Εμείς και η Ουκρανία

Εχει ωφεληθεί η Ελλάδα από την αταλάντευτη στάση που έχει κρατήσει έναντι του πολέμου; Ενας απολογισμός

5' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την περασμένη Πέμπτη συμπληρώθηκε ενάμισης χρόνος από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Η προοπτική ειρήνευσης σήμερα φαντάζει μακρινή, με τα δύο μέρη για την ώρα να απορροφούν το κόστος και τις συνέπειες του πολέμου και για λόγους διαπραγματευτικούς και γοήτρου να επιμένουν, η μεν Ουκρανία στην ανακατάληψη των εδαφών που έχουν προσαρτηθεί από τη Μόσχα, η δε Ρωσία στη διατήρηση του ελέγχου σχεδόν του 1/5 της ουκρανικής επικρατείας. Κόπωση όμως φαίνεται να επέρχεται στους κόλπους της Δύσης αλλά και του υπόλοιπου κόσμου, γεγονός που οδηγεί σε διαφόρων ειδών σενάρια/προτάσεις, όπως του προσωπάρχη του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, για ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αφού πρώτα έχει αποδεχθεί τον εδαφικό της ακρωτηριασμό. Από την άλλη, η εαρινή ουκρανική αντεπίθεση που ξεκίνησε στα τέλη Ιουνίου, χωρίς να έχει τελματώσει, δεν έχει αποδώσει ανάλογους καρπούς, με τον χρόνο να συρρικνώνεται, καθώς περί τον Νοέμβριο οι καιρικές συνθήκες θα υποχρεώσουν τις δύο πλευρές να διακόψουν τον μεγαλύτερο όγκο των επιχειρήσεών τους, παραμένοντας στις γραμμές που έως τότε θα έχουν διαμορφωθεί. Η Ρωσία διατηρεί ερείσματα, ή τελοσπάντων οι ανάγκες υποχρεώνουν κράτη να τη συνδράμουν προκειμένου να ωφεληθούν τα ίδια (βλ. Κίνα, Ινδία, Αίγυπτος). Ενα σημαντικό μέρος του κόσμου, χωρίς να υποστηρίζει τη Μόσχα, διαχωρίζει τη θέση του από τη Δύση, εκτιμώντας ότι βρισκόμαστε σε μετάβαση του διεθνούς συστήματος, κατά την οποία προκρίνεται η πολιτική των ίσων αποστάσεων. Μάλιστα, προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, παραδοσιακοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αίγυπτος και η Σαουδική Αραβία, θα συστρατευθούν από την 1η Ιανουαρίου 2024 με τους BRICS.

Χωρίς αστερίσκους

Η Ελλάδα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Από θέση αρχής υποστήριξε την Ουκρανία ήδη από την πρώτη φάση του πολέμου πιο προωθημένα συγκριτικά με αρκετά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ και συνεχίζει χωρίς αστερίσκους στην ίδια πορεία. Διαπιστώνοντας τις προφανείς αναλογίες στη ρητορική, τις μεθόδους και τον εν γένει επιθετικό αναθεωρητισμό ανάμεσα σε Ρωσία και Τουρκία, η ελληνική πλευρά στέκεται με σθένος στο πλευρό του Κιέβου, παρόλο που η ηγεσία του τελευταίου δεν έχει επιφυλάξει μία έστω θετική δήλωση υπέρ των ελληνικών θέσεων ή/και του Κυπριακού. Είναι πρόδηλο ότι ο Ζελένσκι υπολογίζει την Τουρκία και τον Ερντογάν, με τον δεύτερο να επιδιώκει διαμεσολαβητικό ρόλο ώστε, μεταξύ άλλων, να μη γίνεται δέκτης πιέσεων από τους δυτικούς για να ακολουθήσει τη γραμμή τους έναντι της Ρωσίας. Η Αγκυρα εξάλλου επωφελείται σημαντικά από την παρουσία ρωσικών κεφαλαίων στην οικονομία της, με δύο χιλιάδες ρωσικές επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται εκεί προκειμένου να αποφύγουν το καθεστώς κυρώσεων. Χαρακτηριστική των ρωσοτουρκικών σχέσεων είναι η αύξηση κατά 61% των τουρκικών εξαγωγών προς τη ρωσική αγορά και η αντίστοιχη κατά 104% των ρωσικών προς την Τουρκία. Μπορεί συνεπώς η Ελλάδα να προσδοκά αλλαγή στάσης από μεριάς Ουκρανίας ώστε να δικαιολογείται η πρόσφατη συμφωνία μαζί της, όπου αναλαμβάνουμε την εκπαίδευση Ουκρανών πιλότων σε F-16, «ερεθίζοντας» ακόμη περισσότερο τη Ρωσία;

Η Αθήνα σωστά πορεύεται στον δρόμο που χάραξε από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, κερδίζοντας πόντους εντός της νατοϊκής συμμαχίας, ισχυροποιώντας έτσι τον λόγο της. Πιστώνεται η ελληνική πλευρά ότι δεν κρύφτηκε στα δύσκολα, όπως έκαναν κράτη μεγαλύτερου διαμετρήματος, και μάλιστα σε μία περίοδο που η Τουρκία με τη δική της επαμφοτερίζουσα στάση έχει κλονίσει την εμπιστοσύνη των εταίρων της ως προς τις προθέσεις της και τους απώτερους στόχους της. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Τουρκία για διαφορετικούς λόγους δεν βγαίνει επίσης ενδυναμωμένη από την ουκρανική κρίση. Από εκεί και πέρα, το Κίεβο, υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσε στο μέλλον να προσφέρει στην Ελλάδα κάποια από τα μαθήματα που έλαβε επί του πεδίου, κυρίως ως προς τις νέες μεθόδους αντιμετώπισης ενός ισχυρότερου αντιπάλου σε στεριά και θάλασσα. Επίσης, η διασύνδεση των δικτύων, σιδηροδρομικών, ενεργειακών, αλλά και επιχειρησιακών ανάμεσα σε Οδησσό και Αλεξανδρούπολη, θα επιβεβαίωνε τον ρόλο του πολυδιάστατου κόμβου της δεύτερης και την παροχή εναλλακτικής έναντι των προβληματικών Στενών.

Επιπρόσθετα, η ελληνική πλευρά επιδιώκει τη σταδιακή αλλαγή στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στα ελληνοτουρκικά, προσβλέποντας ότι μεσομακροπρόθεσμα η πολιτική του αξιόπιστου και προβλέψιμου συμμάχου θα αποδώσει απτά αποτελέσματα. Επί του παρόντος, μόνο το Κογκρέσο κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ προτάσεις, όπως η εγκατάσταση νέας αμερικανικής βάσης, επί παραδείγματι στη Σκύρο, φαίνεται να πέφτουν στο κενό. Αλλά και στη φύση των διαφορών μας με την Τουρκία, δεν έχουμε διαπιστώσει κάποια σοβαρή αλλαγή από μεριάς Ουάσιγκτον, με εξαίρεση τις ξεκάθαρες τοποθετήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφορικά με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Ομως, έτσι κι αλλιώς η σχέση μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι δυναμική και απαιτεί υπομονή και επιμονή.

Η Αθήνα πορεύεται στον δρόμο που χάραξε από την αρχή του πολέμου στην Ουκρανία, κερδίζοντας πόντους εντός της νατοϊκής συμμαχίας.

Ωστόσο, υπάρχουν και εύλογες ενστάσεις στην πολιτική της Αθήνας, που σχετίζονται τόσο με την αδυναμία εξασφάλισης υποστήριξης της ελληνικής άποψης σε σχέση με την Τουρκία από χώρες που ανησυχούν και επηρεάζονται από τον ρωσικό αναθεωρητισμό και με τις οποίες εσχάτως έχουμε σχεδόν ευθυγραμμιστεί, όπως η Πολωνία και οι Βαλτικές, όσο και με το κατά πόσο είναι σώφρον να έχουμε ένα πολυμέτωπο και με τη Ρωσία, πλην της Τουρκίας και δη σε μια περίοδο που οι δυο τους έχουν βρει στρατηγική κατανόηση.

Οι κίνδυνοι

Ως προς τη Ρωσία, η κατάσταση είναι απολύτως ξεκάθαρη. Ακόμη και όταν στο παρελθόν είχε την ευκαιρία να παίξει τον ρόλο αντίβαρου για την Ελλάδα, επέλεξε (ορθά) τον πραγματισμό και την πολύ μεγαλύτερης σημασίας σχέση της με χώρες όπως η Γερμανία. Εντούτοις, τα τελευταία χρόνια, κλιμακούμενα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, και με αποκορύφωμα τη συμφωνία των Πρεσπών και αργότερα τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Μόσχα έχει ουσιαστικά ξεγράψει την Αθήνα, και ας συντηρεί στο εσωτερικό εστίες επιρροής σε ακραίους κύκλους, ώστε να θεωρείται υπολογίσιμη δύναμη. Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα δεν έχει να προσδοκά κάτι από τη Ρωσία, της οποίας ακόμη και η στάση στο Κυπριακό εμφανίζει διαφοροποιήσεις υπέρ της Τουρκίας. Ωστόσο, τοποθετώντας απέναντί μας ένα κράτος που αρέσκεται στη χρήση υβριδικών πρακτικών, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή τόσο ως προς την εσωτερική ασφάλεια, κυρίως τους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που κατά καιρούς χρησιμοποιούνται από τη Μόσχα, όσο και σε ζητήματα της εξωτερικής μας πολιτικής: από τη θέση που θα λάβει στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης (υπενθυμίζεται ότι η Σοβιετική Ενωση επέμενε σε αυτή στη Συνθήκη των Παρισίων του 1947), μέχρι και την κινητικότητα/διεισδυτικότητά της στις συνθήκες σύγχυσης σε Βαλκάνια και Λιβύη. Κοντολογίς, τα ρίσκα που αναλαμβάνει η ελληνική πλευρά θα πρέπει να συνεπάγονται ανάλογη ανταποδοτικότητα και παροχή διχτυού ασφαλείας εκ μέρους των στενότερων συμμάχων της, αλλιώς θα παραμένουν υπό αίρεση.

O κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA) και καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή