Αρκετά προ Κυριακής, υποχρεωτικώς, συντασσομένου του παρόντος, • αναρωτιόμουν προ ημερών κατά πόσον εφέτος θα υπάρξει όρεξη για πρωταπριλιάτικα δημόσια ψέματα • όπως κατ’ έθιμο συμβαίνει κάθε χρόνο. • Κατά πόσον δηλαδή αντέχουμε ακόμα να κατασκευάζουμε δημόσιου ενδιαφέροντος ψεύδη • όταν δύο χρόνια τώρα μας έχει φλομώσει στο επίσημο ψέμα η Πρωτηφορά Αριστερά και το τσίρκο της που μας κυβερνά. • Ή όταν πράγματα αδιανόητα κάποτε έχουν γίνει πλέον συνήθεια και ρουτίνα • – λ.χ. κυβερνητική συνεργασία του πάλαι ποτέ Συνασπισμού με ένα ακροδεξιό συνονθύλευμα σαν τους ψεκασμένους. • Πράγμα δηλαδή που να σηκώνεται κάγκελο η τρίχα του αείμνηστου Λεωνίδα Κύρκου • – μη σου πω και του Νίκου Κωνσταντόπουλου, • αν κι αυτουνού όχι η τρίχα, αλλά η θυγατέρα σηκώθηκε στο κάγκελο. • (Και όχι μόνο της ΕΡΤ βεβαίως). •
Ωστόσο, το αριστερό παλικάρι που λυσιτελώς πρωθυπουργεύει • –όλων ημών ατενώς και χαύνως θεωμένων– • συνεχίζει να ζει σε μόνιμη πρωταπριλιά • ενώ, ταξιδεύοντας τήδε κακείσε ανά τας Ευρώπας, • «βαδίζει διακεχλιδώς, κλαυσαυχενεύεταί τε και τραυλίζεται» εις την αγγλικήν • –όπως έλεγε και ο αρχαίος κωμικός Αρχιππος παρατηρώντας το καμαρωτό βάδισμα του τσακιστροτσαχπινιάρη και τραυλού Αλκιβιάδη. •
Τώρα θα μου πεις «τραυλός ο Αλκιβιάδης;». • Ελα μου ντε! • Κι εγώ δεν το ’ξερα • – όλα τα άλλα σουσούμια και καμώματά του, καλά, βούκινο. • Πρέπει να ψάξω Λίντελ-Σκοτ και Δημητράκο να δω τι ακριβώς εννοούσαν οι αρχαίοι με το «τραυλίζω» ή «τραυλίζομαι» • αλλά έχω την υποψία ότι δεν εννοούσαν αυτό που λέμε σήμερα εμείς όταν κάποιος κεκεδίζει ή χάνει τα λόγια του κ.λπ. • Πρώτον, διότι είναι γνωστό πως ο Αλκιβιάδης ήταν ρήτωρ λαοπλάνος • (οπότε κεκές και λαοπλάνος, δεν λέει) • και δεύτερον διότι υπάρχει ένα χωρίο στους «Σφήκες» του Αριστοφάνη όπου ρητά δηλώνεται πως το τραύλισμα του Αλκιβιάδη συνίστατο στο ότι απλώς έλεγε το ρο «γο». • Και έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο ο σπουδαίος Αριστοφάνης κεντάει, παίζοντας με τις λέξεις, στο χωρίο αυτό. • Να το πάρει το ποτάμι; •
Ας το πάρει • (μήπως παίρνει το καημένο και τίποτ’ άλλο;): •
Ο Αριστοφάνης λοιπόν θέλει εκεί να κράξει ως κόλακα ένα δημόσιο άνδρα, τον Θέωρο, • ο οποίος μάλλον πρέπει να έμοιαζε και λίγο με αρπακτικό στην όψη, • κάπως σαν κόρακας ας πούμε. • Βάζει λοιπόν τον «τραυλό» Αλκιβιάδη να θέλει να πει • «Κοίτα τον Θέωρο· κεφάλι κόρακα έχει» • -«Οράς Θέωρον; Την κεφαλήν κόρακος έχει»–, • αλλ’ αντ’ αυτού να λέει: • «Ολάς Θέωλον; Την κεφαλήν κόλακος έχει». • Οπότε ατάκα ο καυστικός κι αμίμητος Αριστοφάνης: • «Ορθώς γε τούτ’ Αλκιβιάδης ετραύλισε»! • Ή όπως θα λέγαμε σήμερα: • «Πολύ σωστά ο Αλκιβιάδης το στρίγγλισε». •
Αϊντε τώρα· για μας εδώ να πούμε… • Τι να πούμε δηλαδή, το είπαμε ήδη: • Εμείς ατενώς και χαύνως θεώμεθα. • Το σίριαλ της «Αξιολόγησης» πρώτ’ απ’ όλα, • που αυτό το «θέαμα» πολύ ακριβά θα το πληρώσουμε. • Οπως το άλλο, το βαρουφάκειο, • που μας απόκαψε τη γούνα. • Κάθε μέρα, κάθε ώρα που περνά • θα μας κοστίσει στο τέλος ο Τσακαλώτος Αηδόνι. • Ενώ ο Υπαίτιος Αλλος, • ο μικρός, ο μέγας … (μηνπωτί), • θα ρητορεύει στις Πολιτικές Γραμματείες και στις Φαρισαίες Επιτροπές «Σας εσκίσαμαν, κουρέλες!» • κι από κάτω «τα πλήθη, Αααα!» • – οι Μανιοί κι οι μανιακές της Πρωτηφοράς. • Οτι αυτοί κληρονομήσουσι την βασιλεία των ουρανών • και την εξουσία για το υπόλοιπον της τετραετίας, • νομίζοντες. •
Ολάς Τσίπλαν; Την κεφαλήν κόλακος έχει. • Αλλά εδώ πες το χωρίς «τραύλισμα» • – όπου «λ» να διαβαστεί «ρ». • «Ορθώς γε», που θα ’λεγε κι ο Αριστοφάνης.