Τα ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν σημάνει τέλος εποχής για την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία, λέει στην «Κ» ο τέως διευθυντής της, και πολύπειρος μετεωρολόγος, Δημήτρης Ζιακόπουλος. «Ρομαντική εποχή» αποκαλεί τώρα την περίοδο κατά την οποία δουλειά της ΕΜΥ ήταν να απαντά στην ερώτηση «Τι καιρό θα κάνει αύριο». «Αυτή η εποχή έχει ξεπεραστεί», δηλώνει, «γιατί μπήκαν τα ακραία καιρικά φαινόμενα». Κι έτσι άλλαξε η ερώτηση που πλέον τίθεται στην υπηρεσία. «Τώρα θέλουμε από την ΕΜΥ και την κάθε ΕΜΥ να μας πει τι μπορεί να κάνει ο καιρός αύριο και πώς θα επηρεάσει τις ζωές μας», τονίζει ο κ. Ζιακόπουλος, ο οποίος μίλησε στην «Κ», μαζί με τη μετεωρολόγο του ΣΚΑΪ Χριστίνα Σούζη, για τα ελλείμματα που αντιμετωπίζει ο κρατικός μηχανισμός όσον αφορά την επαρκή πρόβλεψη των ακραίων καιρικών φαινομένων και του αντικτύπου τους, όπως και για την επόμενη μέρα της μετεωρολογικής εκτίμησης στη χώρα.
Η ΕΜΥ χρειάζεται εκσυγχρονισμό από πάνω μέχρι κάτω και για να γίνει αυτό δεν μπορεί να υπάγεται στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας.
Οι δύο μετεωρολόγοι συμφωνούν πως οι προγνώσεις του καιρού το καλοκαίρι που μας πέρασε ήταν ακριβείς. «Οι προγνώσεις της ΕΜΥ ήταν πάρα πολύ καλές, και για τους ανέμους το καλοκαίρι, και για την κακοκαιρία “Daniel”. Μέσα έπεσε και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών και ιδιώτες μετεωρολόγοι – δεν έπιασαν τα 1.000 χιλιοστά νερού που έπεσαν, αλλά έπιασαν τα 700», λέει η κ. Σούζη. Παρ’ όλα αυτά, οι επιτυχείς προγνώσεις του καιρού δεν είναι αρκετές. «Δεν επαρκούν οι προβλέψεις διότι δεν απαντούν στο ερώτημα τι μπορεί να κάνει ο καιρός με βάση τις προβλέψεις – χωρίς υδρολόγους, χωρίς ειδικούς που μπορούν να πουν ότι η πιθανότητα πλημμύρας είναι 70% και θα επηρεάσει τις συγκεκριμένες περιοχές», αναφέρει ο κ. Ζιακόπουλος. «Από πλευράς αποτελεσματικότητας, δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτυχημένες γιατί λείπει το ένα σκέλος», συμπληρώνει.
Υπηρεσία του ΓΕΑ
Το πρόβλημα είναι πολύπλευρο. Η ΕΜΥ συστάθηκε το 1931 για να «εξυπηρετεί τις ανάγκες της Πολεμικής Αεροπορίας». Γι’ αυτόν τον λόγο η υπηρεσία υπάγεται μέχρι σήμερα στην Πολεμική Αεροπορία, όπως λέει στην «Κ» πηγή του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. «Εκ του νόμου αρμόδια για την έκδοση και την ανακοίνωση πάσης φύσεως προγνώσεων είναι η ΕΜΥ – με θεσμοθετημένες διαδικασίες οι προγνώσεις αυτές πηγαίνουν στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας για να λάβει εκείνη τα απαραίτητα μέτρα αντιμετώπισης ενός καιρικού φαινομένου ακραίας έντασης», εξηγεί ο κ. Ζιακόπουλος.
Παρ’ όλα αυτά, καθώς υπάγεται εδώ και σχεδόν 100 χρόνια στο Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, η ΕΜΥ «ατόνησε στο να υποστηρίξει όπως έπρεπε την οικονομία της χώρας και κυρίως να κοιτάξει πώς θα διαφυλάξει και πώς θα αντιμετωπίσει τα ακραία καιρικά φαινόμενα σε ό,τι έχει να κάνει με την ασφάλεια των πολιτών. Πιθανώς το ΓΕΑ να έχει άλλες προτεραιότητες, και καλά κάνει, αλλά η ΕΜΥ είναι μια υπηρεσία που εκ του νόμου πρέπει να αναδιοργανωθεί», δηλώνει.
Αναδιοργάνωση
Το 2000, όταν, ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, προσπαθούσαν να εκσυγχρονίσουν την υπηρεσία, ο κ. Ζιακόπουλος και η ομάδα του είχαν πάει στην Αυστραλία για να μελετήσουν τη μετεωρολογική υποστήριξη των Αγώνων εκεί. Οταν επέστρεψαν, έστησαν στη χώρα ένα μετεωρολογικό κέντρο εφάμιλλο του Σίδνεϊ, τονίζει. «Ηταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα είχαμε 8 μετεωρολογικά ραντάρ», εξηγεί. «Κάποια στιγμή αυτά άρχισαν να μη λειτουργούν, υπήρχαν θέματα με τη συντήρηση. Ελλειψη πόρων; Αδιαφορία; Δεν μπορώ να ξέρω. Μετά άρχισε να μη λειτουργεί σχεδόν κανένα», σημειώνει. «Αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί».
Δεν είναι μόνο τα ραντάρ. «Η ΕΜΥ χρειάζεται εκσυγχρονισμό από πάνω μέχρι κάτω», λέει στην «Κ» η κ. Σούζη, «και, για να γίνει αυτό, δεν μπορεί να είναι στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας». Η ίδια εξηγεί πως η υπηρεσία δεν διαθέτει μετεωρολογικούς σταθμούς. «Ο προηγούμενος διοικητής μας είπε πριν από περίπου ένα χρόνο πως είναι έτοιμοι να μπουν οι σταθμοί παντού», συμπληρώνει. Αλλά ακόμη δεν έχει γίνει τίποτα.
Στο μεταξύ, η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας προσέλαβε πρόσφατα για τις ανάγκες του Πυροσβεστικού Σώματος 19 μετεωρολόγους, λέει ο κ. Ζιακόπουλος. «Η Πυροσβεστική έχει δημιουργήσει το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων από το 2020. Σε αυτό προβλέπεται και η συμμετοχή επιστημονικής ομάδας που περιλαμβάνει και μετεωρολόγους», λέει στην «Κ» ο πύραρχος Βασίλης Βαθρακογιάννης. Οι μετεωρολόγοι δρουν κάτω από την ομπρέλα της ΕΜΥ, λέει, και αποφοίτησαν από τη Σχολή Αξιωματικών του Πυροσβεστικού Σώματος τον Μάρτιο. «Υποψιάζομαι ότι οι μετεωρολόγοι της ΕΜΥ δεν την καλύπτουν», αναφέρει ο κ. Ζιακόπουλος σχετικά με τις συγκεκριμένες προσλήψεις της Πυροσβεστικής.
Το 2004 είχαμε 8 μετεωρολογικά ραντάρ. Κάποια στιγμή αυτά άρχισαν να μη λειτουργούν. Αδιαφορία; Ελλειψη πόρων; Δεν ξέρω.
Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, το οποίο διαθέτει μετεωρολογικούς σταθμούς και κάνει μετεωρολογικές και υδρολογικές παρατηρήσεις και προσομοιώσεις. Ο κ. Ζιακόπουλος λέει πως ενώ η ΕΜΥ δεν χρησιμοποίησε ποτέ «έναν κώδικα επικινδυνότητας καιρικών φαινομένων τον οποίο να στέλνει στη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας», πέρα από τα δελτία έκτακτων επικίνδυνων καιρικών φαινομένων, άλλες υπηρεσίες, όπως το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, κάλυψαν αυτό το κενό. «Εκδίδει έκτακτα δελτία με κώδικα επικινδυνότητας 5 χρωμάτων για τις βροχές, τις πλημμύρες κ.ά.», σημειώνει.
Οι ελλείψεις του κρατικού μηχανισμού όσον αφορά την ασφαλή πρόβλεψη των ακραίων καιρικών φαινομένων και κυρίως του αντικτύπου που έχουν στη ζωή μας.
Αλλά ο μόνος θεσμοθετημένος φορέας για να δώσει πληροφορίες στην Πολιτική Προστασία είναι η ΕΜΥ. Επομένως, υπάρχει ένας θεσμοθετημένος φορέας που είναι ανεπαρκής, «δεν έχει εξελιχθεί όπως πρέπει να εξελιχθεί», λέει ο κ. Ζιακόπουλος, και από την άλλη έχουμε έναν πιο εξελιγμένο οργανισμό «που δεν είναι θεσμοθετημένος στο θέμα λήψης μέτρων και αντιμετώπισης των ακραίων καιρικών φαινομένων». Οι δύο φορείς χρησιμοποιούν διαφορετικές μεθόδους και κριτήρια για να εκδώσουν χάρτες, παραδείγματος χάριν σε περίπτωση πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση, λέει ο ίδιος. «Μερικοί πολιτικοί βγάζουν συμπεράσματα μέσα από αυτές τις αντιφάσεις των δύο φορέων», συνεχίζει ο κ. Ζιακόπουλος, συμπληρώνοντας πως καθώς το Εθνικό Αστεροσκοπείο δεν έχει θεσμική αρμοδιότητα, δεν φέρει νομική ευθύνη.
Ο Εμμανουήλ Πλειώνης, διευθυντής και πρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών από το 2017, λέει στην «Κ» πως έχουν προσπαθήσει να συνεργαστούν με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας «αλλά δεν υπάρχει ανταπόκριση». Τονίζει πως συναντήθηκαν επανειλημμένως με τον πρώην υπουργό Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστο Στυλιανίδη. Είχαν μάλιστα ετοιμάσει και μνημόνιο συνεργασίας, «το οποίο δεν υπέγραψαν ποτέ», αναφέρει, «δεν προχώρησαν οι ίδιοι».
Εμείς είμαστε ερευνητές, η ΕΜΥ δεν κάνει έρευνα αλλά έχει πολύ σημαντικό επιχειρησιακό ρόλο και θέλουμε συνεργασία μαζί τους.
Ο Χρήστος Στυλιανίδης, νυν υπουργός Ναυτιλίας, λέει στην «Κ» πως ο ίδιος είχε την πολιτική βούληση για θεσμοθετημένη συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. «Περίμενα τους νομικούς για να τελειώσει η ιστορία, ακόμη και στους νομικούς του κράτους στη Βουλή το έστειλα. Θεωρώ ότι το Εθνικό Αστεροσκοπείο είναι μέρος της μεγάλης συνεργασίας. Αλλά “κόλλησε” στους νομικούς. Η γραφειοκρατία είναι το πρόβλημα της χώρας, δεν είναι πολιτικό το πρόβλημα», σημειώνει. Ο ίδιος τονίζει επίσης πως από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας επέμενε ότι η ΕΜΥ έπρεπε να μεταφερθεί εκεί από το υπουργείο Εθνικής Αμυνας. «Εκανα και αίτημα», τονίζει, «ήταν από τις πρώτες μου δηλώσεις ότι η ΕΜΥ πρέπει να πάει στο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας».
Οσον αφορά τη συνεργασία τους με το συγκεκριμένο υπουργείο τώρα, ο κ. Πλειώνης λέει ότι ελπίζει σε αυτήν, αλλά δεν έχουν προλάβει να έρθουν ακόμη σε επαφή. Παρ’ όλα αυτά, τον Ιούλιο συνάντησε τον διοικητή της ΕΜΥ, με τον οποίο έχουν σκοπό να συνεργαστούν. «Εμείς είμαστε ερευνητές, η ΕΜΥ δεν κάνει έρευνα αλλά έχει πολύ σημαντικό επιχειρησιακό ρόλο και θέλουμε συνεργασία μαζί τους», τονίζει.
Η επόμενη μέρα
Ποια είναι η επόμενη μέρα; «Πριν από 2-3 χρόνια, η τότε ηγεσία της Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας προχώρησε σε ένα σχέδιο με βάση το τι γίνεται στις ανεπτυγμένες χώρες», λέει ο κ. Ζιακόπουλος. Αποφασίστηκε, επί υπουργίας Στυλιανίδη, να δημιουργηθεί ένα Εθνικό Συντονιστικό Κέντρο για να λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις με τη βοήθεια των ειδικών. «Αλλά και οι ειδικοί χρειάζεται να υποστηριχθούν από επιστημονικά εργαλεία κατάλληλα για κάθε είδους ακραίο καιρικό φαινόμενο», σημειώνει. Ετσι, προβλέφθηκε από τον νόμο να δημιουργηθεί ένα Κέντρο Μελετών Διαχείρισης Κρίσεων, αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του οποίου είναι ο κ. Ζιακόπουλος.
«Ισως είναι η τελευταία μας ευκαιρία να κάνουμε κάτι σωστό», δηλώνει στην «Κ», «για πρώτη φορά στην Ελλάδα θα γίνει διασύνδεση της γνώσης που παράγεται στα πανεπιστήμια, στα ινστιτούτα, στην Ακαδημία Αθηνών, παντού». Ολα τα δεδομένα και τα μοντέλα θα συγκεντρώνονται στην Εθνική Βάση Δεδομένων για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών, αναφέρει. «Θα δημιουργείται ένα βοήθημα που θα περάσει σε όλες τις περιφέρειες και τους δήμους, και θα έχει όλες τις μελέτες για πλημμύρες, παραδείγματος χάριν, σε χάρτες». Με τη βοήθεια της τεχνολογίας θα μπορεί να εκτιμηθεί ποια είναι η τρωτότητα κάθε περιοχής της χώρας απέναντι στα ακραία καιρικά φαινόμενα, βοηθώντας το κράτος και τους πολίτες να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα, εξηγεί ο κ. Ζιακόπουλος.
«Αυτό το σχέδιο όμως δεν υλοποιείται σε ένα μήνα ή ένα χρόνο», τονίζει. Αλλά έχει ξεκινήσει. Αυτή τη στιγμή είναι στη διαδικασία ορισμού διευθυντή και πρόσληψης προσωπικού. «Δεν είναι εύκολα αυτά τα πράγματα να γίνουν, υπάρχει μια γραφειοκρατία που πρέπει να ξεπεραστεί, στήνεις από την αρχή ένα καινούργιο σύστημα», σχολιάζει η κ. Σούζη.
Εθνική Βάση Δεδομένων
Μπορεί να απαιτηθούν και πέντε χρόνια ακόμη μέχρι να μπει σε λειτουργία η Εθνική Βάση Δεδομένων, λέει ο κ. Ζιακόπουλος. Ο κ. Στυλιανίδης σημειώνει πως στη Γαλλία πήρε 11 χρόνια για να «χτίσει» ένα αντίστοιχο σύστημα, στην Ιταλία 15. «Αυτό δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε τα πράγματα πρέπει να μείνουν ίδια», τονίζει ο κ. Ζιακόπουλος.
Θα είναι θετικό αν μέσα στο 2024 η ΕΜΥ αποκτήσει τα 8 μετεωρολογικά ραντάρ που χρειάζεται, δηλώνει. Στο μεταξύ, μπορεί να υλοποιηθεί και το Εθνικό Δίκτυο Μετεωρολογικών Σταθμών, όπως και ένα εθνικό μοντέλο πρόγνωσης καιρού, «που θα βασίζεται σε ένα αξιόπιστο παγκόσμιο μοντέλο, προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της χώρας μας, θα “τρέχει” όλο το 24ωρο και θα έχει δεδομένα από όλες τις διαθέσιμες υπηρεσίες, τόσο την ΕΜΥ όσο και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών», συμπληρώνει. Οι αυθεντίες, λέει στην «Κ», έχουν πεθάνει προ πολλού. «Η επιστήμη κάνει άλματα με την παρατήρηση, τη μέτρηση, το πείραμα δηλαδή, και τη βοήθεια της τεχνολογίας, έτσι πάει μπροστά», επισημαίνει ο κ. Ζιακόπουλος. «Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω».