Καθοριστικός ο δεσμός μεταξύ φροντιστή και παιδιού

Καθοριστικός ο δεσμός μεταξύ φροντιστή και παιδιού

Σύμφωνα με την παλαιοντολογία και παλαιογενετική, ο άνθρωπος ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά που έχουν ιστορική εξέλιξη περίπου 60 εκατομμυρίων χρόνων. Ο πιο κοντινός του επιζών συγγενής είναι ο χιμπατζής, από τον οποίο αποχωρίστηκε πριν από περίπου έξι εκατομμύρια χρόνια, και με τον οποίο μοιράζεται σχεδόν 97% του γονιδιώματός του.

6' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σύμφωνα με την παλαιοντολογία και παλαιογενετική, ο άνθρωπος ανήκει στα πρωτεύοντα θηλαστικά που έχουν ιστορική εξέλιξη περίπου 60 εκατομμυρίων χρόνων. Ο πιο κοντινός του επιζών συγγενής είναι ο χιμπατζής, από τον οποίο αποχωρίστηκε πριν από περίπου έξι εκατομμύρια χρόνια, και με τον οποίο μοιράζεται σχεδόν 97% του γονιδιώματός του. Παρά τη γενετική τους ομοιότητα, όμως, η διαφορά των δύο ειδών αποτελεί ένα τεράστιο εξελικτικό χάσμα, με τον άνθρωπο να έχει ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν ποιοτικά από τον χιμπατζή και όλα τα άλλα ζωντανά όντα του πλανήτη. Αυτές είναι η λογική σκέψη, ο λόγος, η σχετικά ελεύθερη βούληση, η φαντασία –δηλαδή, η ικανότητα να ταξιδεύει κάποιος στον χώρο και στον χρόνο–, η ικανότητα αναμονής μιας καθυστερημένης απόλαυσης και η έντονη ενσυναίσθηση, δηλαδή η αυτόματη ικανότητά του να προσπαθεί αυτόματα να καταλάβει πώς ο διπλανός του σκέφτεται και πώς αισθάνεται, δηλαδή, αντίστοιχα, οι ιδιότητες που ονομάζουμε γνωστική και συναισθηματική ενσυναίσθηση. Η τελευταία είναι και η βάση πάνω στην οποία βασίστηκε η αγάπη, το έμφυτο ηθικό συναίσθημα, και, εμμέσως, η δικαιοσύνη.

Λεπτομερής σύγκριση των γονιδιωμάτων ανθρώπου – χιμπατζή έδειξε σημαντικές διαφορές σε περίπου 250 γονίδια, τα οποία ως επί το πλείστον έχουν κρίσιμους ρυθμιστικούς ρόλους, που κυρίως αφορούν την αύξηση και διαφοροποίηση του πρόσθιου μέρος του ανθρώπινου εγκεφάλου, δηλαδή του εξελικτικά νέου «νεοφλοιού», στον οποίο εδράζονται τα νευρωνικά κυκλώματα που προσδίδουν ή επαυξάνουν τις παραπάνω ιδιότητες που τον κάνουν μοναδικό. Ενα από τα τελευταία επιτεύγματα της επιστήμης είναι η ταυτοποίηση ενός γονιδίου που μεταλλάχτηκε περίπου δύο εκατομμύρια χρόνια πριν, το οποίο συμμετέσχε στην αύξηση του ανθρώπινου εγκεφάλου από τα 350 γραμμάρια του χιμπατζή, στα 900 γραμμάρια του Ηomo erectus και στα 1.300 γραμμάρια του Ηomo sapiens, δηλαδή του είδους μας. Αλλά πέραν του βάρους, στον ανθρώπινο εγκέφαλο αυξήθηκαν δραματικά και οι αριθμοί των νευρώνων και των συνάψεων μεταξύ τους, δηλαδή των νευρωνικών κυκλωμάτων. Οι άνθρωποι έχουμε περίπου 100 δισεκατομμύρια νευρωνικά κύτταρα και >1016 συνάψεις στον εγκέφαλό μας, έναντι 15 δισεκατομμυρίων νευρώνων και

Είναι ενδιαφέρον ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος αναπτύσσεται ταχύτατα κατ’ αρχάς σε βάρος, ξεκινώντας στο τρίτο τρίμηνο της κύησης, φτάνοντας το βάρος του ενηλίκου περίπου στην ηλικία των 10 ετών. Ομως, ο αριθμός των νευρωνικών κυκλωμάτων στον ανθρώπινο εγκέφαλο, που επίσης αυξάνονται ραγδαία από το τρίτο τρίμηνο, φτάνουν στο ύψιστο σημείο στα δύο χρόνια της ζωής και εν συνεχεία αρχίζουν να ελαττώνονται μέχρι το τέλος της ήβης, οπότε σταθεροποιούνται για την υπόλοιπη ζωή. Τέλος, η συνδεσιμότητα μεταξύ των διαφόρων περιοχών του εγκεφάλου ολοκληρώνεται στα 25-27 χρόνια της ζωής. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος περνάει το ένα τρίτο με ένα τέταρτο της ζωής του σε ανάπτυξη. Το πιο ενδιαφέρον στην ωρίμανση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι ότι στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής σχηματίζονται τα κυκλώματα που προσδίδουν στον άνθρωπο την ανθρωπιά του, όλες οι προαναφερθείσες ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χιμπατζή.

Η αύξηση του μεγέθους του εγκεφάλου μας, που μας βοήθησε στην επιβίωσή μας και στην «επικράτησή» μας στον πλανήτη, είχε και σοβαρές επιπτώσεις για τα μέλη του είδους μας. Για να μπορέσει το μεγάλο κεφάλι να περάσει από τον γεννητικό σωλήνα της μητέρας, το ανθρώπινο παιδί αναγκάζεται να γεννηθεί πρόωρα σε σχέση με τα παιδιά των άλλων πρωτευόντων, στη ουσία να παραμένει ένα «εξωμήτριο έμβρυο», πλήρως εξαρτώμενο από τους φροντιστές του για μια περίοδο τουλάχιστον 1-2 χρόνων. Θα ήταν αδύνατο ένα τέτοιο καίριο έργο να επιτευχθεί από τη μητέρα μόνο, κάτι που σίγουρα συνέβαλε στη σειριακή μονογαμία του είδους μας, δεδομένου ότι απαιτεί σύναψη στενών, παρατεταμένων δεσμών μεταξύ των γονέων και μεταξύ του πατέρα και των παιδιών, και μεταξύ συγγενών και φίλων κ.ο.κ., δηλαδή της οικογένειας, της πατριάς, της φυλής κ.λπ.

Πολλά προβλήματα, κοινωνικά, διαπροσωπικά, οικογενειακά, οργανωτικά, οικονομικά, πολιτικά κ.λπ., θα ελαττώνονταν εάν οι άνθρωποι ξεκινούσαν τη ζωή τους με έναν ασφαλή δεσμό.

Η παραπάνω προσαρμογή είχε δύο αρνητικές επιπτώσεις: Πρώτον, το ανώριμο βρέφος να αναπτύσσει πολλές φορές δυσκολίες στον θηλασμό και, δεύτερον, ένα μικρό ποσοστό επιτόκων γυναικών να έχει δυσκολίες στον τοκετό, που συχνά, στο παρελθόν, οδηγούσαν ακόμη στον θάνατο λόγω «κεφαλοπυελικής δυσαναλογίας», κάτι που έχουμε λύσει με την καισαρική τομή. Οι δύο αυτές δυσχέρειες μπορούν σε κάποιο βαθμό να αντιμετωπιστούν προληπτικά με κατάλληλη προετοιμασία της εγκύου, ένα πολύτιμο στοιχείο της προγεννητικής αγωγής, που μπορεί να αυξήσει τα ποσοστά μητρικού θηλασμού και να ελαττώσει τα ποσοστά των καισαρικών εγχειρήσεων. Σημειωτέον, ο αποκλειστικός μητρικός θηλασμός για τουλάχιστον έξι μήνες, καθώς και ο φυσιολογικός τοκετός, έχουν πολλά οφέλη για τα παιδιά, δεδομένου ότι ελαττώνουν τον δείκτη κινδύνου για παχυσαρκία, μεταβολικό σύνδρομο, αλλεργικές νόσους, σακχαρώδη διαβήτη και άλλες καταστάσεις. Τελευταία, βρέθηκε ότι το μητρικό γάλα είναι γεμάτο γενετικό υλικό της μητέρας κατάλληλα συσκευασμένο σε κυστίδια για πρόσληψη από το νεογνό. Διερωτώμαι, μήπως αυτός είναι ο λόγος που μέχρι στιγμής δεν έχουμε καταφέρει να προσομοιάσουμε εντελώς το ξένο με το ανθρώπινο γάλα;

Και σημαντικότατη και καθοριστική αυτά τα χρόνια είναι η πρωταρχική σχέση μητέρας – παιδιού, που αποκαλείται «δεσμός» (attachment). Ο δεσμός ξεκινάει να σχηματίζεται και εξαρτάται από την κατάσταση της μητέρας προ, κατά και μετά την κύηση, την έκθεση του εμβρύου στο στρες κατά την εγκυμοσύνη, και στην αλληλοεπίδραση των δύο στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού. Αμέσως μετά τη γέννηση, ευοδώνεται από την άμεση δερματική επαφή μητέρας – παιδιού, από άλλα αισθητικά ερεθίσματα από τη μητέρα όπως η φωνή της και η μυρωδιά της, από τον θηλασμό και από την τρυφερότητα, και εν γένει τον τρόπο που αντιμετωπίζεται το παιδί στα πρώτα του χρόνια. Στα κοινωνικά θηλαστικά, όπως ο άνθρωπος, υπάρχει ιδιαίτερο προσαγωγό νευρικό σύστημα αφής που συνδέεται με το σύστημα της αμοιβής στον εγκέφαλο και με την παραγωγή της ωκυτοκίνης, που έχει αποκληθεί και «ορμόνη της αγάπης». Κάθε επαφή μητέρας – βρέφους διεγείρει το σύστημα της αμοιβής και την έκκριση ωκυτοκίνης και στους δύο, λειτουργώντας ενισχυτικά στην ισχυροποίηση του δεσμού μεταξύ τους και της αμοιβαίας θετικής ενσυναίσθησης – αυτό που αποκαλούμε «αγάπη».

Ταυτόχρονα, στη μητέρα διεγείρεται το νευρωνικό «δίκτυο και πρόγραμμα της φροντίδας» (caregiving system), που προσλαμβάνεται θετικά από το παιδί, το οποίο αντίστοιχα, προοδευτικά, αναπτύσσει το δικό του. Τα δύο συστήματα, του δεσμού και της φροντίδας, ενισχύουν το ένα το άλλο στο δίπολο φροντιστού – παιδιού. Η ποιότητα του δεσμού μητέρας – παιδιού, που μπορεί να χαρακτηριστεί «ασφαλής» ή «ανασφαλής» (τρεις κατηγορίες: «αμφίθυμος», «αποφευκτικός» και «αποδιοργανωμένος») δεσμός, θα καθορίσει, εν πολλοίς, αργότερα και τους ρομαντικούς δεσμούς που θα σχηματίσει το παιδί ως ενήλικος. Οι τελευταίοι δεσμοί ξεκινούν συνήθως με τη διέγερση του «συστήματος ζευγαρώματος» (mating system), δηλαδή της ενθουσιώδους ερωτικής έλξης και πάθους μεταξύ δύο ατόμων, και συνεχίζουν στη ενήλικη ζωή μας με την επανάληψη του πρωταρχικού δεσμού, δηλαδή με διέγερση των συστημάτων δεσμού – φροντίδας. Η επιτυχία ενός ρομαντικού δεσμού, η ποιότητά του και η διάρκειά του έγκεινται στον συνδυασμό των τριών συστημάτων, με διατήρηση ενός βαθμού πάθους, δηλαδή ψυχοσωματικού ζευγαρώματος, και μιας σταθερής σχέσης αμοιβαίου δεσμού – φροντίδας, δηλαδή συντροφικότητας.

Οσο μελετώ την Παιδιατρική, τόσο πείθομαι ότι πολλά προβλήματα, κοινωνικά, διαπροσωπικά, οικογενειακά, οργανωτικά, οικονομικά, πολιτικά κ.λπ., θα ελαττώνονταν εάν οι άνθρωποι ξεκινούσαν τη ζωή τους με έναν ασφαλή δεσμό με την/τον φροντιστή τους. Η προτροπή του Heckman (βραβείο Νομπέλ στα Οικονομικά 2000) προς τις κοινωνίες να επενδύσουν στα προσχολικά χρόνια και, προσθέτω, γενικότερα στη γονεϊκότητα, στην εγκυμοσύνη και στα πρώτα χρόνια της ζωής των παιδιών, έχει μια ισχυρή βιολογική βάση.

* Ο κ. Γεώργιος Π. Χρούσος, MD, MACP, MACE, FRCP, είναι ομότιμος καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, επικεφαλής στην Εδρα UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή