Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής

Η «Κ» περιηγήθηκε στα μικρά μαγαζιά της Ομόνοιας που ακόμα επιβιώνουν, μαζί τους κι ό,τι έχει απομείνει από το εμπορικό DNA του παλιού αθηναϊκού κέντρου

7' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συνηθισμένη κίνηση μιας συνηθισμένης εργάσιμης γύρω από την πλατεία: μαγαζάτορες, μικροπωλητές, υποψήφιοι αγοραστές πραμάτιας διαφορετικών διαβαθμίσεων νομιμότητας, εργαζόμενοι και τουρίστες. Ο κόσμος της Ομόνοιας διέρχεται από εκεί κυρίως περαστικός, αλλά κάποτε επιστρέφει. Τo εργατικό δυναμικό που συνωστιζόταν στην πλατεία προς αναζήτηση ευκαιριακού μεροκάματου, ή στα γραφεία των μουντών κτιρίων των παρυφών της, που τώρα μένουν άδεια, δίνει τη θέση του στους ξένους επισκέπτες για τους οποίους η αγορά μετασχηματίζεται. 

Επιχειρήσεις που έχουν επιβιώσει στη βίαιη εναλλαγή των εποχών άνθησης και παρακμής της πλατείας, ωθούνται τώρα στην αναζήτηση νέας στέγης καθώς οι χρήσεις των κτιρίων της περιοχής αλλάζουν. Ομως, λίγα οικογενειακά καταστήματα χονδρικής και λιανικής που ενέγραψαν στα λογιστικά τους βιβλία την εμπορική ιστορία της Ομόνοιας παραμένουν αμετακίνητα και φέρνουν πίσω λίγο από τον κόσμο που παραδοσιακά αναζητούσε στο κέντρο της πόλης τα μικροσυστατικά της καθημερινότητάς του.

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-1

«Πριν 20-25 χρόνια δεν χωρούσες να περπατήσεις εδώ, γινόταν κόλαση». Ο Κώστας Ρούφος, ιδιοκτήτης καταστήματος ταξιδιωτικών ειδών, που χρονολογείται από το 1927, περιγράφει στην «Κ» την κοσμοσυρροή της οδού Λυκούργου και πέριξ, όπως τη θυμάται από παιδάκι μεγαλωμένο στο μαγαζί που άνοιξε ο παππούς του. Τότε που στην πλατεία τα πάντα αγοράζονταν. «Εβγαζες κούκλες πλαστικές, τσαντάκια και τα πούλαγες. Εβγαζες κόλλες χαρτί χρησιμοποιημένες και τις πούλαγες. Μέχρι τη δεκαετία του 1990 ήταν σε πλήρη ανάπτυξη ο δρόμος. Ο κόσμος που βλέπεις τώρα υπήρχε μόνο στις τέσσερις τα ξημερώματα», λέει δείχνοντας μια ντουζίνα περαστικών που σε λίγο θα χαθούν προς την Αιόλου ή την Αθηνάς.

Από το εμπόριο στη φιλοξενία

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-2

Η σχεδόν ήσυχη σήμερα οδός Λυκούργου, μια ανάσα από την πλατεία, ξαναήρθε στο προσκήνιο όταν το αιωνόβιο κατάστημα παιχνιδιών «Δαμίγος» δημοσιοποίησε την αναγκαστική του εκτόπιση, καθώς το κτίριο όπου στεγαζόταν επρόκειτο να γίνει ξενοδοχείο. Μαζί με το διπλανό πιλοποιείο του Μοσχονά (ετ. ιδρ. 1926) και ένα φαρμακείο στο ισόγειο του κτιρίου, κατάφεραν τελικά να βρουν νέα στέγη σε άλλες γειτονιές της ευρύτερης περιοχής του κέντρου.

«Εσύ έβαζες στο μυαλό σου “τι θέλω” και έλεγες θα πάω στο κέντρο της Αθήνας για να το βρω. Δεν θα σκεφτόσουν να πας αλλού», λέει στην «Κ» ο Χρήστος Βασιλείου, εκ των ιδιοκτητών του τυροπιτάδικου «Δωδώνη» (ετ. ιδρ. 1972) που αντιστέκεται στις κατεψυγμένες σφολιάτες και γεμίζει τη Λυκούργου με μυρωδιές φρέσκων παρασκευών. «Τι ήθελες; Μπορεί να ήθελες μια ζώνη, να φτιάξεις παπούτσια, να φας κάτι, να βρεις κάτι. Εδώ πέρα θα το έβρισκες. Τώρα αυτό δεν υπάρχει. Εχουν κλείσει πάρα πολλά μαγαζιά, έχουν μείνει μόνο τα παροχής υπηρεσιών», λέει. 

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-3

Από το μαγαζί του στο τέλος της οδού Λυκούργου, στη συμβολή με τη Σωκράτους, ο Κυριάκος Λάλος μοιάζει να συμφωνεί: «Η εμπειρία έχει δείξει ότι μαγαζί που κλείνει δεν ξανανοίγει. Ή ανοίγει κάτι άλλο. Οσο αυτός ο δρόμος κρατάει ακόμα την εμπορικότητά του, υπάρχει ενδιαφέρον από τον κόσμο για την περιοχή», λέει ο καταστηματάρχης, του οποίου η οικογένεια δραστηριοποιείται στο χονδρικό εμπόριο, στην ίδια έδρα, από τη δεκαετία του 1950.

Οψεις περιθωρίου

Η περιοχή της Ομόνοιας διήλθε μέσα στα χρόνια φάσεις εγκατάλειψης. Γραφεία με εκατοντάδες υπαλλήλους και μαγαζιά κάθε είδους έκλεισαν την περίοδο της κρίσης. Ομως η υποβάθμισή της είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Οι ιδιοκτήτες των παλιών επιχειρήσεων είδαν την πλατεία να ερημώνει από πελάτες και περαστικούς και να αυξάνει τη φήμη της στην παραβατικότητα. «Ο κόσμος που δραστηριοποιείται σε παράνομες δραστηριότητες την προτιμάει. Τώρα γιατί, μη με ρωτάς», λέει ο Κώστας Ρούφος.

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-4

Σήμερα όλοι ομολογούν ότι τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά η Ομόνοια δεν έχει καταφέρει να απεκδυθεί τελείως την όψη του περιθωρίου. «Τα τελευταία χρόνια, με την ανάπτυξη του τουρισμού, αυτό μεταφέρεται αλλού και η Ομόνοια αναβαθμίζεται», προσθέτει ο έμπορος ταξιδιωτικών ειδών. «Αν όλα αυτά δεν συνέβαιναν, δεν θα μπορούσαν ποτέ να χτιστούν ξενοδοχεία στο κέντρο της Αθήνας. Ας πούμε ότι κάποιος εκμεταλλεύτηκε την κρίση, ας μην πούμε ότι ήταν οργανωμένο», λέει και ο Χρήστος Βασιλείου, μεταφέροντας την αίσθηση πολλών καταστηματαρχών ότι η υποβάθμιση προλείανε το έδαφος για τον επιβεβλημένο εξευγενισμό με το τουριστικό πρόσημο.

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-5

Πάντως, τα ξενοδοχεία δεν έλειψαν ποτέ, στην πραγματικότητα, από την Ομόνοια. Σύμφωνα με μελέτη του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου για την περιοχή, στην επικράτεια της πλατείας λειτουργούσαν ήδη από το 1830 έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο 37 ξενοδοχεία. Ανάμεσα σ’ εκείνα που έκλεισαν τα επόμενα χρόνια βρίσκονται τα «Μέγας Αλέξανδρος» και «Μπάγκειον», τα δύο νεοκλασικά κτίρια του Τσίλερ που αποτελούν τα «προπύλαια» της οδού Αιόλου. Αυτά θα επιστρέψουν στην αρχική τους χρήση, που σταμάτησε τις δεκαετίες του 1970 και 1990, αντίστοιχα.

«Η πόλη αλλάζει 100% με γνώμονα τους τουρίστες. Αλλά κι αυτό είναι σωστό. Δηλαδή, ούτως ή άλλως πρέπει να τη φτιάξουμε. Δεν επιτρέπεται το κέντρο μιας πρωτεύουσας να είναι σε αυτό το χάλι», λέει ο Χρήστος Βασιλείου της «Δωδώνης», που μπορεί ευκολότερα από άλλους να βρει μια νέα δεξαμενή πελατών στους τουρίστες, αντισταθμίζοντας τις απώλειες από την αλλαγή της παραδοσιακής ανθρωπογεωγραφίας της περιοχής του.

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-6

Αντέχουν όσοι έχουν δική τους στέγη

Παραμένοντας στην οδό Λυκούργου με κατεύθυνση προς τη Σωκράτους, το «οπλοπωλείον» στη διασταύρωση με την Αιόλου, που παραμένει ανοιχτό από το 1925, προσθέτει ακόμα μία μαρκίζα σ’ εκείνες που αφηγούνται εμπορικές ιστορίες από τα βάθη του περασμένου αιώνα. Είναι η τύχη, αλλά και μια πιο πραγματιστική συνθήκη που επέτρεψαν την επιβίωση αυτών των επιχειρήσεων: η ιδιοκτησία.

Το παιχνιδάδικο του Δαμίγου και το καπελοποιείο του Μοσχονά δεν μπορούσαν (λόγω ρητρών του κτιρίου όπου στεγάζονταν) να αγοράσουν τις έδρες των επιχειρήσεών τους. Αλλοι μαγαζάτορες, όταν οι δουλειές δεν πήγαν καλά, δεν κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στα υψηλά ενοίκια των καταστημάτων της περιοχής, των οποίων οι ιδιοκτήτες φαίνεται πως προτιμούν να τα κρατούν κλειστά παρά να τα παραχωρήσουν για χαμηλότερο αντίτιμο. Ορισμένοι, όμως, στέγασαν σε ιδιόκτητο χώρο την επαγγελματική τους δραστηριότητα και έτσι, ακόμα και μέσα σε μια στοά που χάνεται στο ημίφως της πλατείας, επιχειρήσεις όπως το ουζερί «του Χάρη» και το βιβλιοπωλείο – χαρτοπωλείο «Υδρόγειος» μπορούν και διατηρούν ακόμα τη ζωτικότητά τους.

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-7

«Τώρα τελευταία τη στοά τη λέμε “Υδρόγειο”», λέει ο Χάρης Μόσχοβος. Διατηρεί το καφενείο του πατέρα του από το 1962 και έχει για σπεσιαλιτέ το ψητό χταπόδι, επιβάλλοντας θαλασσινή αύρα σε μια αστική στοά χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Στο ισόγειο της στοάς με το συμβατικό όνομα «Λυκούργου 14-16 – Πειραιώς 1», οι εκδόσεις «Υδρόγειος» λειτουργούν από τους δύο γιους του Θανάση Μαρούτα, που ίδρυσε την επιχείρηση το 1973. Ομως, στο υπόγειο, ο 72χρονος σήμερα Θανάσης Μαρούτας διευθύνει ακόμα, μαζί με τη σύζυγο του Διονυσία, το κατάστημα χονδρικής της «Υδρογείου». «Είχα την τύχη -ατυχία- όπως θες πάρ’ το- το 1964 να έρθω εδώ, στη στοά. Ηταν όλη γεμάτη κόσμο. Να σκεφτείς, ήταν η εποχή που και εδώ, στα υπόγεια, πληρώναμε αέρα για να πάρουμε ένα μαγαζί», λέει στην «Κ».

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-8

Ο «αέρας» ήταν η προμήθεια που δινόταν σε όποιον μεσολαβούσε για τη μίσθωση ενός καταστήματος, που τότε ήταν δυσεύρετα. Στη στοά της οδού Λυκούργου, τα πάντα σήμερα είναι κλειστά και παρατημένα. Κάτι φρέσκες επιγραφές σε ορισμένες από τις προσόψεις των καταστημάτων μαρτυρούν τη μετατροπή της σε κινηματογραφικό πλατό. Εκεί πραγματοποιήθηκαν ορισμένα από τα γυρίσματα των ταινιών «Ευτυχία» και «Rise» – βιογραφίες παλιών και σύγχρονων ηρώων της Αθήνας.

Ο Θανάσης Μαρούτας, που ξεκίνησε ως πλανόδιος πωλητής χαρτικών, γραφικής ύλης και παραμυθιών, έζησε τις μεγάλες δόξες της στοάς μέχρι τη δεκαετία του 1990. «Κάποτε ήταν 52 μαγαζιά εδώ κάτω στο υπόγειο», λέει. «Μόνο τα ανδρόγυνα να βάλεις, ήταν 104 άτομα. Ε, δεν θα είχανε και από ένα άτομο υπάλληλο; Αλλα 52. Δεν θα έμπαινε σε κάθε μαγαζί την ημέρα ένας-δύο πελάτες;.. Είχαν μεγάλη κίνηση! Αλλά, δυστυχώς, δεν ξέρω για ποιους λόγους υποβαθμίστηκε η στοά», λέει σαν να ξέρει.

Ο άνθρωπος που κρατάει την Υδρόγειο

Στα στενά της Ομόνοιας στέκουν οι «μάρτυρες» μια άλλης εποχής-9

Οση ώρα ο Θανάσης Μαρούτας πακετάρει εικόνες με αγίους και μιλάει για τα παλιά, στη στοά σαλεύει λίγο από το παρελθόν της πόλης. Λέει πως στο τέρμα της κρύβεται μια δίοδος για τον ηλεκτρικό της Ομόνοιας, που κάποιος εργολάβος έκλεισε για να φτιαχτεί ένα μαγαζάκι. Δείχνει προς την αντίθετη κατεύθυνση, τα ανήλιαγα και βρώμικα καταστήματα όπου κάποτε, στις δόξες τους, δούλευε υπάλληλος ο Νίκος Κοεμτζής. Γνωστός για τη δολοφονία τριών στο κέντρο «Νεράιδα της Αθήνας», με αφορμή μια παραγγελιά, ο Κοεμτζής επανέρχεται στις κουβέντες των παλαιών της γειτονιάς με συμπόνοια και τρυφερότητα για τη βία που είχε δεχθεί, ακόμα και μέσα σε εκείνη τη στοά, από τα όργανα καταστολής της εποχής του.

Ανθρωποι κάθε πάστας μπερδεύτηκαν στην Ομόνοια και τα υπόγειά της. Αυτόν τον κόσμο που χάνεται, ο Θανάσης Μαρούτας τον θυμάται συγκινημένος και μάλλον διαισθάνεται ότι, από αυτούς που τον εκπροσωπούν, εκείνος είναι ο παλαιότερος. Και ίσως ακριβώς γι’ αυτό η αλλαγή του κέντρου της πόλης δεν τον τρομάζει. Σαν παράδειγμα φέρνει τη Φραγκφούρτη, που γνώρισε επισκεπτόμενος επί 36 χρόνια την εμπορική της έκθεση, συχνάζοντας στα μικρά και φθηνά μαγαζάκια του απλού κόσμου της.

«Οταν μπαίναμε στην ΕΟΚ και μου λέγανε όλοι “θα έρθουν τα τραστ να σου κλείσουνε το μαγαζί”, είχα ψιλοθορυβηθεί», θυμάται. «Αλλά όταν πήγα πάλι στη Φραγκφούρτη την άλλη χρονιά -η Γερμανία είχε μπει στην ΕΟΚ πολύ πριν από εμάς- και είδα ότι τα μαγαζιά που ήξερα υπήρχαν ακόμα, λέω “τι βλακείες μου λένε ότι θα με κλείσουν τα τραστ;”. Και δεν φοβήθηκα καθόλου και πήρα θάρρος. Να τη, εδώ είναι η τσάντα μου, τη δουλειά την ξέρω», λέει. «Ετσι ξεκίνησα, στο περίπτερο, στο ψιλικατζίδικο, στο βιβλιοπωλείο να βγάζω πραγματάκια. Το ίδιο και τώρα. Αμα μας κλείσουν, θα κάνω το ίδιο».

Κανένας δεν κατάφερε έως τώρα να κλείσει την επιχείρηση του Θανάση Μαρούτα. Σε ένα τραγούδι που γράφτηκε για εκείνον, οι στίχοι του Χρήστου Κανελλόπουλου σκιαγραφούν την ερημιά μέσα από την παρουσία ενός επίμονου έμπορου χαρτικών και γραφικής ύλης. «Στους ώμους του σε τούτο εδώ το έρημο υπόγειο/ο άνθρωπος που βλέπετε κρατάει την Υδρόγειο». Σαν άλλος ατλαντας, κρατάει από τα έγκατα της Ομόνοιας τη μικρο-εμπορική υπόσταση της πλατείας που κανένας τουρίστας δεν θα θυμάται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT