Είκοσι ώρες στα δίχτυα της μεγάλης απάτης

Είκοσι ώρες στα δίχτυα της μεγάλης απάτης

Την έπεισαν ότι η κόρη της κινδυνεύει. Την παγίδευσαν. Και κατάφεραν να της αποσπάσουν σε μετρητά και κοσμήματα 155.000 ευρώ. Το χρονικό ενός εφιάλτη

8' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας αυτής (θα την πούμε Κατερίνα) είχε ξυπνήσει στις 5.30 το πρωί. Σε λίγες ημέρες θα ταξίδευε στο εξωτερικό για να επισκεφθεί συγγενείς της και είχε πολλές εκκρεμότητες. Παρότι συνταξιούχος, παρέμενε δραστήρια με μια γεμάτη κοινωνική ζωή. Οταν εκείνο το απόγευμα στις 18.26 χτύπησε το σταθερό της τηλέφωνο καθόταν στο σαλόνι και διάβαζε κυριακάτικες εφημερίδες. Με το που σήκωσε το ακουστικό άκουσε μια φωνή σπαρακτική. «Μάνα μου, μάνα μου. Σώσε με». Δεν της πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να μην είναι η κόρη της. Βοήθησε και το ότι πάντα τη φωνάζει μάνα και ποτέ μαμά. Πριν προλάβει να ρωτήσει τι της είχε συμβεί, στο τηλέφωνο πήρε μια άλλη γυναίκα. «Υπαστυνόμος Γεωργία Γεωργιάδου από τη ΓΑΔΑ. Θέλω να με ακούσετε πολύ προσεκτικά. Θα αφήσετε το σταθερό ανοικτό και θα μου πείτε το κινητό σας για να σας καλέσω εκεί. Θέλω όμως να κάτσετε σε μια καρέκλα». Στο άκουσμα αυτό, η 78χρονη γυναίκα ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. «Πείτε μου τι έχει συμβεί», τη ρωτούσε ξανά και ξανά. «Πρέπει πρώτα να κάνετε αυτό που σας λέω», επέμενε εκείνη. Ακολούθησε τις οδηγίες και έτρεξε να βρει το κινητό της. Ηταν η αρχή μιας απίστευτης περιπέτειας.

Τις επόμενες 16 ώρες δέχθηκε συνολικά 53 κλήσεις. Ηταν όλες από απόκρυψη. Αργότερα θα μάθει πως προφανώς δεν ήταν από τη ΓΑΔΑ, αλλά από εννέα διαφορετικούς ρουμανικούς αριθμούς. Είχε πέσει θύμα μιας γνωστής παγίδας με τηλεφωνικές απάτες. Οι δράστες κατάφεραν να της αποσπάσουν χρήματα και κοσμήματα συνολικής αξίας 155.000 ευρώ.

Το κόλπο

«Η κόρη σας πέρασε με κόκκινο και τραυμάτισε θανάσιμα ένα κορίτσι 8 ετών», της είπε η «υπαστυνόμος». «Οι γονείς της είναι από την Αλβανία. Είναι χωρισμένοι. Η μητέρα ήδη υπέγραψε το χαρτί που απαλλάσσει την κόρη σας. Ο πατέρας όμως ζητάει χρήματα. Είναι εδώ στη ΓΑΔΑ, έχει φέρει κάποιους δικούς του και πολύ φοβάμαι πως θα κάνουν φασαρία». Η Κατερίνα ζητούσε ξανά και ξανά να μιλήσει στην κόρη της. Η «υπαστυνόμος» τη διέκοψε αυστηρά. «Δεν νομίζω πως αντιλαμβάνεστε την κρισιμότητα της κατάστασης. Το παιδί σας θα μπει στη φυλακή για τουλάχιστον 10 χρόνια. Επειδή είμαι κι εγώ μητέρα και καταλαβαίνω τι περνάτε θέλησα να βοηθήσω. Κανονικά σε λίγη ώρα σχολάω. Σκόπευα να ζητήσω από τον αξιωματικό να κάνω και την επόμενη βάρδια για να σας εξυπηρετήσω. Εάν πάλι δεν θέλετε…». Η φωνή ακουγόταν σοβαρή – τα ελληνικά της ήταν τέλεια. Δεν της πέρασε από το μυαλό πως μπορεί να είναι απάτη. «Πείτε μου τι πρέπει να κάνω», είπε.

«Ο πατέρας θέλει απόψε 200.000 ευρώ». «Μα πού να τα βρω τόσα χρήματα», απάντησε η Κατερίνα πανικόβλητη. «Πείτε μου τι μπορείτε να δώσετε απόψε και αύριο που θα ανοίξουν οι τράπεζες και θα δω πώς θα το χειριστώ». «Εχω 500 ευρώ στο σπίτι. Kάποια χρυσά κοσμήματα, το μονόπετρο του γάμου μου…». «Δεν κάνουμε έτσι δουλειά», σχολίασε η «υπαστυνόμος».

Τότε, σκέφτηκε πως μια καλή της φίλη είχε στο σπίτι της 5.000 ευρώ που είχε συγκεντρώσει η παρέα τους για μια εκδρομή που θα έκαναν όλοι μαζί. Ζήτησε την άδεια να την καλέσει με την προϋπόθεση να μην πει κουβέντα για τον λόγο που ήθελε τα χρήματα. Μίλησε με τη φίλη της, αλλά μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, η «υπαστυνόμος» που όλη εκείνη την ώρα άκουγε μέσω του κινητού, άρχισε να της φωνάζει. «Προσπαθώ να σας βοηθήσω κι εσείς θα με κάψετε. Σας είπα να μην της πείτε κουβέντα». «Μα δεν είπα τίποτα, σας ορκίζομαι», επέμεινε αγχωμένη η Κατερίνα. «Το καλό που σας θέλω», είπε εκείνη λίγο πιο ήρεμα.

Υπό παρακολούθηση

Της έδωσε οδηγίες, να πάρει τα χρήματα και να κατέβει στο κέντρο της Αθήνας, στην πλατεία Καραϊσκάκη. Εκεί θα έστελνε έναν δικό της άνθρωπο εμπιστοσύνης για να τα πάρει. Η Κατερίνα, ίσως από τον πανικό της, δεν ήξερε πώς να φθάσει εκεί. «Να πάρω ένα ταξί;» «Οχι. Θα πρέπει να κατέβετε με δικό σας αμάξι. Θα πάτε στην πιάτσα ταξί και θα ζητήσετε από κάποιον να σας οδηγήσει εκεί. Υπάρχει λόγος». Ο λόγος προφανώς ήταν μην τυχόν μιλήσει με κάποιον και αποκαλυφθεί η απάτη. Εκείνη πάντως έκανε όπως της είπε.

Είχε κίνηση στον δρόμο και τους πήρε πάνω από 45 λεπτά να φθάσουν. Ολο το διάστημα οι δυο γυναίκες ήταν στο τηλέφωνο. «Οταν παραλάβουμε αυτά τα πρώτα χρήματα πιστεύω πως θα καταφέρω να μη μείνει η κόρη σας απόψε στη ΓΑΔΑ. Να πάει σπίτι της και το πρωί να επιστρέψει. Αλλά προσοχή. Θα φοράει τσιπάκι με κοριό. Θα την ακούμε. Μη μιλήσει σε κανέναν».

Ενα τηλεφώνημα που άρχισε με τη φράση «Μάνα μου, μάνα μου. Σώσε με», μετέτρεψε την ηλικιωμένη γυναίκα σε υποχείριο των κακοποιών. Θα έκανε ό,τι της ζητούσαν για να βοηθήσει το παιδί της.

Ηταν 9.30 το βράδυ όταν έφθασε στην πλατεία Καραϊσκάκη. Πλήρωσε το ταξί και περίμενε. Τα επόμενα δεκαπέντε λεπτά ακολουθούσε τις οδηγίες από το τηλέφωνο. «Περπατήστε προς το ξενοδοχείο “ΚΑΤΕΡΙΝΑ”… σταθείτε εκεί… Τώρα κάνετε 20 μέτρα και μετά στρίψτε αριστερά… Εκεί θα βρείτε κάτι ζαρντινιέρες. Περιμένετε το σήμα μου για να αφήσετε τη σακούλα».

«Προφανώς σας παρακολουθούσαν και ήθελαν να βεβαιωθούν πως δεν σας συνόδευε κάποιος από εμάς», της είπαν αργότερα οι αξιωματικοί της Ασφάλειας Κηφισιάς που ανέλαβαν την υπόθεση. Από κάμερες στα γύρω μαγαζιά κατάφεραν να διακρίνουν στις 21.45 την Κατερίνα να αφήνει πίσω από τη ζαρντινιέρα μια σακούλα jumbo. Ενάμιση λεπτό αργότερα μια άλλη γυναίκα πλησιάζει στο σημείο και την παίρνει. Εχει κόκκινα έντονα μαλλιά –πιθανόν φοράει περούκα–, μακρύ παλτό και χειρουργική μάσκα.

Στη διαδρομή της επιστροφής η «υπαστυνόμος» είπε στην Κατερίνα τα πρώτα καλά νέα. «Τα καταφέραμε. Η κόρη σας απόψε θα κοιμηθεί με την οικογένειά της. Εάν ακολουθήσετε και αύριο τις οδηγίες μας, όλα θα πάνε καλά». Λίγη ώρα αργότερα, όμως, την ενημέρωνε για μια καινούργια εξέλιξη. «Θα πρέπει να μείνετε απόψε σε ξενοδοχείο. Υπάρχουν εδώ δημοσιογράφοι που περιμένουν σαν τα κοράκια για μια είδηση. Φοβάμαι πως είναι θέμα χρόνου να διαρρεύσει η ιστορία σας και μπορεί να βρεθούν κάτω από το σπίτι σας. Θέλει μεγάλη προσοχή».

Σαν υπνωτισμένη

Η Κατερίνα είχε πια παραδοθεί σε ό,τι της έλεγε. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν υπνωτισμένη. Στο δωμάτιο του ξενοδοχείου δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι. Κάθε μισή ώρα την καλούσε στο τηλέφωνο. Στις 5.30 το πρωί θέλησε να πάει σπίτι της να πάρει πρωινό εκεί. Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί από το ξενοδοχείο όταν χτύπησε το τηλέφωνο και άκουσε την «υπαστυνόμο» να της φωνάζει. «Γιατί φύγατε; Σας είπα δεν θα πατήσετε στο σπίτι σας μέχρι να ανοίξουν οι τράπεζες». Η Κατερίνα κατάλαβε πως και εκεί την παρακολουθούσαν και ένιωσε περίεργα. Επέστρεψε όμως στο ξενοδοχείο. Ηταν εξαντλημένη και απλά ήθελε να τελειώσει αυτή η περιπέτεια και να δει την κόρη της.

Στις 8 το πρωί ήταν έξω από την τράπεζα και περίμενε να μπει στον χώρο με τις θυρίδες. Ανοιξε το κουτί και σε μια τσάντα σούπερ μάρκετ έβαλε με γρήγορες κινήσεις φακέλους που είχαν χρήματα. Εβαλε και τα μασούρια με τις χρυσές λίρες. Εχοντας όμως ένα από αυτά στα χέρια της, κοντοστάθηκε και το ξαναέβαλε πίσω στη θυρίδα. Ηταν το μόνο που είχε πάνω τα γράμματα του πατέρα της. «Για την Κατερίνα μου», της έγραφε. Ηταν η πρώτη στιγμή που της ήρθε να βάλει τα κλάματα για τα όσα της συνέβαιναν. Προσπάθησε όμως να παραμείνει ψύχραιμη. Βγήκε περιμένοντας και πάλι οδηγίες. Η «υπαστυνόμος» της ζήτησε να βάλει τη σακούλα κάτω από έναν κάδο ανακύκλωσης. Και όσα χρήματα έβγαλε αργότερα από ανάληψη από άλλη τράπεζα να τα κατεβάσει και πάλι στο κέντρο της Αθήνας. Αγνωστο γιατί, αφού αναλύοντας το υλικό από όλες τις κάμερες οι αξιωματικοί είδαν την ίδια γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά να παραλαμβάνει και τις δύο σακούλες.

Στις 10 το πρωί έγινε το τελευταίο τηλεφώνημα. «Η κόρη σας είναι ελεύθερη. Αύριο το πρωί θα σας καλέσει», της είπε και της το έκλεισε. Η Κατερίνα, στο σπίτι της πλέον, προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά με το που την έπαιρνε ο ύπνος τιναζόταν. Παρότι ένιωθε ανακούφιση, είχε μεγάλη στενοχώρια για τον χαμό του μικρού παιδιού, για το βάρος που θα κουβαλούσε το παιδί της μια ζωή. Το απόγευμα δεν άντεξε και έστειλε στην κόρη της ένα γραπτό μήνυμα. «Ακύρωσα το ταξίδι μου. Περιμένω τηλέφωνό σου για να συναντηθούμε». Η κόρη της ήταν στη δουλειά, σε απόλυτη άγνοια για το τι είχε περάσει η μητέρα της. «Μάνα τι συνέβη; Γιατί ακύρωσες το ταξίδι;». Δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Με το που άκουσε τη φωνή της κόρης της κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. Πως την είχαν εξαπατήσει.

Στην Ασφάλεια

Η κόρη της μπήκε στο αυτοκίνητο και πήγε κατευθείαν στο πατρικό της. Εκεί βρήκε τη μητέρα της σε άσχημη κατάσταση. Μαζί πήγαν στην Ασφάλεια της Κηφισιάς για να καταθέσει. Οι αξιωματικοί τούς εξήγησαν πως πρόκειται για ένα γνωστό κόλπο εδώ και χρόνια. «Συνήθως λένε διάφορες εκδοχές της ιστορίας που σας είπαν. Αλλες φορές λένε πως κάποιος συγγενής είχε ένα ατύχημα, μπήκε στο χειρουργείο και χρειάζονται άμεσα χρήματα για να αγοράσουν κάποιο ακριβό ιατρικό υλικό. Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν δώσει 10.000 ευρώ για χειρουργικές λάμες». Από την έρευνά τους έχουν διαπιστώσει πώς «δρουν» ανά περιοχές. «Κάθε 15 ημέρες έχουμε δεκάδες απόπειρες σε μια συγκεκριμένη περιοχή». Και πράγματι όταν έγινε άρση απορρήτου και «άνοιξαν» τα ρουμανικά τηλέφωνα που καλούσαν την Κατερίνα, είδαν πως εκείνο το μεσημέρι καλούσαν στο Περιστέρι (8 διαφορετικούς ανθρώπους) και στη συνέχεια επικεντρώθηκαν στην Κηφισιά (άλλες 9 κλήσεις μέχρι τελικά να καλέσουν εκείνη). Οι αξιωματικοί έκαναν αίτημα επισύνδεσης. Ηταν σίγουροι πως οι δράστες θα είχαν πετάξει τις κάρτες sim με τα συγκεκριμένα νούμερα, αλλά ήλπιζαν πως μπορεί να είχαν χρησιμοποιήσει τις ίδιες συσκευές με μια νέα σύνδεση και πως έτσι θα μπορούσαν να τους παρακολουθήσουν. Οι δράστες όμως ήταν ένα βήμα μπροστά. Ακόμη και οι συσκευές ήταν επιχειρησιακές και δεν τις ξαναχρησιμοποιούσαν. «Η έρευνα συνεχίζεται», της είπαν. Ξέρουν βέβαια πως ακόμη κι αν τους πιάσουν, είναι θέμα χρόνου να συνεχίσουν κάποιοι άλλοι αντίστοιχη δράση.

Τον Νοέμβριο του ’22 στελέχη της Ασφάλειας Πειραιά είχαν εξαρθρώσει σπείρα ταυτοποιώντας 12 μέλη, εις βάρος των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία και συλλαμβάνοντας δύο από αυτά –δύο γυναίκες ηλικίας 67 και 54 ετών– που είχαν συμμετάσχει σε 21 υποθέσεις ανάλογης απάτης. Η οργάνωση είχε επιχειρησιακό τηλεφωνικό κέντρο στη Βουλγαρία και «εισπράκτορες» στην Αθήνα, τους οποίους είχαν στρατολογήσει μέσω αγγελιών σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Στα σπίτια των δύο γυναικών κατασχέθηκαν κινητά τηλέφωνα και κάρτες sim, χειρόγραφες σημειώσεις με τοποθεσίες, ημερομηνίες, ποσά και αποδείξεις εταιρειών μεταφοράς χρημάτων με προορισμό τη Βουλγαρία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή