Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60
τα-βλέμματα-που-απαθανάτισαν-την-ελλά-562512577

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60

Τρεις εμβληματικές εικόνες και έξι πρόσωπα που αφηγούνται την ιστορία μιας χώρας η οποία κοιτούσε το μέλλον της

Μαριάννα Κακαουνάκη
Ακούστε το άρθρο

Η Λούλα Χριστοπούλου έχει δει τη συγκεκριμένη φωτογραφία της εκατοντάδες φορές. Οταν όμως μπήκε στην έκθεση του φωτογράφου Ρόμπερτ Μακέιμπ, στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, και την είδε σε τόσο μεγάλη διάσταση, συγκινήθηκε. «Κοίτα πώς με κρατάει ο μπαμπάκας μου», μονολόγησε. Είναι σήμερα 71 ετών, στη φωτογραφία δεν έχει κλείσει τα τέσσερα. Ο πατέρας της, Αγαμέμνων Ντάσης, την ακουμπάει τρυφερά στον ώμο και στέκονται και οι δυο στην είσοδο του οικογενειακού ξενοδοχείου τους στις Μυκήνες. Η Λαμπρινή Γαβρίλα-Πλατή είδε πρώτη φορά τη δική της παιδική φωτογραφία το 2007. Ο Μακέιμπ είχε επιστρέψει στην Ηπειρο για μια έκθεση και αναζητούσε τα τρία κορίτσια που, χωρίς παπούτσια, γελούσαν και πόζαραν ανέμελα στον φακό του στην ελληνική ύπαιθρο το 1961. «Δεν θυμάμαι να μας τραβάει. Αλλά θυμάμαι το σημείο. Περιμέναμε και οι τρεις τους γονείς μας να τελειώσουν από τα κτήματα και παίζαμε στη γέφυρα του Μετσοβίτικου ποταμού. Κρατούσαμε τα παπούτσια μας στο χέρι, για να μην τα χαλάσουμε. Είχαμε από ένα ζευγάρι η καθεμία», λέει στην «Κ» η Λαμπρινή. Ο 94χρονος Δημήτρης Μάναγας τη δική του φωτογραφία, τραβηγμένη από τον Τάκη Τλούπα, μαζί με πολλές άλλες τις έχει στο σπίτι του στη Θεσσαλονίκη και τις κοιτάει συχνά. «Μαζί γυρίσαμε κυριολεκτικά όλη την Ελλάδα», λέει. Οι τρεις αυτές φωτογραφίες, σύμβολα μιας Ελλάδας που άλλαξε, λένε μια ιστορία μιας άλλης εποχής, μεταβατικής και κομβικής.

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60-1
Η Λαμπρινή με τη Μαρία και την Ελένη παραμένουν φίλες και νοσταλγούν την εποχή που έπαιζαν στο Μεγάλο Περιστέρι, ακόμη και δίχως παπούτσια. «Ηταν πιο απλά τα πράγματα», λέει η Λαμπρινή.   Φωτ. Robert McCabe

Μεγάλο Περιστέρι, 1961

Φίλες, εξήντα χρόνια μετά

Η Λαμπρινή δεν θυμάται ποτέ όταν ήταν μικρό κορίτσι να της αγοράζουν κάποιο παιχνίδι. Στο Μεγάλο Περιστέρι στην Ηπειρο, όμως, όπου μεγάλωσε, ήταν τόσα τα παιδιά που δεν χρειάζονταν παιχνίδια για να παίξουν. Συνεχώς ήταν στον δρόμο, συχνά ξυπόλυτα, έπαιζαν με τις ώρες κρυφτό και κυνηγητό. «Οι γονείς μας καλλιεργούσαν σιτάρι και καλαμπόκι, οπότε δεν πεινάσαμε, αλλά σίγουρα δεν είχαμε καμία πολυτέλεια. Ημασταν όμως χαρούμενα παιδιά. Δεν υπήρχε ο φόβος ή κάποια ανησυχία στη ζωή μας. Ηταν όλα πιο απλά, πιο αγνά. Τώρα νιώθω πως αυτό έχει αλλάξει», λέει. Στα κοριτσάκια στη φωτογραφία με τα καρό φορεματάκια, και τις παραμάνες αντί για κουμπιά, θα έδινε μια συμβουλή: Να περάσουν όσο πιο ανέμελα παιδικά χρόνια γιατί η ζωή αργότερα δυσκολεύει. Η ίδια παντρεύτηκε, αλλά έχασε πολύ νέα τον άνδρα της από καρδιά. Μεγάλωσε την κόρη τους με πολλές θυσίες και σκληρή δουλειά. «Δεν ήταν εύκολες οι συνθήκες. Βάρος, σκόνη, καπνός. Αλλά τα καταφέραμε». Με τις άλλες δυο γυναίκες της φωτογραφίας, τη Μαρία και την Ελένη, παραμένουν ακόμη φίλες. Η Ελένη πήγε για κάποια χρόνια στη Γερμανία, αλλά επέστρεψε στα Γιάννενα. Καμία τους τελικά δεν έφυγε από την Ηπειρο. Ηταν το 2007 όταν η κόρη μιας εξ αυτών αναγνώρισε τη μητέρα της στη φωτογραφία σε ένα περιοδικό. «Οσο να ’ναι συγκινηθήκαμε. Ηταν η μοναδική φωτογραφία από τα παιδικά μας χρόνια. Τότε δεν υπήρχαν φωτογραφικές μηχανές στα μέρη μας, εδώ τα παπούτσια ήταν ένα είδος πολυτελείας», εξηγεί η Λαμπρινή. Ενόψει της έκθεσης που προετοίμαζε τότε ο Μακέιμπ στην περιοχή, οι τρεις γυναίκες συναντήθηκαν μαζί του και πόζαραν ξανά μαζί. «Ηταν μια ωραία στιγμή για όλες μας. Μια σύνδεση με το παρελθόν, με μια άλλη εποχή και έναν τρόπο ζωής που πλέον έχει χαθεί τελείως», καταλήγει.

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60-2
«Χαίρε, Ξένε, είσαι καλοδεχούμενος από εμάς εδώ», αναφέρει η επιγραφή. Στην πόρτα του «Belle Helene» των Μυκηνών, η Λούλα με τον πατέρα της. Φωτ. Robert McCabe

Μυκήνες, 1957

Στο ξενοδοχείο όπου έμενε ο Σλήμαν

Το ξενοδοχείο «Belle Helene» το έφτιαξε ο παππούς της Λούλας. Βορειοηπειρώτης, έφυγε σε ηλικία 18 χρόνων από το χωριό του, τη Δρόβιανη, και ταξίδευε για μέρες με ένα γαϊδουράκι ακολουθώντας τις γραμμές του τρένου. Το 1864 εγκαταστάθηκε στις Μυκήνες, ερωτεύτηκε την πιο όμορφη γυναίκα του χωριού και μαζί έχτισαν το μικρό ξενοδοχείο. Το όνομα «Belle Helene» το έδωσε ο αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν, ο οποίος έμενε εκεί για μεγάλα διαστήματα μιας δεκαετίας, σε ένα δωμάτιο του πρώτου ορόφου. «Το θεωρούσε σπίτι του. Οταν έφευγε, το δωμάτιο παρέμενε κλειδωμένο. Αλλά και αργότερα, όποιος ήθελε να μείνει εκεί, θεωρείτο ξεχωριστό, ήταν το ακριβότερο», εξηγεί η Λούλα, ή Ηλέκτρα όπως τη φώναζε ο πατέρας της, που είχε δώσει σε όλα του παιδιά, πέρα από τα θρησκευτικά τους ονόματα, και ονόματα από τον Ομηρο. Η επιγραφή πάνω από την είσοδο του ξενοδοχείου είναι στίχος από την Οδύσσεια. «Χαίρε, Ξένε, είσαι καλοδεχούμενος από εμάς εδώ», γράφει. 

Οταν γεννήθηκε, το ξενοδοχείο το είχε αναλάβει ο πατέρας της. Ηταν το ξεκίνημα της τουριστικής ανάπτυξης. «Ολο το χωριό ήταν στο πόδι και δούλευαν για εμάς, για να τους φιλοξενήσουμε σωστά. Μας έφερναν αυγά, κρέας και άλλες πρώτες ύλες για να τους μαγειρεύουμε, αναλάμβαναν τις μετακινήσεις τους με μουλάρια», θυμάται. 

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60-3
Η Λούλα με τον Ρόμπερτ Μακέιμπ. Η τουριστική ανάπτυξη στις Μυκήνες άρχισε από τον παππού της.

Της έχουν μείνει τα πάρτι που έκαναν οι επισκέπτες στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, οι ιστορίες για τον Αγαμέμνονα. Αν και αυτό που της είχε κάνει μεγαλύτερη εντύπωση ήταν μια μαύρη Κάντιλακ με έξι πόρτες. Παντρεύτηκε στα 17 και επικεντρώθηκε στο μεγάλωμα των παιδιών της. Συνέχιζε όμως να βοηθάει τους γονείς της, ειδικά τα καλοκαιριά. «Με τα χρόνια άρχισαν τα γκρουπ. Ερχονταν καραβάνια. Ολοι οι κάτοικοι συνέχισαν να ζουν από τον τουρισμό, πουλούσαμε κάρτες, σουβενίρ, ο άνδρας μου ήταν μάγειρας». Με τα χρόνια όμως είδαν αλλαγή. Πλέον τα μεγάλα γκρουπ δεν διανυκτέρευαν στο «Belle Helene» ή έμεναν σε μεγαλύτερα ξενοδοχεία της περιοχής, τα πρακτορεία διεκδικούσαν μερίδιο ακόμη και από το φαγητό των τουριστών. 

Το μικρό πέτρινο κτίριο που είχε χτιστεί τον προηγούμενο αιώνα είχε αρχίσει να καταρρέει. Η οικογένεια Ντάση πάλευε να διατηρήσει την αίγλη του μέσα από τις ιστορίες του παρελθόντος. «Ευτυχώς βρέθηκε ένας ανιψιός μας και το ανέλαβε πριν από λίγο καιρό. Είναι τώρα σε διαδικασία ανακαίνισης. Θα γίνει όπως ακριβώς ήταν για να το δουλέψει όπως παλιά», λέει η Λούλα.

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60-4
Ο Δημήτρης Μάναγας με την Τούλα, τη σύζυγό του, σε ανέμελες στιγμές που απαθανάτισε ο Τάκης Τλούπας. Μαζί του γύρισαν όλη τη Θεσσαλία. Φωτ. ΤΑΚΗΣ ΤΛΟΥΠΑΣ

Αγιόκαμπος, 1963

Μας έφτανε να βλέπουμε τον ουρανό

Ο Δημήτρης Μάναγας γνωρίστηκε με τον φωτογράφο Τάκη Τλούπα στη Λάρισα στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Μικρά αγόρια τότε, πήγαιναν στον πατέρα του Τάκη που ήταν ξυλουργός και τους έφτιαχνε σβούρες για να παίζουν. Οταν ο καλός του φίλος ξεκίνησε να φωτογραφίζει τη θεσσαλική γη, ο Δημήτρης πήγαινε μαζί του, πολλές φορές ήταν το μοντέλο του. «Στον Ολυμπο, στον Κίσσαβο και στα γύρω χωριά, αλλά σύντομα σε όλη την Ελλάδα. Με μια βέσπα και αργότερα με το “εργαλείο” του Τάκη, ένα ποντικί 2CV, ένα αυτοκίνητο το οποίο ακόμη και με μισό μέτρο χιόνι και χωρίς αλυσίδες μάς πήγαινε», αφηγείται. 

Ο Δημήτρης έβλεπε τον Τάκη να καταγράφει τα μετακατοχικά χρόνια σε απομακρυσμένες, ξεχασμένες περιοχές της χώρας. «Δρόμοι δεν υπήρχαν. Πολύ χώμα, λάσπη. Αλλά αυτό ήταν που του άρεσε. Να φωτογραφίζει και να ακούει τις ιστορίες, τις συνήθειες αυτών των ανθρώπων του μόχθου. Χωρίς μόρφωση, αλλά με καλοσύνη. Φιλόξενοι και γνήσιοι». 

Τα βλέμματα που απαθανάτισαν την Ελλάδα του ’60-5
Ο Δημήτρης Μάναγας είναι πλέον 94 ετών και ζει στη Θεσσαλονίκη, πάντα με την αγαπημένη του Τούλα.

Παράλληλα, ο φακός του Τλούπα κατέγραφε και τη ζωή του φίλου του. Από το 1957 κοινή, με τη σύζυγό του Τούλα. Την είχε γνωρίσει όσο ακόμη εκείνη ήταν εθελόντρια στον Ερυθρό Σταυρό. Ο θείος της ήταν στη Μακρόνησο και όλη η οικογένεια δυσκολευόταν να βρει δουλειά όσο απαιτούσαν πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Η οικογένειά της είχε μια μονοκατοικία και γη την οποία καλλιεργούσαν, ήταν όμως για όλους δύσκολα χρόνια. «Και με τα λίγα ήμασταν καλά. Εμένα μου έφτανε να βγω στον κήπο να πιάσω τους καρπούς από τα δέντρα. Να ξαπλώνω και να βλέπω τον ουρανό», διηγείται η Τούλα.

Το ζευγάρι μαζί με τον Τλούπα και τη γυναίκα του συνέχισαν να ταξιδεύουν και εκείνος να φωτογραφίζει. Ηταν τα χρόνια της αλλαγής και της ελπίδας. 

Ο Μάναγας είχε μπει 18 χρόνων στην τράπεζα. Συνταξιοδοτήθηκε μετά 40 χρόνια από τη θέση του διευθυντή. Είχαν δώσει αντιπαροχή το σπίτι της Τούλας στη Λάρισα και προίκισαν τις δυο κόρες τους με διαμερίσματα στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν εγκατασταθεί το 1972. 

«Οταν επέστρεφα στη Λάρισα, πέρναγα πάντα πρώτα από το σπίτι του Τάκη. Μια μέρα τον βρήκα στο ατελιέ. Καθόταν σε μια πολυθρόνα. “Περιμένω τη σειρά μου”, μου είπε. “Αντε από εδώ, έχουμε καιρό”, του απάντησα. Δεν το ήξερα, αλλά είχε αρχίσει να αρρωσταίνει. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να αποχαιρετάς τους φίλους σου;». Για τον Μάναγα, που σήμερα είναι 94 ετών, ο θάνατος εκείνος ήταν ένα τέλος εποχής.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή