Χρήστος Λέντζος: Ο μετρ του φραπέ στη σφαίρα του μύθου

Χρήστος Λέντζος: Ο μετρ του φραπέ στη σφαίρα του μύθου

Πρωτοπόρος και γενναιόδωρος, δεν σέρβιρε καφέ σκέτο. Εγινε τραγούδι, ενώ χιλιάδες Αθηναίοι αλλά και τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο συνέρρεαν στο ζαχαροπλαστείο του στο Παγκράτι για να απολαύσουν –εν είδει μυσταγωγίας- το ρόφημα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει.

8' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα καφέ. Και βλέπω έναν τύπο μαζί με σένανε. Και σκύβω το κεφάλι να μη με δεις εσύ…». Ο Μανώλης Ρασούλης είχε ζήσει την παραπάνω εμπειρία στο άλλοτε εμβληματικό καφενείο του Παγκρατίου – το 1982 και την έκανε τραγούδι.

Ο Χρήστος Λέντζος, και το καφενείο του στο Παγκράτι, άφηνε το δικό του αποτύπωμα ως στίχος στο ελληνικό πεντάγραμμο, ήδη, ωστόσο, ο «μετρ του φραπέ» είχε μπει στις προτιμήσεις χιλιάδων Αθηναίων που συνέρρεαν για να απολαύσουν –εν είδει μυσταγωγίας, όπως οι αφηγήσεις μαρτυρούν- το μοναδικό αυτό ρόφημα που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, πειραματιζόμενος ένα απόγευμα πίσω από την μπάρα.

Σήμερα ο 93χρονος «δημιουργός» του παχύρρευστου φραπέ έφυγε από τη ζωή – πλήρης ημερών και με ένα ογκώδες μπαούλο αναμνήσεων να τον συνοδεύει. Εχοντας ζήσει από κοντά την εξέλιξη της πρωτεύουσας, έφηγε αφήνοντας μια μοναδική παρακαταθήκη που τον κάνει άξιο μνείας ως κομμάτι της αθηναϊκής ποπ κουλτούρας μιας άλλης εποχής: ας την πούμε αναλογική και -κάπως- πιο αθώα.

Αν διαβάσει κανείς αφηγήσεις και μαρτυρίες παλιών κατοίκων του Παγκρατίου, καταλαβαίνει ότι δεν έφυγε από τη ζωή ένας επιχειρηματίας, αλλά ένας άνθρωπος που στο άκουσμα του ονόματος του ξυπνούν αναμνήσεις, ένα φιλμ στα χρώματα της σέπιας ξετυλίγεται στο μυαλό των μεγαλύτερων στην ηλικία Αθηναίων – ανθρώπων που απόλαυσαν τον φραπέ του ή τη νοστιμιά των γλυκών του, που –όπως ο ίδιος είχε υποστηρίξει- βασίζονταν στα καλύτερα προϊόντα που υπήρχαν στην πόλη, διότι ήθελε στην ούγια του μαγαζιού του να δεσπόζει η ποιότητα, να μένει ως ανάμνηση μία επίγευση ιδιαίτερη. Οι αφηγήσεις των Παγκρατιωτών το επιβεβαιώνουν.  

Χρήστος Λέντζος: Ο μετρ του φραπέ στη σφαίρα του μύθου-1Ο ίδιος ο Λέντζος είχε πει ότι «το μαγαζί ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο πολυτελείας το 1964. Φτιάχναμε πολύ ωραίες πάστες και τις σερβίραμε στον κόσμο μαζί με το καφεδάκι του». Οταν το άνοιξαν –μαζί με τη σύζυγό του- το Παγκράτι δεν είχε καμία σχέση με όσα συμβαίνουν εκεί τώρα. Οι πάντες τον θεωρούσαν παράτολμο διότι επέλεξε ένα σημείο που τότε δεν υπήρχε τίποτα τριγύρω.

Ο Λέντζος, όπως αποδείχθηκε, λειτούργησε ως πρόδρομος μιας εποχής και μιας περιοχής. 

Εως το 1971 δεν υπήρχε καφές φραπέ. Οπως είχε αναφέρει σε συνέντευξη του, «υπήρχαν κάποιοι που έβαζαν τον καφέ και τη ζάχαρη σε ένα ποτήρι και στη συνέχεια ανακάτευαν έντονα με το καλαμάκι».

Ο φραπές του Λέντζου ήταν θρυλικός, ένα μείγμα που κρατήθηκε επτασφράγιστο μυστικό για δεκαετίες – ένα προχωρημένο μάρκετινγκ άλλως πως, καθώς και μόνο στη σκέψη ότι υπάρχει μία ωραία –και ανείπωτη- ιστορία, θέλγει πολλούς. Ακόμα περισσότεροι έσπευσαν να γευτούν το μοναδικό αυτό ρόφημα, που εν πολλοίς έγινε συνώνυμο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, είτε ως στοιχείο απόλαυσης είτε ως κατάσταση ραστώνης – μία (εντελώς…) ελληνική εκδοχή του ιταλικού dolce far niente.

Η πινελιά του μετρ

Τον φραπέ ως ρόφημα τον είχε ανακαλύψει τυχαία ο Δημήτρης Βακόνδιος τον 1957 στη ΔΕΘ. Ο Λέντζος τον τελειοποίησε και δη με μια ιστορία απολαυστική – σαν να είχε μπροστά του ένα καμβά και έβαζε τις πινελιές του. «Μια ημέρα είχα μπει πίσω από τον μπουφέ επειδή έλειπε μια κοπέλα με άδεια. Εκεί που καθόμουν, πειραματιζόμουν και μου ήρθε η ιδέα να ανακατέψω στο μίξερ τον καφέ με διαφορετική δοσολογία. Αυτό ήταν! Ο πρώτος φραπέ α λα Λέντζος σερβιρίστηκε και από τότε έγινε ανάρπαστος».

Για χρόνια δεν αποκάλυπτε το μυστικό της επιτυχίας, η συνταγή του είχε γίνει αστικός μύθος – οι εικασίες πολλές: Βάζει αυγά, βάζει μαρέγκα, βάζει κάτι άλλο…

Με τα χρόνια, ο Λέντζος αποκάλυψε τη συνταγή – η οποία επί της ουσίας έδειχνε τον πλουραλιστικό του χαρακτήρα, τη γενναιοδωρία του, το νοιάξιμο για τους πελάτες. «Η παρασκευή του μείγματος από τον οποίο προέκυπτε ο φραπέ κόστιζε πολύ. Εβαζα τέσσερις κουταλιές της σούπας καφέ. Μία κούπα ζάχαρη και ενάμιση ποτήρι νερό. Αυτά τα έβαζα στο μίξερ κι έβγαζα τέσσερις καφέδες. Τον φραπέ τον είχε φτιάξει κάποιος στη Θεσσαλονίκη με το καλαμάκι. Εγώ ήμουν ο πρώτος που τον έφτιαξε με μίξερ. Ερχονταν άνθρωποι να πιούν τον καφέ μου, όχι μόνο από όλη την Ελλάδα αλλά και τουρίστες απ’ όλο τον κόσμο», είχε δηλώσει σε συνέντευξη του στο New Money.

Μυστικά συστατικά δεν υπήρχαν, περισσεύει όμως η τέχνη. Χτυπούσε για αρκετή ώρα το μείγμα σε μεγάλο γυάλινο -κι όχι πλαστικό- μπλέντερ και η ουσία βρισκόταν στην αφθονία – σε καφέ και ζάχαρη. «Η χονδρική συσκευασία νεσκαφέ των 2,5 κιλών υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί στις καφετέριες σε 1.000 δόσεις καφέ. Εγώ δεν βγάζω ούτε 400. Οι υπόλοιποι τσιγκουνεύονται τη δόση», είχε πει. Για όσους προτιμούσαν μέτριο, συμπλήρωνε μια κουταλιά καφέ από πάνω -το «καπέλο»- για να μειώσει τη γλύκα. Σκέτο καφέ δεν σέρβιρε.

Ο φραπές του ήταν δυνατός, γλυκός και παχύρρευστος. Ο αφρός… δεν κουνιόταν. Η «ιεροτελεστία» επέβαλε να τον γυρίζεις αδιάκοπα με το καλαμάκι. Πολλοί στο τέλος έβαζαν νερό, ξαναγέμιζαν το ποτήρι και έμοιαζε να έχουν εκ νέου μια χορταστική δόση καφέ. Ενας σεφ είχε πει ότι ο συγκεκριμένος καφές θυμίζει τιραμισού

Το μαγαζί, που ξεκίνησε ως ζαχαροπλαστείο το 1964, παρέμεινε ανοιχτό έως τον Φεβρουάριο του 2013, οπότε και έκλεισε, σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.

Ιστορίες που μένουν

Η γεύση… δικαίωσε τη φήμη του

Είχα πάει στο ανεξερεύνητο ακόμα για μένα Παγκράτι νεαρός, μόνο και μόνο για να πιω τον περίφημο φραπέ του Λέντζου. Το μαγαζί του «αλχημιστή του καφέ» ήταν για χρόνια στο σημείο που αν δεν κάνω λάθος σήμερα είναι ένας φούρνος, απέναντι από ένα ιταλικό εστιατόριο, Μερκούρη μου φαίνεται λέγεται ο δρόμος. Με υποδέχτηκε ένας καλοσυνάτος κύριος της διπλανής πόρτας. Το μαγαζί του, με τον παλιομοδίτικο διάκοσμό του απέπνεε κάτι από δεκαετίες ’70 – 80, αλλά ήταν καθαρό και φροντισμένο, και ως είχε, ήταν φανερά αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητας του. Ευγενικός, δεν με είχε ξαναδεί, αλλά ήξερε τι ζητούσα. Πήρα τον φραπέ, κάθισα έξω σε μια καρέκλα, τον δοκίμασα με λαχτάρα και πράγματι, γουλιά – γουλιά δικαίωσε τη φήμη του. Ποια ήταν η μυστική συνταγή της… απόλαυσης; Προσπάθησα να αποκωδικοποιήσω το «μυστικό συστατικό» αλλά σύντομα εγκατέλειψα την προσπάθεια. Ίσως να μην είχε και τόση σημασία. Είπα ότι θα ξαναπεράσω σύντομα. Δεν έτυχε να ξαναπεράσω ποτέ.

Στέλιος Κάνδιας, δημοσιογράφος


Η γέφυρα ανάμεσα στις γενιές

Πάνε περίπου 15 χρόνια – αν δε κάνω λάθος ήταν Μεγάλη Παρασκευή του 2009-, όταν και για κακή μου τύχη είχα μείνει στην Αθήνα και είχα τα γενέθλια μου. Με τον φίλο μου το Μίλτο -εργένηδες γαρ εκείνη την περίοδο- ψάχναμε απεγνωσμένα ένα μαγαζί να πιούμε ένα ποτό να κουτσόπεράσει η ώρα μας σε μια Αθήνα κλειστή. Ως εκ θαύματος και κόντρα στα προγνωστικά, ο πασίγνωστος για τον καφέ του Λέντζος ήταν ανοιχτός με ένα κάτι σαν πάρτι – πιθανά απλά μια σύναξη όλων των Αθηναίων ανέστιων του Πάσχα. Μη τα πολυλογώ, διότι whatever happens in the Athens night has to stay there, ξυπνώντας το πρωί στο πατρικό μου ακόμη, ανάφερα στον πατέρα μου πού ήμουν την προηγούμενη μέρα. Και είδα ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. Μάλλον ο Λέντζος δεν ήταν γνωστός μόνο για το περίφημο καφέ του αλλά και για κάποιες πολύ όμορφες συνάξεις, οι οποίες ένωναν δυο και πλέον γενιές Αθηναίων.

Γιώργος Τράπαλης, Πολιτικός αναλυτής 


Χρήστος Λέντζος: Ο μετρ του φραπέ στη σφαίρα του μύθου-2

«Έφυγε ένας θρύλος για το Παγκράτι μας»

Μολονότι η καφετέρια είχε κλείσει πριν από 10 χρόνια, δεκάδες Παγκρατιώτες αντέδρασαν στο άκουσμα του θανάτου του 93χρονου Χρήστου Λέντζου, ξετυλίγοντας το φιλμ των νεανικών τους χρόνων. Σελίδες των social media έγιναν αυτοστιγμεί χώρος κατάθεσης αναμνήσεων: «Ήταν κομμάτι της νιότης μου…», έγραψαν αρκετοί.

Αλλοι μνημόνευσαν τη θρυλική ομάδα μπάσκετ του Παγκρατίου, στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές του ’90, οι παίκτες της οποίας είχαν μετατρέψει τον Λέντζο σε αγαπημένο στέκι – ακόμα και στο εμβληματικό «Τρίποντο» γινόταν αναφορά στους φραπέδες της Ευτυχίδου.

«Εφυγε ένας θρύλος για το Παγκράτι μας», έγραψε μία κυρία, ενώ μία άλλη τον χαρακτήρισε «μορφή συνυφασμένη με το Παγκράτι όπως το βιώσαμε». «Τον κύριο Χρήστο τον θυμάμαι πίσω από το ταμείο, πάντα χαμογελαστός και ευδιάθετος. Εμείς παίρναμε από τις υπέροχες πάστες για τις γιορτές», σημείωσε ένας άλλος σχολιαστής, με έναν επόμενο να συμπληρώνει: «Ολοένα κλείνουν κύκλοι».

Χρήστος Λέντζος: Ο μετρ του φραπέ στη σφαίρα του μύθου-3

Και μία σειρά από σχόλια στο Facebook υπερθεματίζουν:

  • «Στον Λέντζο μοιραζόμουν με τη μητέρα μου το καλύτερο προφιτερόλ του κόσμου μετά το μάθημα πιάνου στο παράρτημα του Αττικού Ωδείου στη Βρυάξιδος (περίοδος 80-85). Αργότερα στην εφηβεία μας εκεί οργανώναμε τις σχολικές κοπάνες μας με τον αθάνατο φραπέ!».
  • «Σημάδεψε η φράση “στου Λέντζου για καφέ”’ ολόκληρες γενιές».
  • «Όχι μόνο κομμάτι των αναμνήσεων μας αλλά και της ιστορίας της περιοχής μας. Για τον φραπέ του έρχονταν από όλη την Αττική. Λες Παγκράτι και οι περισσότεροι (ακόμα) αναφέρονται στον φραπέ του Λέντζου».
  • «Ένας άνθρωπος συνδεδεμένος με την νιότη μας. Θα τον θυμόμαστε για πάντα όσοι περάσαμε άπειρες ώρες στο μαγαζί του στα μαθητικά μας χρόνια».
  • «Μια ζωή με πείραζε και όταν αργότερα το 98’ έφυγα για Αγγλία, πάντα σε κάθε ταξίδι επιστροφής, πήγαινα για καφέ και με ρωτούσε για τους καφέδες στην Αγγλία. Φυσικά καταλήγαμε ότι όλοι είναι χάλια, έκτος από τον καφέ του».
  • «Ο Λέντζος ήταν ποδοσφαιρικό στέκι, αλλά και μπασκετικό, κυρίως της ομάδας μπάσκετ του Παγκρατίου την δεκαετία του 80. Πιτσιρικάδες 20ρηδες τότε, μαζευόμαστε όλοι κάθε Κυριακή πριν τους αγώνες, ο καθένας με το κασκόλ της ομάδας του, πίναμε τον φραπέ μας, ο καθένας μετά πήγαινε στο γήπεδο της ομάδας του και στο τέλος όλοι πάλι επιστρέφαμε στον Λέντζο για την ανάλυση των αγώνων. Όταν έπαιζε το Παγκράτι, όλοι με το ίδιο κασκόλ αυτή τη φορά, πάλι μαζευόμαστε στον Λέντζο για αναχώρηση είτε για το κλειστό της Καισαριανής τα πιο παλιά χρόνια, είτε για το Μετς αργότερα. Στον Λέντζο είμασταν όλοι φίλοι, ανεξαρτήτου χρώματος». 
  • «Ο κύριος Χρήστος, που μας σημάδεψε ανεξίτηλα τα νεανικά μας χρόνια, που στο μαγαζί του με αυτόν τον καφέ που αγαπήσαμε, με μια συν κουταλιά για να είναι μέτριος, και μέσα στην κρέμα ονειρευτήκαμε, ερωτευτήκαμε, κάναμε παρέες, γνωριμίες, φιλοσοφήσαμε και γίναμε άντρες. Εκεί στο μαγαζί του, δίπλα σε επώνυμους που έρχονταν και στο τέλος γινόμαστε μια παρέα, θυμάμαι κάποιον εισαγγελέα που ερχόταν με την σύζυγο του στην αρχή με αυστηρό ύφος και μετά μας χαιρετούσε με τα μικρά μας ονόματα. Κύριε Χρήστο, καλό ταξίδι αναπαύσου εν Ειρήνη τώρα θα φτιάχνεις καφέ εκεί στον παράδεισο…».
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή