Τι θα συνέβαινε αν έπεφτε στην Αττική βροχή ανάλογη με εκείνη που έπεσε στη Θεσσαλία; Θα άντεχε ο Κηφισός τον τεράστιο όγκο του νερού; Θα πλημμύριζαν οι περιοχές που έχουν χτιστεί δίπλα ή πάνω σε ρέματα; Πόσος κόσμος θα μπορούσε να εκτεθεί σε κίνδυνο;
Κι όμως, το ερώτημα αυτό πλέον έχει απαντηθεί. Τον Μάρτιο του 2021 η Περιφέρεια Αττικής υπέγραψε προγραμματική σύμβαση με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) και το Πανεπιστήμιο Αθηνών (ύψους 2,2 εκατ. ευρώ) για την εκπόνηση έρευνας με τίτλο «Εκτίμηση κινδύνου σεισμού, πυρκαγιάς και πλημμυρών στην Περιφέρεια Αττικής». Το Κέντρο Ερευνών Παρατήρησης της Γης και Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης «Beyond» του ΕΑΑ ανέλαβε, σε συνεργασία με τα τμήματα Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ, του ΑΠΘ και του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας, καθώς και το τμήμα Μεταλλειολόγων του ΕΜΠ, να εκτιμήσει τον κίνδυνο πλημμυρών σε πέντε λεκάνες που υπέδειξε η Περιφέρεια: της Πικροδάφνης, της Μάνδρας, του Σαρανταποτάμου, του ρέματος Γιώργη (Νέα Πέραμος) και του Κηφισού. Το αποτέλεσμα έχει ήδη ολοκληρωθεί στις τέσσερις πρώτες περιοχές και θα ολοκληρωθεί και για τον Κηφισό μέχρι το τέλος του έτους – είναι μια λεπτομερής ανάλυση, που φτάνει σε επίπεδο οικοδομικού τετραγώνου.
Δεδομένα και εκτιμήσεις
Οπως εξηγεί η Αλεξία Τσούνη, συντονίστρια του έργου για τις πλημμύρες, η έρευνα ξεκίνησε με δορυφορικά δεδομένα, που συμπληρώθηκαν με αυτοψίες σε όλο το μήκος των ρεμάτων και των παραποτάμων τους. Στην πορεία συνυπολογίστηκε το ιστορικό κλήσεων για πλημμύρες στην πυροσβεστική, τα εκτελεσθέντα έργα, ομβρίων ή αντιπλημμυρικά (ένα τιτάνιο έργο, αν σκεφτεί κανείς τι υλικό έπρεπε να συγκεντρωθεί από όλες τις τεχνικές υπηρεσίες των υπουργείων, της περιφέρειας και των δήμων και να συμπληρωθεί για εκεί όπου δεν υπήρχε) και εφάρμοσαν σε αυτά υδραυλικά μοντέλα με σενάρια πλημμυρών 50ετίας, 100ετίας και 1.000ετίας, κάνοντας μια προσομοίωση πλημμύρας. Στη συνέχεια, στο σύστημα μπήκαν στοιχεία για την πυκνότητα και την ηλικία του πληθυσμού και τους τύπους των κτιρίων, ώστε να υπολογιστεί η τρωτότητα κάθε περιοχής, πάντα σε επίπεδο οικοδομικού τετραγώνου, καθώς και οι αξίες της γης από το υπουργείο Οικονομικών. Η ηλεκτρονική πλατφόρμα που δημιουργήθηκε έχει και επιχειρησιακή χρησιμότητα, καθώς δείχνει ποιες είναι οι ασφαλείς περιοχές εκκένωσης σε περίπτωση πλημμύρας και οι ασφαλέστερες διαδρομές. Η βάση δεδομένων βρίσκεται σε λειτουργία, αλλά δεν είναι ανοιχτή στο κοινό, με εξουσιοδοτημένους χρήστες μόνο από την περιφέρεια και τους δήμους που αφορά.
«Εχουμε δημιουργήσει ένα μοναδικό παρατηρητήριο πληροφορίας και εκτίμησης κινδύνου για όλους αυτούς τους δήμους», λέει στην «Κ» ο Χάρης Κοντοές, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, ο οποίος είναι επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος για το ΕΑΑ. «Με το εργαλείο αυτό η περιφέρεια και οι δήμοι θα μπορούν να προγραμματίσουν σωστά τα έργα τους, να παρέμβουν εκεί όπου υπάρχει πρόβλημα και να ενημερώσουν τους κατοίκους των πιο επικίνδυνων περιοχών. Ηδη ξεκίνησαν κάποιες πρώτες ενημερωτικές συναντήσεις με μεγάλη συμμετοχή – οι κάτοικοι ήξεραν πού είναι τα προβλήματα, δεν ήξεραν όμως πόσο επικίνδυνα είναι. Η περιφέρεια επίσης έκανε κάποιες πρώτες παρεμβάσεις, που ακούγονται απλές αλλά είναι ουσιαστικές, όπως οι καθαρισμοί και η κατάλληλη σηματοδότηση οδών. Δεν θες σε μια τέτοια στιγμή να βρεθείς σε αδιέξοδο».
Η προσομοίωση. Η ευρύτερη περιοχή της Μάνδρας και της Ελευσίνας είναι από τις πιο «προβληματικές» στην Αττική. Οι τρεις εικόνες δείχνουν πόσο εκτιμάται ότι θα πλημμυρίσουν στη σφοδρότερη βροχή της 50ετίας, της 100ετίας και της 1.000ετίας. Οι συγκεντρώσεις νερού απεικονίζονται με γαλάζιο χρώμα.
«Θέλει προσοχή»
Οι ειδικοί που έκαναν αυτοψίες στα ρέματα κάνουν λόγο για «συλλογικό έγκλημα» και προσθέτουν ότι στο πιο αστικοποιημένο μέρος της χώρας «ο κόσμος έχει άγνοια κινδύνου».
Ποια είναι τα πρώτα συμπεράσματα από την ολοκλήρωση του προγράμματος; «Η Αττική έχει σοβαρό πρόβλημα, ιδίως οι περιοχές εκτός του κυρίως πολεοδομικού συγκροτήματος», τονίζει ο κ. Κοντοές. «Από τη μια πλευρά η συνεχής αστικοποίηση του τοπίου μειώνει τη φυσική απορροή του νερού και επιβαρύνει τους όγκους που καταλήγουν στους βασικούς αγωγούς ομβρίων και τα ρέματα. Τα ίδια τα ρέματα είναι επιβαρυμένα, λόγω νόμιμων και αυθαίρετων παρεμβάσεων. Από την άλλη πλευρά, η Αττική έχει τα 3-4 τελευταία χρόνια επιβαρυνθεί σοβαρά από πυρκαγιές. Αν προσθέσουμε σε όλα αυτά την υπερσυγκέντρωση πληθυσμού και την απόλυτη άγνοια κινδύνου τόσο των πολιτών όσο και των τοπικών αρχών, βλέπουμε ότι έχουμε ένα επικίνδυνο μείγμα. Η Αττική θέλει πολλή προσοχή». «Είμαστε τυχεροί επειδή η Αττική, στην οποία έχουμε στοιχεία από τον 19ο αιώνα, δεν είχε ποτέ πολύ ισχυρές βροχές. Από την άλλη πλευρά, τα δεδομένα δείχνουν πλέον να αλλάζουν», λέει ο Δημήτρης Κουτσογιάννης, καθηγητής υδρολογίας και ανάλυσης υδραυλικών έργων στο ΕΜΠ, που συμμετέχει στο ίδιο πρόγραμμα. «Το πρόβλημα στην Αττική είναι αυτό που φανταζόμαστε όλοι: είναι το πιο αστικοποιημένο μέρος της χώρας. Στην Ηπειρο από όπου κατάγομαι, ο κόσμος ξέρει περίπου πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε μια πλημμύρα. Εδώ ο κόσμος έχει άγνοια κινδύνου». Κατά τη διάρκεια των αυτοψιών σε ρέματα και χειμάρρους, η κατάσταση που καταγράφηκε ήταν συχνά αποκαρδιωτική. «Το έγκλημα είναι συλλογικό», λέει ο κ. Κουτσογιάννης. «Δεν υπάρχει ένας “δολοφόνος”. Μπορεί να είναι το Δημόσιο, που έχτισε το αμαξοστάσιο του ΗΛΠΑΠ πάνω στην κοίτη του Κηφισού στη Νέα Φιλαδέλφεια ή το κτίριο των ΕΛΤΑ στο Βασιλικό ρέμα στο Κρυονέρι. Μπορεί να είναι οι δήμοι, που έφτιαξαν υποδομές και ενέταξαν στο σχέδιο πόλης περιοχές πάνω στις κοίτες, υπό την πίεση μικροσυμφερόντων. Μπορεί να είναι οι πολίτες, που έχτισαν μέσα στα ρέματα, μπάζωσαν και αδυνατούν να καταλάβουν τι επίπτωση έχει αυτό. Στη Μάνδρα είχα κάνει πριν από κάποια χρόνια μια ομιλία και άνθρωποι που έχασαν δικούς τους σε σπίτια μέσα στο ρέμα διεκδικούσαν τον καθαρισμό τους, όχι να μετακινηθούν αλλού».
Στην Αττική, λοιπόν, η περιφέρεια και οι δήμοι γύρω από τις πέντε πιο «επικίνδυνες» λεκάνες απορροής δεν μπορούν πλέον να ισχυριστούν ότι δεν γνώριζαν. «Στη Μάνδρα, το σχέδιο διαχείρισης κινδύνου πλημμύρας του υπουργείου Περιβάλλοντος δεν είχε καν το ρέμα Σούρες που πλημμύρισε και έπνιξε κόσμο», λέει ο κ. Κοντοές. «Τώρα έχουμε στα χέρια μας ένα πραγματικά ουσιαστικό εργαλείο. Μένει να το διατηρήσουμε σε λειτουργία, κάτι που απαιτεί διαρκή ενημέρωση. Και οι υπόλοιπες περιφέρειες να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Αττικής».
Το μεγάλο ερώτημα στο λεκανοπέδιο είναι αν ο Κηφισός είναι σε θέση να δεχθεί τον όγκο μιας ακραίας βροχόπτωσης. Επιπλέον, όπως πρόσφατα ανέδειξε η «Κ» («Τα μυστικά της κοίτης του Κηφισού», 3.8.23), το υπόγειο κομμάτι της κοίτης παρουσιάζει βλάβες, καθώς δεν έχει ελεγχθεί και συντηρηθεί τουλάχιστον από την εποχή των Ολυμπιακών Αγώνων. Για το θέμα κατατέθηκε πρόσφατα και επερώτηση στη Βουλή, με αποτέλεσμα την προηγούμενη εβδομάδα να ειδοποιηθεί κάθε συναρμόδια υπηρεσία, με προεξάρχουσα την περιφέρεια (που όπως φαίνεται φέρει την ευθύνη) η οποία προγραμματίζει τώρα έλεγχο.
Εκτός από τις ζημιές, όμως, υπάρχει και το θέμα της υδραυλικής ικανότητας. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Νίκος Μαλατέστας, μελετητής υδραυλικών έργων και εταίρος του γραφείου «Καραβοκύρης και συνεργάτες», η πρώτη διευθέτηση του Κηφισού από τις εκβολές του μέχρι την οδό Πειραιώς έγινε μετά τις πλημμύρες του 1890 στο Νέο Φάληρο για παροχή 400 κυβικών μέτρων το δευτερόλεπτο (m3/sec). Βάσει μελετών του 1932 η διευθέτηση συμπληρώθηκε μέχρι το 1964 στο τμήμα από την Πειραιώς μέχρι τις Τρεις Γέφυρες. Το 1970 κατασκευάστηκε το πρώτο έργο εκβολής στη θάλασσα, ενώ τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 και μέχρι τις αρχές του 2000 κατασκευάζονται με διάφορες εργολαβίες τα έργα αναδιευθέτησης στο τμήμα από την Αγίας Αννης μέχρι τις Τρεις Γέφυρες, στο πλαίσιο έργων οδοποιίας για την κατασκευή της Λεωφόρου Κηφισού στη σημερινή της μορφή. Τέλος, τη διετία 2002-2004, στο πλαίσιο των ολυμπιακών έργων και της ολοκλήρωσης της Λεωφόρου Κηφισού, κατασκευάζονται τα έργα αναδιευθέτησης στο τελικό τμήμα, σε ένα μήκος περίπου 3 χλμ.
«Το τελικό τμήμα, που μελέτησε το γραφείο μας πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, έχει παροχετευτική ικανότητα 1.400 m3/sec», λέει ο κ. Μαλατέστας. «Η διατομή του Κηφισού, όμως, δεν είναι η ίδια σε όλο το μήκος του διευθετημένου τμήματος. Λ.χ. στην αρχή του κλειστού τμήματος έχει παροχετευτική ικανότητα 475 m3/sec, ενώ στις Τρεις Γέφυρες έχει 250 m3/sec. Ο Κηφισός έχει κατασκευαστεί για πλημμύρα 50ετίας (η οποία αντιστοιχεί σε 1.200 m3/sec), έχει βέβαια την ικανότητα να δεχθεί περισσότερο νερό χωρίς να υπερχειλίσει, γιατί υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας στο έργο».
Δύο «κλειδιά»
Για τον κ. Μαλατέστα, που γνωρίζει καλά το έργο σε όλο το μήκος του, η προσοχή πρέπει να στραφεί σε δύο σημεία: «Πρώτον, πρέπει να καθαρίζεται τακτικά το έργο από τα φερτά και να συντηρείται. Η απόθεση φερτών υλικών, ιδίως στο τελευταίο τμήμα του που βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας, μειώνει σημαντικά την παροχετευτική του ικανότητα. Εξ όσων γνωρίζω, ο τελευταίος μεγάλος καθαρισμός έγινε το 2008, ενώ για τη συντήρηση υπάρχει η γνωστή διαφωνία ανάμεσα στην περιφέρεια και το υπουργείο Υποδομών. Δεύτερον, έχουμε μελετήσει για λογαριασμό του υπουργείου Υποδομών την αναδιευθέτηση του ποταμού σε μήκος 3 χλμ., από τις Τρεις Γέφυρες έως την Αττική Οδό (ανοιχτό τμήμα). Η μελέτη βρίσκεται εδώ και 2-3 χρόνια σε διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης. Το έργο αυτό πρέπει να προχωρήσει γιατί θα αυξήσει τη διατομή, ενώ περιλαμβάνει και μια δεξαμενή ανάσχεσης (700.000m3), η οποία θα γεμίζει και θα αδειάζει στις βροχοπτώσεις, μειώνοντας τον όγκο του νερού που δέχεται ο Κηφισός. Δυστυχώς, αν τα επόμενα χρόνια αποδειχθεί ότι οι βροχοπτώσεις αυξάνονται, η μόνη μας λύση για τον Κηφισό και τα άλλα πλήρως διευθετημένα ποτάμια μέσα σε πόλεις, αλλά και κάθε νέα μεγάλη ανάπτυξη (λ.χ. οικιστική, βιομηχανική), είναι τα έργα ανάσχεσης, μικρής ή μεγάλης κλίμακας, καθώς τα περιθώρια βελτίωσης είναι μικρά».
Πόσο αντέχει ο Κηφισός
1890. Γίνεται η πρώτη διευθέτηση του Κηφισού από τις εκβολές του μέχρι την οδό Πειραιώς για παροχή 400 κυβικών μέτρων το δευτερόλεπτο (m3/sec).
1970. Κατασκευάζεται το πρώτο έργο εκβολής στη θάλασσα, ενώ σταδια-
κά μέχρι τις αρχές του 2000 κατασκευάζονται τα έργα αναδιευθέτησης στο τμήμα από την Αγίας Αννης μέχρι τις Τρεις Γέφυρες.
475. κυβικά ανά δευτερόλεπτο είναι η παροχετευτική ικανότητα του Κηφισού στην αρχή του κλειστού τμήματος, ενώ αυτή των Τριών Γεφυρών μόλις 250 m3/sec.
1.200 m3/sec είναι η ένταση της βροχής για την οποία έχει κατασκευαστεί η κοίτη του Κηφισού (πλημμύρα 50ετίας). Εχει την ικανότητα να δεχθεί περισσότερο χωρίς να υπερχειλίσει.