Είμαστε το ζώο που βαδίζει

Ο καθηγητής στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης, Μπιλ Σαρπ, επιχειρεί έναν «περίπατο» στην ιστορία και τη φιλοσοφία του περπατήματος, σε μια βόλτα με την «Κ» στην Καρδαμύλη

8' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αχ! Πόσο μου αρέσουν οι περίπατοι! Ειδικά αν με πηγαίνουν όσο πιο μακριά γίνεται από όλους αυτούς που με ενοχλούν», αναστέναζε σοφά ο Νόελ Κάουαρντ. Είχε δίκιο. Το περπάτημα δεν είναι θέμα προορισμού, αλλά σκοπού. Μπορεί στην εποχή μας να το έχουμε υποβαθμίσει στην ερώτηση «πόσα βήματα κάνατε σήμερα;» που εμφανίζεται στις οθόνες μας μέσα από τις εφαρμογές πειθαναγκασμού για τακτική άσκηση. Ομως είναι μακράν η πιο σημαντική δραστηριότητα που ταυτίστηκε με το ανθρώπινο γένος, εξηγεί ο Μπιλ Σαρπ. Η «Κ» συνάντησε τον Αμερικανό καθηγητή στην Καρδαμύλη σε μια διημερίδα με θέμα το βάδισμα, που διοργανώθηκε σκοπίμως στην οικία του Πάτρικ Λι Φέρμορ.

Ο πανεπιστημιακός διδάσκει ειδικό μάθημα γι’ αυτό το θέμα στο Κολέγιο Μπάρναρντ της Νέας Υόρκης και αναμένει οσονούπω να κυκλοφορήσει το καινούργιο βιβλίο του με τίτλο «The Art of Walking» (Η τέχνη του βαδίσματος) από το Yale University Press. Είναι μια έκδοση που αποδεικνύει ότι το περπάτημα είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να βάζουμε το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Ετσι περιλαμβάνει δεκάδες εικόνες από τις απαρχές της κλασικής δυτικής τέχνης με τους κούρους έως τα θρησκευτικά προσκυνήματα του Μεσαίωνα, και από εκεί στους «flaneurs» και τους σύγχρονους διαβάτες των πόλεων που το στίγμα του κινητού τους προδίδει ακόμη και τις σκέψεις τους. Είναι ένας «περίπατος» στην ιστορία, τη λογοτεχνία, την κοινωνιολογία και τη ζωγραφική, την τεχνητή νοημοσύνη.

Ο Σαρπ, λοιπόν, ήταν αυτονόητα ο κεντρικός ομιλητής στην Καρδαμύλη. Το εργαστήριο με θέμα το περπάτημα (17-19 Μαΐου) αποτελεί την απαρχή μιας ευρύτερης συνεργασίας μεταξύ του Ινστιτούτου Ιδεών και Φαντασίας και της Πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος (SNFPHI) του Πανεπιστημίου Κολούμπια και του Μουσείου Μπενάκη. Στόχος ήταν να αποτελέσει ένα φόρουμ εκκόλαψης νέων ιδεών και διαλόγου μεταξύ ακαδημαϊκών, εικαστικών και εκπροσώπων οργανώσεων, που πραγματοποιούν μικρής κλίμακας προγράμματα ανθρωπιστικών επιστημών. Η συνάντηση εστίασε τόσο στη διαχρονική και θεωρητική ανάλυση του περπατήματος, όσο και στο είδος της ιστορικής γνώσης που παράγει. Και βέβαια πού αλλού θα μπορούσε να γίνει αυτό παρά στο σπίτι του Πάντι, όπως φώναζαν χαϊδευτικά τον Λι Φέρμορ μέχρι τα τέλη του βίου του.

Είμαστε το ζώο που βαδίζει-1
Ο Μπιλ Σαρπ περιγράφει το περπάτημα ως την πιο σημαντική δραστηριότητα που ταυτίστηκε με το ανθρώπινο γένος, επισημαίνει, ωστόσο, ότι στην εποχή μας περπατάμε με ένα κινητό στο χέρι. «Βαδίζουμε και αντί να βλέπουμε γύρω μας κοιτάζουμε συνεχώς την οθόνη», λέει χαρακτηριστικά.

Ο «πεζός»

Δεν είναι μονάχα ότι ο χαρισματικός συγγραφέας στις αρχές της δεκαετίας του 1930 διέσχισε κυριολεκτικά ολόκληρη την Ευρώπη για να καταλήξει στην Ελλάδα. Πίστευε τόσο στη σπουδαιότητα του περπατήματος που μετέφρασε από τα ελληνικά στα αγγλικά τα απομνημονεύματα του Γιώργου Ψυχουντάκη. Ηταν ένας Κρητικός συμπολεμιστής του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βοσκός, που ειδικευόταν στη μεταφορά μηνυμάτων καλύπτοντας πεζή τεράστιες αποστάσεις. Σε μόνο μία ημέρα κατάφερε να πάει από το Καστέλι Κισσάμου έως την Παλαιόχωρα μέσα από κατσικόδρομους. Ο Ψυχουντάκης διέσωσε μέχρι και το 1940 μια τεράστια παράδοση αιώνων, η οποία χάθηκε με την έλευση του αυτοκινήτου. Ανήκε στην κατηγορία των ανθρώπων που οι συντοπίτες τους τούς αποκαλούσαν «πεζούς», έχοντας ως επαγγελματική ιδιότητα το περπάτημα. Αλλά και ο Πάντι περπατούσε και ο ίδιος μέχρι τα βαθιά γεράματα. Βάδιζε ταχύτατα με ένα ραβδί δίχως στάσεις για να πάρει ανάσα, σκαρφαλώνοντας σαν το αγρίμι, όπως θυμήθηκε η βιογράφος του Αρτεμις Κούπερ, επίσης παρούσα στη διημερίδα της Καρδαμύλης.

Για να τιμήσουμε λοιπόν τον Πάντι αποφασίσαμε να κάνουμε με τον Σαρπ μια περιπατητική συνέντευξη, στους κήπους του σπιτιού του ανάμεσα σε λεβάντες και μυριστικά, με θέα τα κυπαρίσσια, τις ελιές και το πέλαγος. Πώς όμως ο Αμερικανός καθηγητής αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτό το αντικείμενο; Τι τον σαγήνευσε στο βάδην; «Σε όλη την πανεπιστημιακή μου καριέρα καταπιάστηκα με τις πόλεις. Το προηγούμενο βιβλίο μου ήταν αφιερωμένο στη νυχτερινή Νέα Υόρκη, σε έργα τέχνης, φωτογραφίες, ποιήματα, λογοτεχνικά έργα που απαθανατίζουν το Μεγάλο Μήλο μετά τη δύση του ηλίου. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα κατάπληκτος πως υπήρχε ένας κοινός παρονομαστής σε κάθε θέμα που αφορούσε το άστυ και αυτό ήταν το περπάτημα! Ηταν μια πραγματική αποκάλυψη που με οδήγησε να κάνω ένα μάθημα για το περπάτημα, αξιοποιώντας λογοτεχνικά κείμενα που εστίαζαν σε αυτό. Μετά συνειδητοποίησα ότι αυτοί που περπατούν δεν γράφουν μόνο βιβλία, αλλά φωτογραφίζουν, έχουν πολιτικές ανησυχίες και κάνουν πορείες, ασχολούνται με την ιστορία, την κοινωνία. Το περπάτημα ενώνει όλες τις τελείες από τη βιολογία και την ανθρωπολογία, στην κοινωνιολογία, την τέχνη, τις πολιτικές επιστήμες», τονίζει.

Τελικά, τι συμπυκνώνει το περπάτημα; «Οι ανθρωπολόγοι θα μας πουν ότι είναι αυτό που μας κάνει ανθρώπους. Οταν σταθήκαμε στα δύο πόδια μπορούσαμε να δούμε πιο μακριά από τα άλλα θηλαστικά, είχαμε ελεύθερα τα χέρια μας να κυνηγήσουμε, να σκοτώσουμε θηράματα ή να κουβαλήσουμε πράγματα. Επίσης μας προσφέρει καλύτερη θερμοδυναμική, καθώς ο ήλιος μάς χτυπάει μόνο στο κεφάλι μας και όχι σε όλο το σώμα. Το περπάτημα στα δύο πόδια μάς έδωσε τη δυνατότητα να κυριαρχήσουμε στον πλανήτη για καλό ή για κακό. Μετά βέβαια προέκυψε το ερώτημα στο ανθρώπινο γένος: σε τι άλλο μπορεί να χρησιμεύσει το περπάτημα. Εκεί μπήκε το τελετουργικό στοιχείο. Αρχίσαμε να κάνουμε λιτανείες και τελετές, το βάδισμα συνδέθηκε και με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Υπάρχει μια παλαιά εκκλησία στην Ιρλανδία που οι κάτοικοι πιστεύουν ότι αν κάνεις τον γύρο της τρεις φορές θα σου εμφανιστεί ο διάβολος. Στην αρχαία Ελλάδα πήγαιναν πεζή στην Ελευσίνα για τα Μυστήρια, στον Μεσαίωνα έγιναν τα μεγάλα χριστιανικά προσκυνήματα. Ακόμη και τα φύλα έμαθαν να περπατούν διαφορετικά ώστε να είναι ελκυστικά: οι γυναίκες κουνάνε περισσότερο τους γοφούς, οι άνδρες τους ώμους. Το περπάτημα είναι μια υπογραφή για τον χαρακτήρα μας. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο. Είναι όμως και μια τρομερή, μη λεκτική έκφραση των συναισθημάτων του. Είμαστε θυμωμένοι; Είμαστε αγχωμένοι; Χαρούμενοι; Ε, ο διασκελισμός μας αλλάζει ριζικά».

«Το περπάτημα ενώνει όλες τις τελείες από τη βιολογία και την ανθρωπολογία, στην κοινωνιολογία, την τέχνη, τις πολιτικές επιστήμες».

Ο Σαρπ έχει μελετήσει πολλά ιστορικά στοιχεία για το πώς οι κοινωνικές θέσεις ξεχώριζαν από το πού στεκόταν ο διαβάτης. «Οταν δεν υπήρχαν αυτοκίνητα, η απορροή για να φεύγουν τα όμβρια από τους πλακόστρωτους δρόμους ήταν στη μέση, δημιουργώντας μικρά ρυάκια. Οσο πιο υψηλά κοινωνικά ιστάμενος ήσουν, τόσο πιο μακριά από τα βρωμόνερα περπατούσες. Εξ ου και η γαλλική έκφραση Haut du pavé στο ψηλό μέρος του πεζοδρομίου, άρα η ελίτ. Σήμερα έχουμε πολύ πιο δημοκρατικά πεζοδρόμια όπου χωράμε όλοι, έχοντες και μη έχοντες. Η ιστορία της τέχνης είναι γεμάτη έργα που αφορούν το περπάτημα. Ο αρχαιοελληνικός κούρος είναι το άγαλμα που βάζει το ένα πόδι μπροστά από το άλλο. Το πρώτο κινηματογραφικό απόσπασμα στην Ιστορία από τους αδελφούς Λιμιέρ δείχνει εργάτες να περπατούν στο εργοστάσιό τους. Η πιο αναγνωρίσιμη φιγούρα του κινηματογράφου του 20ού αιώνα, ο Τσάρλι Τσάπλιν, έγινε γνωστός από τον αστείο τρόπο που περπατούσε. Δεν υπάρχει οπτική αναπαράσταση στον δυτικό πολιτισμό που να μην αγγίζει το περπάτημα».

Και σήμερα; «Σήμερα το βλέπουμε ως μια υποχρέωση, όχι ως μια ευκαιρία να χαρούμε τη ζωή. Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι από την αρχαιότητα μέχρι την εποχή μας το βάδισμα ήταν κάτι που έπρεπε αναγκαστικά να κάνουμε για να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες της ζωής και της εργασίας μας. Μόνη εξαίρεση σε αυτό ήταν όπως είδαμε τα τελετουργικά ζητήματα. Δεν περπατούσες για εσένα, αλλά για τον θεό ή τους θεούς. Κάποια στιγμή μετά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το περπάτημα ως μια προσωπική υπόθεση, μια διαδρομή αυτογνωσίας. Ομως αυτό μπορούσαν να το εξασκήσουν ορισμένοι προνομιούχοι, οι άλλοι δεν είχαν τον χρόνο. Ο Ερασμος έλεγε, λ.χ., ότι μια κυρία ή ένας κύριος της καλής κοινωνίας δεν έπρεπε να περπατάει γρήγορα, διότι θα τον περνούσαν για υπηρέτη. Εβγαλε λοιπόν κανόνες γι’ αυτή τη δραστηριότητα με πρώτο μέλημα να βαδίζει κανείς χωρίς να δείχνει ότι έχει κάποια δουλειά που πρέπει να τελειώσει άμεσα. Να κινείται στον κόσμο δίχως βιασύνη», εξηγεί ο Σαρπ.

Είμαστε το ζώο που βαδίζει-2

Η οθόνη που μας βλέπει

Και συνεχίζει: «Τον 18ο αιώνα πια μπαίνει η παράμετρος ότι το να περπατάς σημαίνει να μαθαίνεις. Οι άνθρωποι επέστρεψαν στην Περιπατητική Σχολή των αρχαίων, είδαν ότι η κίνηση ευνοεί τη σκέψη και πως η φύση έχει να διδάξει στα τέκνα της πολλά πράγματα. O Σκωτσέζος Τζον Μιουρ, “πατέρας” των εθνικών πάρκων, πίστευε ότι το να βγαίνεις έξω για περπάτημα είναι η αφορμή να “μπεις” μέσα στον εαυτό σου. Στην εποχή μας πια το βάδισμα είναι πάλι προσωπικό, διότι συνήθως περπατάμε με ένα κινητό στο χέρι. Δίχως τη συσκευή είμαστε ανάπηροι, δεν μπορούμε να βρούμε τον προορισμό μας. Χάσαμε τη δυνατότητα να αναγνώσουμε το περιβάλλον και να πλοηγούμαστε μέσα σε αυτό. Η τεχνολογία του κινητού είναι αυτή που μας συντροφεύει κάθε δευτερόλεπτο. Βαδίζουμε και αντί να βλέπουμε γύρω μας κοιτάζουμε συνεχώς την οθόνη. Δυστυχώς μας “βλέπει” και αυτή, όπως και οι κάμερες που είναι τοποθετημένες στους δημόσιους χώρους. Στην Κίνα, γιγαντοοθόνες στους δρόμους δείχνουν τα πρόσωπα και τα στοιχεία παραβατών πολιτών που πέρασαν με κόκκινο το φανάρι. Είναι τρομακτικό αν το σκεφθεί κανείς».

Ασφάλεια και έλεγχος

Είμαστε δηλαδή διαβάτες υπό στενή παρακολούθηση; «Ακριβώς!», λέει ο Σαρπ. «Οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν ανταλλάξει τις ευκολίες που τους δίνει η ψηφιακή τεχνολογία, την ασφάλεια με ελευθερία της κίνησής τους. Δεν είναι μόνο η κάθε κυβέρνηση που τους παρακολουθεί, αλλά και οι ίδιοι είναι παραπάνω από χαρούμενοι να ανακοινώνουν πού βρέθηκαν και τι έκαναν. Ισως λοιπόν στο μέλλον να υπάρξει ένα κίνημα όπου ο άνθρωπος θα περπατάει και θα ταξιδεύει δίχως κινητό, δίχως κανέναν τρόπο να μπορεί να σε παρακολουθεί κανείς. Στο Χονγκ Κονγκ οι διαδηλωτές έβαζαν ειδικό μακιγιάζ στο πρόσωπό τους για να μην είναι ανιχνεύσιμοι από τις κάμερες στους δρόμους ή δεν έπαιρναν το κινητό τους μαζί για να μη φαίνεται το στίγμα τους».

Λίγο προτού αποχωριστούμε ρώτησα τον καθηγητή Σαρπ ποιος του έχει μάθει περισσότερα πράγματα για το βάδισμα: «Μα οι ανάπηροι συμπολίτες μας. Αυτοί αναγκαστικά μαθαίνουν πώς να κινούνται, διότι έχουν να αντιμετωπίσουν σοβαρά εμπόδια. Ενώ εμείς χαζολογάμε στις οθόνες μας περπατώντας, αυτοί έχουν πολύ μεγαλύτερη επίγνωση του τι συμβαίνει γύρω τους».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή