Ο πατέρας της είχε εγκαταλείψει την οικογένειά του όταν εκείνη ήταν πολύ μικρή. Εκτοτε είχε αδιαφορήσει παντελώς τόσο για τη σύζυγο όσο και για το παιδί του, ενώ δεν είχε συνεισφέρει ούτε οικονομικά ούτε με κάποιον άλλον τρόπο στην ανατροφή του. Οταν εκείνη λοιπόν ενηλικιώθηκε το 2017 αποφάσισε να ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες να προσθέσει στο πατρικό επώνυμό της και το επώνυμο της μητέρας της, της γυναίκας δηλαδή που τη μεγάλωσε.
Το αυτονόητο για εκείνη όμως δεν ήταν και αυτονόητο για τις Αρχές. Το αίτημα αλλαγής επωνύμου απορρίφθηκε από τον δήμο με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν «σοβαροί λόγοι», ενώ η αποκεντρωμένη διοίκηση στην οποία προσέφυγε στη συνέχεια απέρριψε το αίτημα γιατί δεν υπεβλήθη… στο χρονικό πλαίσιο που ορίζει ο νόμος μετά τη δημοσίευση της απόφασης του δημάρχου. Η γυναίκα προσέφυγε τότε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο έκανε δεκτό το αίτημά της ακυρώνοντας τις προηγούμενες αποφάσεις. Οπως αποφάνθηκαν οι δικαστές, οι ψυχολογικοί λόγοι που επικαλείται η αιτούσα για αλλαγή του επωνύμου της λόγω της απουσίας προσωπικής και συναισθηματικής επαφής με τον πατέρα της συνιστούν ικανούς λόγους για τη μεταβολή.
Οι ΟΤΑ πάντως «παραδοσιακά» απορρίπτουν τις σχετικές αιτήσεις, καθώς ο νόμος είναι ασαφής. Oπως εξηγεί στην «Κ» ο δικηγόρος Αντώνιος Κεπεσίδης, που έχει χειριστεί πολλές τέτοιες υποθέσεις, οι λόγοι που δικαιολογούν την αλλαγή του επωνύμου δεν αναφέρονται ρητά στον νόμο, ούτε είναι περιορισμένοι αριθμητικά. Στην υπ. αριθμ. Φ131360/22379/13 εγκύκλιο του υπουργείου Εσωτερικών προβλέπονται ενδεικτικά ορισμένοι «σοβαροί λόγοι», δυνάμει των οποίων είναι επιτρεπτή η αλλαγή επωνύμου. Ως σοβαροί λόγοι εννοούνται τα ψυχικά προβλήματα τα οποία δημιουργούνται από επώνυμα: α) κακόηχα, β) προκαλούν τη θυμηδία ή την περιφρόνηση, γ) δυσχερή στην προφορά ή ξενικά, δ) κακής φήμης συνεπεία πράξεων άλλου προσώπου (σ.σ. στην περίπτωση της δολοφονίας στα Γλυκά Νερά της μητέρας ανηλίκου τέκνου από τον σύζυγο και πατέρα, ζητήθηκε η αλλαγή επωνύμου του τέκνου από τους παππούδες ως ασκούντες τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου), ε) αντίθετα προς τις αντιλήψεις της κοινωνίας περί ηθικής. «Μολονότι έχουν υπάρξει και άλλες σχετικές αποφάσεις του ΣτΕ, οι δήμοι συνεχίζουν να μη δέχονται την ανυπαρξία συναισθηματικού δεσμού ως λόγο αλλαγής του επωνύμου», αναφέρει ο κ. Κεπεσίδης. «Προφανώς δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι την οικονομική δυνατότητα να προσφύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να δικαιωθούν». «Οι υπάλληλοι δέχονται αλλαγή σε περίπτωση ξενόγλωσσου ή κακόηχου ονόματος, με βάση έναν παλιό νόμο που δεν προέβλεπε ψυχολογικούς λόγους. Κι όμως είναι πολύ συνηθισμένη η περίπτωση εγκατάλειψης από γονέα, όπως και η περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας. Ενα παιδί, δηλαδή, να ζητάει μετά την ενηλικίωσή του να μη φέρει το όνομα του πατέρα που κακοποιούσε το ίδιο ή τη μητέρα του και προφανώς ξυπνάει άσχημες μνήμες». Οπως λέει, η απάντηση είναι αρνητική ακόμη και όταν το ζητούν και οι δύο γονείς, στο πλαίσιο κάποιας διαπραγμάτευσης. «Ενας πελάτης μου ήθελε να αλλάξει επώνυμο γιατί δεν είχε σχέση με τον πατέρα του. Τελικά τα κατάφερε μόνο γιατί ο πατέρας του ήταν αλλοδαπός και ενέπιπτε στα ξενικά ονόματα».
Η «Κ» επικοινώνησε με το αρμόδιο τμήμα μεγάλου δήμου της χώρας με το ερώτημα εάν μπορεί κάποιος να αλλάξει το επώνυμό του λόγω κακοποίησης. «Και πώς αποδεικνύεται η κακοποίηση;», ήταν η απάντηση της διευθύντριας. «Ο καθένας μπορεί να επικαλεστεί το οτιδήποτε, εγώ πώς μπορώ να το ξέρω;». Σε σχέση με τη νομολογία από το ΣτΕ, η ίδια μάλιστα ανέφερε ότι σύμφωνα με εγκύκλιο η εμβέλεια των αποφάσεων του ΣτΕ δεν εκτείνεται πέραν των συγκεκριμένων υποθέσεων. «Οποιος έχει παράπονα μπορεί να προσφύγει στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση και κατόπιν στο ΣτΕ». Οπως είπε, υπάρχουν αρκετές αιτήσεις για αλλαγή του επωνύμου κάθε μήνα, με τις περισσότερες να αφορούν κακόηχα ονόματα. «Αν έρθει ένας και πει ότι τον κοροϊδεύουν επειδή τον λένε Βαρελά, εμείς τι πρέπει να κάνουμε; Δεν μπορούμε να δικαιολογούμε τις εμμονές του καθενός. Η κάθε περίπτωση, πάντως, εξετάζεται με πάρα πολλή προσοχή και λεπτομέρεια».