Αυτές τις μέρες καταλαβαίνεις ότι μιλάς με Βολιώτη, όχι γιατί έχεις πάρει μεσημεριάτικα στο σπίτι του και ανησυχείς μήπως διατάραξες τη σιέστα των μικρότερων τόπων, αλλά γιατί από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου ο άνθρωπος απολογείται επειδή δεν έλαβε ποτέ το email που του έστειλες. «Μόλις πριν από λίγη ώρα ήρθε το Ιντερνετ». Αυτές τις μέρες καταλαβαίνεις ότι μιλάς με Βολιώτη αρχιτέκτονα, όχι γιατί συζητάς μαζί του την παρουσίαση ενός νέου πρότζεκτ στην εφημερίδα, αλλά γιατί επιβλέπει ο ίδιος την αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η θεομηνία στο σπίτι του. Κι επίσης, αυτές τις μέρες καταλαβαίνεις ότι μιλάς με καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όχι ενόψει κάποιου επιστημονικού συνεδρίου ή με αφορμή τη νέα ακαδημαϊκή χρονιά, αλλά γιατί δεν μπορεί να πάει στο γραφείο του. Και, τέλος, συνειδητοποιείς ότι δεν μπορείς να μιλήσεις με έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους Βολιώτες καλλιτέχνες, όπως ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, όχι γιατί είναι βυθισμένος σε κάποιο απαιτητικό εικαστικό έργο, αλλά γιατί, πολύ απλά, πενθεί: έχασε το αγαπημένο του, πέτρινο πατρογονικό σπίτι στο Μικρό, στο Νότιο Πήλιο, εκεί που είχε φτιάξει μια ζωή στα μέτρα του. Το κατάπιε ο υγρός Αρμαγεδδώνας που κατέβασε το βουνό, ο ίδιος γλίτωσε στο παρά πέντε. «Συγγνώμη, δεν μπορώ ακόμη».
Ομως, πώς τα φέρνει έτσι η ζωή και ο φιλήσυχος και συνήθως αποτραβηγμένος από την αδυσώπητη ελληνική πραγματικότητα Βόλος βρέθηκε να είναι το αστικό κέντρο της πολλαπλά τραυματισμένης Θεσσαλίας, που χτυπήθηκε με τη μεγαλύτερη ένταση από το πρωτοφανές καιρικό φαινόμενο. Το μαρτυρούν η καταστροφή του συστήματος ύδρευσης, οι βουλιαγμένες στη λάσπη συνοικίες του, η αγνώριστη, σχεδόν, ακτογραμμή που ένωνε την πόλη με τα χωριά και τους παραθεριστικούς οικισμούς του Παγασητικού, οι απροσπέλαστοι δρόμοι. Είναι η πρώτη φορά μετά τους σεισμούς του 1955 που μια φυσική καταστροφή αναστατώνει σε αυτόν τον βαθμό την καθημερινότητα των κατοίκων του Βόλου και του Πηλίου.
Ευκαιρία αναστοχασμού
Με φόντο αυτή την οδυνηρή ανατροπή, ρωτάω τον Βολιώτη αρχιτέκτονα Κώστα Αδαμάκη, ομότιμο καθηγητή του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, τι μπορεί να φέρνει η επόμενη μέρα για την πόλη. Κουβεντιάζουμε χωρίς να γνωρίζω ότι ο ίδιος και η οικογένειά του είναι διπλά πλημμυροπαθείς, καθώς τόσο το σπίτι τους στον Βόλο όσο και η εξοχική κατοικία στο Μαλάκι, στο Νότιο Πήλιο, υπέστησαν σημαντικές ζημιές. Θυμίζει ότι η νεότερη ιστορία του Βόλου σημαδεύτηκε αρκετές φορές με μεγάλης κλίμακας φυσικές καταστροφές, που πήγαν την πόλη πολλά χρόνια πίσω. Ο καταστροφικός σεισμός 6,8 Ρίχτερ του 1955 ισοπέδωσε την πανέμορφη νεοκλασική πόλη του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, αφήνοντας πίσω εκτός από υλικές ζημιές και πολλά ανθρώπινα θύματα. Αμέσως μετά, και πριν η πόλη προλάβει να ορθοποδήσει από τους σεισμούς, πλημμύρες ολοκλήρωσαν την καταστροφή. Οι δύο βασικοί χείμαρροι, ο Κραυσίδωνας και ο Αναυρος, έσπασαν, συμπαρασύροντας ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους, πνίγοντας όλη την πόλη σε τόνους λάσπης. Ο κ. Αδαμάκης αναγνωρίζει ότι η ένταση του καιρικού φαινομένου και η διάρκειά του ήταν πρωτόγνωρες για την περιοχή, με αποτέλεσμα να αποδειχθούν ανεπαρκείς οι υποδομές για την αντιμετώπιση της πλημμύρας. «Είναι φανερό ότι οι προηγούμενες επιστημονικές προσεγγίσεις για τα αντιπλημμυρικά έργα έχουν πλέον ξεπεραστεί και πρέπει να αλλάξουν εκ βάθρων οι προδιαγραφές για τις μελέτες των αντιστοίχων νέων υποδομών. Το μεγάλο ζητούμενο για την επόμενη μέρα είναι ο τρόπος που η πολιτεία και η τοπική αυτοδιοίκηση θα οργανώσουν αποτελεσματικές άμυνες απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα, που απ’ ό,τι φαίνεται θα γίνουν πλέον κομμάτι της ζωής μας».
Οι προηγούμενες επιστημονικές προσεγγίσεις για τα αντιπλημμυρικά έργα έχουν πλέον ξεπεραστεί και πρέπει να αλλάξουν εκ βάθρων οι προδιαγραφές για τις μελέτες των νέων υποδομών.
Στη μνήμη της η Χρύσα Δραντάκη, διευθύντρια Πολιτισμού του Δημοτικού Οργανισμού Εκπαίδευσης Παιδιού, Αθλητισμού, Πολιτισμού και του ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, κρατάει τη δραματική αφήγηση της μητέρας της, που περιέγραφε το νερό που ανάβλυζε από το δάπεδο του σπιτιού στις πλημμύρες του 1955 από την υπερχείλιση του Αναύρου, έχοντάς την στην κοιλιά της. Τώρα, 68 χρόνια μετά, στην άλλη πλευρά της πόλης, πλησίασε τον χείμαρρο Κραυσίδωνα ακούγοντας το μανιασμένο βουητό του από μακριά. Πατώντας στη λάσπη κατέβαινε την παρόχθια οδό με την παραμορφωμένη ομορφιά της, με το ορμητικό ποτάμι να συμπαρασύρει τα πάντα. Ενα τοπίο αλλοιωμένο ως την κεντρική αρτηρία προς τη Νέα Ιωνία και από εκεί προς το κέντρο του Βόλου, αφόρητο με τις εικόνες πόνου και καταστροφής στις γειτονιές και τους σωρούς απορριμμάτων και αχρηστευμένου οικιακού εξοπλισμού που σκέπαζε η λάσπη.
Ας αναζητηθεί εκ νέου ένας φωτισμένος ηγέτης, όπως ο Γεώργιος Καρτάλης την εποχή των σεισμών του ’55, που ανέθεσε στο Γραφείο Δοξιάδη τον επανασχεδιασμό της πόλης.
Με δέος μπροστά στα φαινόμενα της φύσης, πίκρα και οργή για τις πολυεπίπεδες επιπτώσεις, αναλογίζεται πως «από τις λάσπες μπορούμε να αναγεννηθούμε». Η κ. Δραντάκη δεν θέλει να διολισθήσει στην κοινοτοπία της «κρίσης που θα γίνει ευκαιρία», αλλά πιστεύει βαθιά πως αυτό που συνέβη μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία επανεξέτασης ενός συνολικού μοντέλου πρόληψης, σχεδιασμού, θωράκισης της πόλης και διαχείρισης κρίσεων, με στόχο τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής βιωσιμότητας σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον κλιματικής κρίσης. Αυτό όμως δεν θα γίνει ποτέ, πιστεύει, αν δεν αναζητηθούν πάση θυσία συναινετικές διεργασίες, που με τη σειρά τους θα καλλιεργήσουν μια καινούργια νοοτροπία ζωής, με αίσθημα συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες και δομές της πόλης. «Για να εμπεδωθεί το αίσθημα ασφαλείας και να αποκατασταθεί η τρωθείσα συλλογική αυτοπεποίθηση», τονίζει. Και ζητάει να διδαχθούμε από το καταστροφικό 1955. «Το πανεπιστήμιο τις τελευταίες δεκαετίες μεταμόρφωσε τη ζωή της πόλης ζωντανεύοντάς την, προσφέροντας πολλές δυνατότητες και φωτεινά μυαλά, που πρέπει να κληθούν για να προτείνουν λύσεις. Ας αναζητηθεί εκ νέου ένας φωτισμένος ηγέτης, όπως ο Γεώργιος Καρτάλης την εποχή των σεισμών του ’55, που ανέθεσε στο Γραφείο Δοξιάδη τον επανασχεδιασμό της πόλης. Ας γίνει βασικό μέλημα η πρόταξη του νεωτερικού πολιτιστικού κεφαλαίου, ξεκινώντας από τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, τον Θεόφιλο, έως τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τους σύγχρονους δημιουργούς, σε συνύπαρξη με τους κορυφαίους μύθους και τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Ναι, μέσα από τον ζόφο της καταστροφής ας σκεφτούμε πως μπορούμε να αναγεννηθούμε!», συμπληρώνει η επικεφαλής των πολιτιστικών οργανισμών του Δήμου Βόλου.
Οι απειλές
«Τίποτε δεν είναι πια ίδιο στον χάρτη του Βόλου, του Πηλίου και της Θεσσαλίας ευρύτερα, καθώς περνούν σε μια νέα γεωγραφική συνθήκη, τόσο όσον αφορά το έδαφος όσο και την κοινωνική διάρθρωση», τονίζει ο αρχιτέκτονας και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Ζήσης Κοτιώνης, που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του στην Αγριά, όχι επειδή υπέστη ζημιές αλλά γιατί η νέα καθημερινότητα χωρίς νερό και με ανατιναγμένους τους βόθρους παραήταν δύσκολη, κι επειδή «ήμασταν από τους τυχερούς που είχαμε σπίτι και στην Αθήνα, οπότε…», λέει με κάποια ίχνη ενοχής στη φωνή. «Πέρα από την τεράστια υγειονομική και διατροφική καταστροφή που έρχεται, το κύριο ζήτημα για τη μεθεπόμενη μέρα στη Θεσσαλία είναι η ανασυγκρότηση της αγροτικής και της κτηνοτροφικής παραγωγής, καθώς και η επιβίωση των κοινοτήτων. Η νέα απειλή για τον κάμπο δεν είναι μόνο η εγκατάλειψη της γης και των νοικοκυριών, με μείωση του πληθυσμού και μετανάστευση. Η ερημοποίηση της παραγωγικής υπαίθρου θα δημιουργήσει πιέσεις για μια γενικευμένη εκμηχάνιση της υπαίθρου με την κάλυψη των εδαφών από μονάδες παραγωγής ενέργειας εις βάρος και εναντίον των γεωργικών πρακτικών, που από την αρχαιότητα έως σήμερα έδιναν τον διατροφικό τους πλούτο στους κατοίκους της επικράτειας».
Πέρα από την τεράστια υγειονομική και διατροφική καταστροφή, το κύριο ζήτημα για τη Θεσσαλία είναι η ανασυγκρότηση της αγροτικής και της κτηνοτροφικής παραγωγής, καθώς και η επιβίωση των κοινοτήτων.
Στον Βόλο, μου λέει ο κ. Κοτιώνης, κατέρρευσε το γενικό σύστημα συγκράτησης, αποταμίευσης και παροχής του νερού, «πράγμα αναμενόμενο και με τη χρόνια αποτυχία διαχείρισης των νερών από διεφθαρμένους και υπερχρεωμένους οργανισμούς». Ενα ολοκληρωμένο σχέδιο διαχείρισης του νερού, όπως και της ατμόσφαιρας του Βόλου είναι το άμεσο ζητούμενο. Και εντοπίζει μια αντίφαση: «Την ίδια στιγμή που όλοι επικαλούνται την κλιματική κρίση, οι τρέχουσες στρατηγικές για τις υποδομές στις περιφέρειες της χώρας προκρίνουν εκείνες τις υποδομές –όπως οι νέοι αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια κ.λπ.– που επαυξάνουν την κλιματική κρίση. Είναι υποδομές επιβολής πάνω στη φύση. Αντιθέτως, υποδομές όπως της διαχείρισης του νερού ή της ανάπτυξης οικοσυστημάτων, είναι αυτές που χρειαζόμαστε για να υποδεχθούμε τα φυσικά στοιχεία και να συμβιώσουμε με αυτά. Αρα, χρειαζόμαστε μια νέα αντίληψη των υποδομών για βιώσιμες συνθήκες διαμονής στην ύπαιθρο».
Παλιές κοινότητες, νέοι κάτοικοι
Η διοικητική δυσαρμονία μεταξύ περιφέρειας, δήμων και κράτους στη διαχείριση των βιοτικών και περιβαλλοντικών ζητημάτων αναδεικνύει την ανάγκη επανεξέτασης των δομών και διοικητικών συστημάτων, επισημαίνει ο καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τα διοικητικά εργαλεία, όπως αυτό του αυτοδιοικητικού Καλλικράτη, έδειξαν τα όριά τους, πιστεύει, καθώς εμφανίζονται μεγάλες και αναποτελεσματικές δομές της γραφειοκρατίας που διαχειρίζεται μεγάλα κονδύλια και έχουν εξαφανιστεί οι φυσικές κοινότητες των ανθρώπων ως υποκείμενων. «Αυτές θα έπρεπε να έχουν λόγο, τα εργαλεία και τη φροντίδα για τις τύχες τους. Η επιτόπια φροντίδα επισκευής και συντήρησης των φυσικών και τεχνικών υποδομών είναι στα χέρια μιας απαθούς γραφειοκρατίας, που αναπαράγεται πολιτικά με τη διαχείριση κονδυλίων. Από τις τοπικές ολιγαρχίες διαχείρισης κονδυλίων πρέπει να οδηγηθούμε στην αποδοχή των κοινοτήτων και των τοπικών τους δικαιοδοσιών, σε μια οικονομία της μικρής κλίμακας». Και δίνει το παράδειγμα του Πηλίου. «Για αιώνες ήταν ένα πλέγμα αγροτικών κοινοτήτων με δίκτυα διαμοιρασμού του νερού και τώρα οι κοινότητες είναι διοικητικά και οικονομικά ανενεργές. Παρόλη την τουριστική του λάμψη, το Πήλιο είναι ένα σύστημα αποδεκατισμένων πληθυσμιακά οικισμών. Πώς θα γίνει έτσι διαχείριση τοπικών προβλημάτων; Η κουρελού δικτύων και οικισμών έχει ξηλωθεί από τις καιρικές καταστροφές και βήμα βήμα πρέπει να ξαναραφτεί, με επιτόπιες παρεμβάσεις, με βιώσιμες απαντήσεις στη μικρή κλίμακα της γέφυρας, του καναλιού και του δρόμου. Αλλά επειδή μόνο ζωντανές κοινότητες μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, θα έπρεπε να αναζωογονηθούν με νέους ηλικιακά κατοίκους που θα υποστηριχθούν για να έρθουν, να μείνουν και να εργαστούν και με τις νέες δυνατότητες ψηφιακής εργασίας. Ηδη έχουν εμφανιστεί οι πρώτες και οι πρώτοι στα χωριά του Πηλίου. Διότι μόνο ζωντανές και ισχυρές κοινότητες μπορούν να μεριμνήσουν και να συντηρήσουν ένα βιώσιμο οικοσύστημα, που σήμερα έχουν καταστραφεί οι ακτογραμμές και οι υποδομές του και στο μέλλον θα βρίσκεται σε διαρκή απειλή».
Οι αριθμοί
6,8 Ρίχτερ ήταν η ένταση του σεισμού που ισοπέδωσε την πανέμορφη νεοκλασική πόλη του Βόλου στις 19 Απριλίου 1955. Εξι μήνες αργότερα, στις 13 Οκτωβρίου 1955, πριν καν η πόλη συνέλθει από το σοκ, τα νερά του Κραυσίδωνα και του Αναυρου ξεχείλισαν και παρέσυραν στον Παγασητικό ό,τι είχε απομείνει. Μαζί και 27 ψυχές.