείτε μετά τις 6» μας είπε ο αλφαμίτης. • Ξαπλώσαμε μπροστά στην πύλη και περιμέναμε. • Εμένα, παρά το «χαρτί», με κοιτάξανε στραβά • «τι θες εσύ εδώ, να πας εκεί απ’ όπου απολύθηκες» • και με φορτώσανε ξανά σε τρένο για Θεσσαλονίκη • – Τρίτο Σώμα Στρατού, με Ντάβο διοικητή. • Που δεν το βρήκα στη βάση του όταν κάποτε έφτασα • γιατί είχε φύγει «για τα σύνορα». • Ποια σύνορα. • Είχε ξεμείνει από μηχανικές βλάβες των Ρέο του λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη • στο Φίλυρο. • Μου δίνουν μια φόρμα, • χωρίς μπότες, κράνος και όπλο, δεν είχαν άλλα είπαν, • και μ’ αφήνουν στη μοίρα μου. • Ωσπου με λυπήθηκε μια «σειρά» οδηγός και με πετάει μ’ ένα τζιπάκι στο Φίλυρο. • Κάναμε μέρες για να ξεκολλήσουμε από εκεί. • Κάποτε ξεκινήσαμε «για τα σύνορα». • Οπου δεν φτάσαμε ποτέ • λόγω πολιτικών εξελίξεων. • Φτάσαμε μόνο ώς τον Αγιο Σύλλα στους λόφους της Καβάλας • τόπο κατάφυτο και χωρίς ίχνος σπιτιών τότε • και στρατοπεδεύσαμε. • Φυτρώσαμε μάλλον • αφού για όλους τους άλλους σιγά σιγά έληξε η «επιστράτευση», όχι όμως και για μας, «του Ντάβου». • Απολύθηκα μετά δύο μήνες, τέλη Σεπτεμβρίου. • Επέστρεψα σε μιαν Αθήνα που ήταν άλλη. •
Διαβάζω διάφορα για τις δύο πρώτες φετινές παραστάσεις της Επιδαύρου: • «Μια φρέσκια πρόταση που παίρνει απόσταση από το κείμενο». • Κι αυτό το θεωρεί προσόν για την παράσταση της «Ελένης». • Διαβάζω αλλού: «Αυτό που κάνει ο Λυγίζος • (στον «Προμηθέα δεσμώτη») • είναι ιδυοφυές και παράτολμο, • σαν να κλέβει τη φωτιά από τον Δία: • στερεί από το έργο το πιο δυνατό όπλο, • τον πρωταγωνιστή του». • Κι αυτό επίσης έπαινος. • Κείμενο, πρωταγωνιστής, δομή του έργου – σιγά τα ωά. •
«Σκέφτομαι πάντα έναν έφηβο • έναν άδολο θεατή γενικότερα • που θα είπε “ας πάω να δω τι είναι αρχαίο δράμα" • κι αντί να κερδηθεί, φεύγει για να μην ξανάρθει» έγραφα την προηγούμενη Κυριακή στην «Κ», στο κομμάτι της Ο. Σελλά «Η Επίδαυρος συνεχίζει να διχάζει». • Κατά σύμπτωση, την επομένη στα «Νέα» διαβάζω στο κομμάτι του Δ. Ν. Μανιάτη για τον «αιρετικό» «Προμηθέα δεσμώτη» που είχε παιχτεί εκεί το Σάββατο: • «Και οι μαθητές κατασκήνωσης από τη Βαρυμπόμπη, που νυσταγμένοι έμπαιναν στο πούλμαν της επιστροφής, • (χωρίς, όπως μας είπαν, να έχουν καταλάβει και πολλά), • συμπλήρωναν την εικόνα».