Σχεδόν 9! Αυτό είναι το όριο εισαγωγής στα πανεπιστήμια για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 2021-2022, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των επιδόσεων στις Πανελλαδικές των 75.435 υποψηφίων Γενικών Λυκείων, οι οποίοι διεκδίκησαν φέτος μία θέση στα ΑΕΙ.
Η «Κ» παρουσιάζει την ελάχιστη βάση εισαγωγής για το σύνολο των τμημάτων για την εισαγωγή στα οποία δεν απαιτείται η εξέταση σε ειδικό μάθημα.
Συνολικά 123 τμήματα από τα 430 –σχεδόν τα τρία στα δέκα– θα έχουν φέτος ελάχιστη βάση εισαγωγής πάνω από την περυσινή τους βάση. Αυτό σημαίνει πως θα έχουν κενές θέσεις κατά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής τον Αύγουστο. Την ίδια στιγμή, η δημοσιοποίηση χθες της κλιμάκωσης των φετινών βαθμολογιών των υποψηφίων στα τέσσερα υποχρεωτικά μαθήματα επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα για την πορεία των βάσεων εισαγωγής, παρότι καλύτερη εικόνα θα υπάρξει μετά την ανακοίνωση της κλιμάκωσης των βαθμών πρόσβασης των υποψηφίων στα ΑΕΙ. Γενικά, οι βάσεις εισαγωγής για τις σχολές υψηλής ζήτησης εκτιμάται ότι θα έχουν άνοδο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων από τον μαθηματικό-αναλυτή κ. Στράτο Στρατηγάκη, τις καλύτερες επιδόσεις φέτος πέτυχαν, όπως αναμενόταν, οι υποψήφιοι για τις σχολές επιστημών υγείας (3ο πεδίο). Ο μέσος όρος των επιδόσεών τους είναι 12,1. Αντίστοιχα, ο μέσος όρος των επιδόσεων των υποψηφίων του 2ου πεδίου (θετικών και τεχνολογικών σπουδών) διαμορφώθηκε στο 11,75, του 1ου πεδίου (ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών) στο 11,11 και του 4ου πεδίου (οικονομίας και πληροφορικής) στο 11,03.
Ωστόσο, η ελάχιστη βάση εισαγωγής για κάθε τμήμα ΑΕΙ προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων του πεδίου στο οποίο είναι ενταγμένο το τμήμα, πολλαπλασιαζόμενο με έναν συντελεστή από 0,8 έως 1,2. Τα περισσότερα τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ με χαμηλή βάση εισαγωγής έχουν επιλέξει συντελεστή 0,8 για να περιορίσουν τις κενές θέσεις που θα έχουν ακριβώς λόγω της ΕΒΕ. Ετσι, η χαμηλότερη ελάχιστη βάση εισαγωγής διαμορφώνεται στο 8,82, για τους υποψηφίους του 4ου επιστημονικού πεδίου. Αντίστοιχα είναι 8,88 για τους υποψηφίους του 1ου πεδίου, 9,4 για εκείνους του 2ου και 9,6 για του 3ου πεδίου.
Κατόπιν τούτου προκύπτει, σύμφωνα με τα στοιχεία του κ. Στρατηγάκη, ότι 27 τμήματα του 1ου πεδίου πέρυσι είχαν βάση κάτω από τη φετινή ΕΒΕ τους και άρα θα έχουν τεχνητή άνοδο βάσης λόγω ΕΒΕ, ενώ το ίδιο συμβαίνει για 37 τμήματα του 2ου πεδίου, οκτώ του 3ου και 51 του 4ου. Στα τμήματα δεν περιλαμβάνονται εκείνα με ειδικό μάθημα, για τα οποία δεν έχουν ανακοινωθεί οι επιδόσεις των υποψηφίων στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Ως προς την πορεία των βάσεων εισαγωγής δεν αποκλείεται να υπάρξει μικρή πτώση στις μεσαίες σχολές του 2ου πεδίου, καθώς ο αριθμός των υποψηφίων είναι κατά 15% μικρότερος των θέσεων. Οπως εκτίμησε, μιλώντας στην «Κ», ο φυσικός κ. Γεώργιος Χατζητέγας, λόγω των γενικά καλύτερων επιδόσεων φέτος σε σχέση με το 2020 θα υπάρξει γενική άνοδος στις βάσεις εισαγωγής των υψηλόβαθμων σχολών, η οποία θα είναι μικρότερη στις σχολές του 1ου (νομικές, τμήματα ψυχολογίας και φιλολογίας) και του 2ου πεδίου (πολυτεχνεία, τμήματα χημείας, μαθηματικών) και υψηλότερη –έως 400, 500 μόρια– στις σχολές και στα τμήματα του 3ου (ιατρικές) και του 4ου πεδίου (οικονομικά, πληροφορική).
«Θέλουμε νέους ανθρώπους που επιλέγουν δρόμους με προοπτική»
Η ανακοίνωση των στατιστικών για τις βαθμολογίες των φετινών υποψηφίων των Πανελλαδικών Εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αναμένεται να δώσει ευκρινή εικόνα στην ηγεσία του υπουργείου Παιδείας για τις θέσεις που θα μείνουν κενές στα ΑΕΙ λόγω της καθιέρωσης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) από φέτος. Υπολογίζεται ότι θα μείνουν κενές περίπου 20.000 θέσεις, ωστόσο, οι μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις κατεβάζουν τον αριθμό στις 15.000 με 17.000 θέσεις, ενώ οι αντίθετες τον ανεβάζουν στις 25.000.
Από την πλευρά του, το υπουργείο Παιδείας τονίζει σε κείμενό του ότι η απόφαση για θεσμοθέτηση της ΕΒΕ έχει στόχο να δοθεί τέλος στο φαινόμενο εισαγωγής φοιτητών με 1 και 2 στα 20, που εισάγονται στα ΑΕΙ αλλά δεν αποφοιτούν. «Θέλουμε φοιτητές που γίνονται πτυχιούχοι, όχι “αιώνιους” φοιτητές που εγκλωβίζονται σε ένα δρόμο χωρίς διέξοδο, που χάνουν άσκοπα τα χρόνια τους. Θέλουμε νέους ανθρώπους που επιλέγουν δρόμους με προοπτική. Δεν τάζουμε εισαγωγή σε πανεπιστήμια, δεν λαϊκίζουμε, δεν κάνουμε εμπόριο ψεύτικων ελπίδων. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να φαίνεται ανοικτή η πόρτα της εισαγωγής στα ΑΕΙ για όλους χωρίς προϋποθέσεις και κριτήρια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν κλειστή η πόρτα της αποφοίτησης, της επαγγελματικής αποκατάστασης, της προοπτικής», αναφέρει το υπουργείο.
Σαφώς εδώ και χρόνια, η κοινωνία αφέθηκε ή και οδηγήθηκε στη διαμόρφωση της πεποίθησης πως η εισαγωγή στα πανεπιστήμια αποτελεί τον μόνο δρόμο για τη επιτυχία. «Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε τόσο από την άκριτη δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων (συνήθως χωρίς μελέτη), προκειμένου να υπηρετηθούν πελατειακές σχέσεις και τοπικά συμφέροντα, όσο και από την εισαγωγή χωρίς ελάχιστη βάση», όπως λέει το υπουργείο, υποστηρίζοντας ότι «η ΕΒΕ διασφαλίζει ότι οι νεοεισαχθέντες φοιτητές έχουν τις ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για να παρακολουθήσουν και να ολοκληρώσουν επιτυχώς τις σπουδές τους στον προβλεπόμενο χρόνο, δίνουμε τέλος στο φαινόμενο εισαγωγής φοιτητών με 1 και 2 στα 20, καθώς και στον εξαιρετικά χαμηλό ρυθμό αλλά και ποσοστό αποφοίτησης». Ενδεικτικό επίσης είναι ότι η Ελλάδα έχει το τέταρτο υψηλότερο ποσοστό εγγραφών σε ΑΕΙ μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά το 30% των φοιτητών δεν αποφοιτά ποτέ. Οπως λένε τα στοιχεία του υπουργείου, «ο ρυθμός αποφοίτησης, ως ποσοστό αποφοίτων επί των φοιτητών, είναι σταθερά πολύ μικρότερος των άλλων χωρών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται το γνωστό πρόβλημα των “αιώνιων” φοιτητών. Σύμφωνα με την έκθεση της Eurostat, Eurostat- Population in Europe (Ιούνιος 2020), ως προς τον ρυθμό αποφοίτησης για το 2018 η Ελλάδα κατείχε την τελευταία θέση στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών με ρυθμό αποφοίτησης μόλις 9,17%, το οποίο απέχει πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που είναι 24,05%. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη μόνο τους ενεργούς φοιτητές στα (ν+2) έτη σπουδών, το ποσοστό αυτό παραμένει ιδιαίτερα χαμηλό».
Επίσης, οι τέσσερις στους δέκα φοιτητές έχουν ξεπεράσει τα έξι έτη σπουδών, ενώ μόλις το 28% των μαθητών επιλέγει την επαγγελματική κατάρτιση παρά τις προοπτικές που έχει. Χαρακτηριστικά, το 51% των αποφοίτων επαγγελματικών λυκείων δήλωσε ότι βρήκε σταθερή δουλειά εντός έξι μηνών με την ολοκλήρωση των σπουδών.