Σύμφωνα με τη διεθνή βάση δεδομένων EM-DAT, μόνο το 2022 οι φυσικές καταστροφές σε όλο τον κόσμο ανήλθαν σε 387, προκάλεσαν τον θάνατο 30.704 ατόμων και επηρέασαν λιγότερο ή περισσότερο τη ζωή άλλων 185 εκατομμυρίων. Το κόστος των υλικών ζημιών ξεπέρασε τα 225 δισ. δολάρια. Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο κόστος, που δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί: o αντίκτυπος στην ψυχική υγεία και τη λειτουργικότητα όσων επέζησαν από σεισμό, φωτιά, έκρηξη ηφαιστείου ή πλημμύρα.
Δεν είναι εύκολο για τους επιστήμονες να ποσοτικοποιήσουν, λοιπόν, τις ψυχικές συνέπειες μεγάλης έκτασης καταστροφών, όπως αυτής στη Θεσσαλία. Υπάρχουν, όμως, μερικές βασικές παραδοχές: σημαντικό μέρος του πληθυσμού αναμένεται να βιώσει διάφορες μορφές ψυχικών προβλημάτων: άγχος, λύπη, απελπισία, διαταραχές ύπνου, αίσθημα έντονης κόπωσης, δυσκολίες στη συγκέντρωση ή τη λήψη αποφάσεων, ανορεξία ή βουλιμία, ευερεθιστότητα ή και θυμό, άτυπα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ανεξήγητο πόνο, μετατραυματικό στρες. Τα περισσότερα θεωρούνται φυσιολογικά και παρέρχονται με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, αρκετοί από τους πληγέντες θα χρειαστούν εξειδικευμένη ψυχιατρική φροντίδα. Η επιδημιολογία δείχνει και άλλα: οι αρνητικές επιπτώσεις συνήθως είναι εντονότερες στις γυναίκες από όσο στους άνδρες· η αποκατάσταση είναι πιο δύσκολη σε οικογένειες με παιδιά, λόγω επιπρόσθετου άγχους των γονέων· τέτοια συλλογικά τραύματα ενδέχεται να προκαλέσουν αναζωπύρωση φυλετικών, θρησκευτικών ή κοινωνικών συγκρούσεων.
Ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής Δημήτρης Παπαδημητριάδης είχε πριν από λίγα χρόνια έναν τέτοιο ασθενή, έναν μεσήλικα άνδρα που είχε επιζήσει από φονική πλημμύρα σε χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. «Παρουσίαζε συχνά “μπλακ άουτ” ολίγων δευτερολέπτων στη διάρκεια της μέρας – στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στις νυχτερινές εξόδους του. Βίωνε ξανά τις στιγμές που πάλευε για τη ζωή του μέσα στο νερό. Του ήταν επώδυνο να ακούει τον ήχο της βροχής, ακόμα και μια βρύση να τρέχει – ούτε αυτό δεν άντεχε. Βασανιζόταν από εφιάλτες και εξουθενωτικό άγχος. Μέσα από τη θεραπεία κατάφερε να ανακτήσει την αίσθηση του ελέγχου της ζωής του και μάλιστα έγινε υπέρμαχος της ευαισθητοποίησης για την ψυχική υγεία στην κοινότητά του», λέει στην «Κ».
«Τα 2/3 θα είναι ΟΚ»
Ο δρ Πέτρος Λεβούνης, επικεφαλής του ψυχιατρικού τμήματος του Πανεπιστημίου Rutgers στο Νιου Τζέρσεϊ και πρόεδρος της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, γνωρίζει πολύ καλά τους μηχανισμούς και της εκδήλωσης και της αντιμετώπισης τέτοιων προβλημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι συμμετείχε στην ομάδα ειδικών που συμβούλευαν τις Αρχές της Νέας Υόρκης μετά την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους για τη διαχείριση της κρίσης.
«Οι πιο βαριές μορφές μετατραυματικού στρες θα παρουσιαστούν σε συνανθρώπους μας εσωστρεφείς, που δεν εκφράζονται εύκολα. Τα συμπτώματα δεν θα είναι κραυγές, θα είναι ψίθυροι».
«Η ψυχική ανθεκτικότητα των ανθρώπων πάντα μας εκπλήσσει. Το ίδιο θα συμβεί και τώρα. Στη συντριπτική πλειονότητά τους, ακόμα και όσοι αντίκρισαν κατάματα τον θάνατο, δεν θα εμφανίσουν κανένα πρόβλημα. Τα 2/3, δηλαδή, των πλημμυροπαθών θα είναι… ΟΚ», προβλέπει. «Από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι θα συνέλθουν σε λίγες εβδομάδες. Γι’ αυτό και αν δεν περάσει τουλάχιστον ένας μήνας από το συμβάν οι ψυχίατροι, σύμφωνα με τα ισχύοντα πρωτόκολλα, δεν κάνουμε διάγνωση μετατραυματικού στρες. Υπάρχουν, βέβαια, και κάποιοι που θα εμφανίσουν τις συνήθεις ψυχικές διαταραχές ή και ψυχικό νόσημα. Δεδομένης μάλιστα της έκτασης της καταστροφής στη Θεσσαλία ο αριθμός τους δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος. Εργαλείο μας στην εκτίμηση του ρίσκου είναι τι “κουβαλούσε” καθένας μαζί του πριν από την καταστροφή, ο βαθμός ευαλωτότητάς του».
Πώς θα βρεθούν, όμως, αυτοί οι άνθρωποι ώστε να βοηθηθούν εγκαίρως; «Αν ρωτήσετε έναν Ελληνα, θα σας απαντήσει: το κράτος πρέπει να το αναλάβει με τις υγειονομικές αρχές. Ενας Αμερικανός θα σας πει πως είναι υποχρέωση όσων βρίσκονται κοντά στον άνθρωπο που έχει πρόβλημα –συγγενών, φίλων, συναδέλφων– να τον στηρίξουν. Αν δουν ότι η ανησυχία, η αϋπνία, ο εκνευρισμός, η κακή διάθεση επιμένουν, πρέπει να τον παροτρύνουν να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ειδικού. Οι πιο βαριές μορφές μετατραυματικού στρες θα παρουσιαστούν σε συνανθρώπους μας εσωστρεφείς, που δεν εκφράζονται εύκολα. Τα συμπτώματα, δηλαδή, δεν θα είναι κραυγές, θα είναι ψίθυροι. Μόνο όσοι σταθούν δίπλα στο άτομο που υποφέρει θα μπορέσουν να τους αφουγκραστούν…», τονίζει ο κ. Λεβούνης. Γι’ αυτό και θεωρεί απολύτως αναγκαία μια καμπάνια ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των κατοίκων των πλημμυρόπληκτων περιοχών.
Ο Νεοζηλανδός Μπεν Μπίγκλχολ, καθηγητής Ιατρικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οτάγκο και συγγραφέας πολλών μελετών για το ψυχικό αποτύπωμα φυσικών καταστροφών, γνώριζε από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης όσα συνέβησαν στη Θεσσαλία όταν επικοινώνησα μαζί του για μια πρώτη εκτίμηση. «Οι ανάγκες μας είναι ιεραρχημένες σύμφωνα με την πυραμίδα του Μάσλοου: στη βάση βρίσκεται η επιβίωση, μετά η ασφάλεια και πιο πάνω η κοινωνική αποδοχή, η αυτοεκτίμηση και, τέλος, η αυτοολοκλήρωση. Tο μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων έχει ανάγκη μόνο τα δύο πρώτα σκαλοπάτια: όσο ανεβαίνουμε, τόσο λιγότερους συναντάμε, δηλαδή», εξήγησε. «Η έμφαση, λοιπόν, έπειτα από την καταστροφή πρέπει να δοθεί στην ασφάλεια των κατοίκων: στέγαση και διατροφή. Μόνο αφού διευθετηθούν αυτά, θα αρχίσουν σταδιακά να έρχονται στο προσκήνιο πιο σύνθετα ψυχικά και συμπεριφορικά ζητήματα. Αν αυτά θα είναι περιορισμένα ή θα λάβουν ανησυχητικές διαστάσεις, θα κριθεί από το εάν και πότε οι πληγέντες θα επιστρέψουν στα σπίτια τους κι αν αυτά θα είναι κατοικήσιμα. Επίσης, αν θα υπάρξουν αποζημιώσεις που θα τους επιτρέψουν να κάνουν ένα αξιοπρεπές νέο ξεκίνημα. Οι επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών είναι μεγαλύτερες όταν οι υποδομές (πριν) και ο σχεδιασμός της ανασυγκρότησης (μετά) είναι ανεπαρκείς. Παρ’ όλα αυτά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι πιο πολλοί άνθρωποι είμαστε ανθεκτικοί».
Φόβος και θυμός
H επίτευξη ψυχικής ανθεκτικότητας απέναντι στην κλιματική κρίση και τα δεινά που έχει αρχίσει να προκαλεί είναι στόχος του οργανισμού Climate Mental Health Network. «Πρέπει να δούμε τον αντίκτυπο των φυσικών καταστροφών στην ψυχική υγεία σε πολλά επίπεδα», λέει στην «Κ» η συνιδρύτριά του, Αμερικανίδα Σάρα Νιούμαν. «Ατομα που επηρεάζονται άμεσα από ακραία καιρικά φαινόμενα αντιμετωπίζουν σίγουρα ψυχικές διαταραχές λόγω εκτοπισμού, τραυματισμών και απώλειας των κατοικιών τους. Αλλά και όσοι παρακολουθούν μια τέτοια τραγωδία να εκτυλίσσεται “δίπλα τους” επηρεάζονται: νιώθουν επίσης, άγχος, φόβο, ανασφάλεια, θυμό. Τέλος, για τα άτομα με υποκείμενα ψυχικά νοσήματα, η θεραπεία γίνεται πολύ δυσκολότερη όταν το “μείγμα” της καθημερινότητάς τους περιέχει φτώχεια, βία ή διακρίσεις – κι όταν σε αυτά προστίθενται παράμετροι που σχετίζονται με το κλίμα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα».
Για την κ. Νιούμαν, όπως και για τον δρα Πέτρο Λεβούνη, πέρα από την παροχή ουσιαστικής κρατικής βοήθειας για την ανασυγκρότηση των περιοχών που επλήγησαν, η ενδυνάμωση των ίδιων των κοινοτήτων θα παίξει τον πιο σημαντικό, ίσως, ρόλο στην επούλωση του συλλογικού τραύματος της Θεσσαλίας. «Είναι σημαντικό να αναγνωρίζεις τα ανησυχητικά σημάδια στον εαυτό σου και στους γύρω σου και να ξέρεις ότι δεν είσαι μόνος, ότι οι φίλοι, οι συγγενείς και οι γείτονές σου βιώνουν παρόμοια συναισθήματα. Δεν ξέρω πόσο “εξασκημένοι” στην κοινοτική φροντίδα και την αλληλεγγύη είστε οι Ελληνες, αλλά αυτό πρέπει να κάνετε: θρηνήστε όλοι μαζί, υποστηρίξτε ο ένας τον άλλον και αναζητήστε τη βοήθεια επαγγελματία ψυχικής υγείας όταν τον χρειάζεστε…».
Πρώτες βοήθειες και στην ψυχική υγεία
«Ας μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή απλώς θα προσπεράσει και θα φύγει. Το σημαντικό είναι να αλλάξουμε οπτική γωνία και κατά συνέπεια επιχειρησιακό σχεδιασμό. Είναι απαραίτητο να εμπλέκονται στον σχεδιασμό, με πρωτόκολλα παρέμβασης (τα οποία φυσικά προσαρμόζονται), οι Ενοπλες Δυνάμεις, περιφέρειες και δήμοι, εκπαιδευμένες ομάδες εθελοντών, το σύνολο των δομών υγείας και ψυχικής υγείας για την ανακούφιση της πολυεπίπεδης ανθρώπινης οδύνης», επισημαίνει ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής Ψυχιατρικής, ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Στέλιος Στυλιανίδης, αναδεικνύοντας την ανάγκη ενός εθνικού σχεδίου ψυχοκοινωνικής υποστήριξης που θα υπερβαίνει τη συγκυρία.
«Πρέπει να υπάρχει οργανωμένο επιχειρησιακό σχέδιο σε επίπεδο κάθε υγειονομικής περιφέρειας με πλήρη εκμετάλλευση των υπαρχουσών υποδομών και κοινωνικών πόρων, ώστε οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες να συνεργάζονται στενά με το δίκτυο της πρωτοβάθμιας φροντίδας (ΕΣΥ και δήμων), όπως και με δίκτυα κοινοτικής αυτοβοήθειας και κοινωνικής υποστήριξης μέσω εθελοντών. Η βασική ψυχιατρική φροντίδα πρέπει να καλύπτει κατά προτεραιότητα σοβαρότερες καταστάσεις όπως η μείζων κατάθλιψη, οι υποτροπές υφιστάμενων ψυχωτικών διαταραχών, η κατάχρηση ουσιών και αλκοόλ, και τα έμπειρα στελέχη ψυχικής υγείας να εποπτεύουν οργανωμένα τα κοινοτικά στελέχη στον υγειονομικό τομέα και στις προνοιακές υπηρεσίες. Η ανθεκτικότητα, η οποία εξατομικεύεται, είναι ταυτόχρονα η ικανότητα να αντιστεκόμαστε σε έναν τραυματισμό και να ανασυγκροτούμαστε μετά από αυτόν. Η βία της μη απάντησης στα αιτήματα από τον κρατικό μηχανισμό αποδυναμώνει τη διαδικασία ανάκαμψης. Οι παρεμβάσεις που έχουν ήδη γίνει (όπως η Γραμμή Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης 10306 από το δίκτυο ΑΡΓΩ και οι κινητές μονάδες στη βόρεια Εύβοια μετά τις φωτιές του 2021) είναι καλές πρακτικές», καταλήγει ο κ. Στυλιανίδης.
«Το μούδιασμα και το αίσθημα του κενού οδηγούν τους ανθρώπους που έχουν πληγεί σε παραίτηση από κάθε προσπάθεια να σταθούν ξανά στα πόδια τους».
«Είναι τεράστια η πρόκληση ανοικοδόμησης του συλλογικού ψυχισμού έπειτα από μια τέτοια καταστροφή. Τυπικά θα ήταν απαραίτητη σε πρώτο βαθμό η προσφορά υπηρεσιών ψυχολογικών πρώτων βοηθειών, όπως συνιστάται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Η άμεση υποστήριξη, δηλαδή, στους πληγέντες που βιώνουν οξεία δυσφορία, ώστε να παρηγορηθούν και να καθησυχαστούν, και η παραπομπή σε επαγγελματική βοήθεια όταν είναι απαραίτητη», συμφωνεί ο Δημήτρης Παπαδημητριάδης. «Μελέτες (όπως αυτή των Kaniasty και Norris του 2009) έχουν φωτίσει τη φύση του τραύματος που σχετίζεται με τις φυσικές καταστροφές και υπογραμμίζουν τη σημασία της συνεχούς υποστήριξης της ψυχικής υγείας, καθώς το μούδιασμα και το αίσθημα του κενού οδηγούν τους ανθρώπους που έχουν πληγεί σε παραίτηση από κάθε προσπάθεια να σηκωθούν ξανά στα πόδια τους και να ξαναχτίσουν μέσα από τη λάσπη. Επίσης είναι επιβεβλημένη η προσβάσιμη και εξειδικευμένη θεραπεία με επίκεντρο το τραύμα, καθώς και η ενθάρρυνση πρακτικών αυτοφροντίδας με τη διδασκαλία τεχνικών μείωσης του στρες, την προώθηση της σωματικής ευεξίας μέσω της άσκησης και της διατροφής, και την έμφαση στην αποκατάσταση της λειτουργίας του ύπνου. Η αύξηση της διαθεσιμότητας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας είναι υψίστης σημασίας και μπορεί να επιτευχθεί με κινητές κλινικές, επιλογές τηλεϊατρικής και προγράμματα προσέγγισης των τοπικών πληθυσμών από οργανωμένες υπηρεσίες των αστικών κέντρων».
Πιο δυνατοί και ενωμένοι
Κοινός παρονομαστής στις συνομιλίες μας με τους Ελληνες και ξένους επιστήμονες είναι η αισιοδοξία πως οι άνθρωποι της Θεσσαλίας μπορούν να βγουν από αυτή την περιπέτεια πιο δυνατοί και με ενισχυμένη την αίσθηση της ενότητας, αρκεί και η πολιτεία να δεσμευθεί για αποτελεσματικότερη πρόληψη και επαρκέστερη πρόνοια στο εξής, καθώς η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται. «Και κάτι πολύ σημαντικό», προσθέτει ο κ. Παπαδημητριάδης: «Είναι μια ευκαιρία να προωθηθεί ο αποστιγματισμός των θεμάτων ψυχικής υγείας, ώστε να πειστούν όσοι έχουν ανάγκη ότι το να αναζητήσουν βοήθεια είναι ένδειξη δύναμης, όχι αδυναμίας».