«Πώς και μιλάς ελληνικά; Να πιάσω τα μαλλιά σου;»

«Πώς και μιλάς ελληνικά; Να πιάσω τα μαλλιά σου;»

Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα Πατήσια. Εζησαν με τις οικογένειές τους χωρίς «χαρτιά». Τώρα προσπαθούν να συγκεντρώσουν σε μια πλατφόρμα όλη την αφρικανική πλευρά της Αθήνας

8' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ελάτε να παίξουμε ποδόσφαιρο Ελληνες – ξένοι», πετάει ως ιδέα ένας πιτσιρικάς στο προαύλιο του 23ου ∆ημοτικού Αθηνών στα μέσα δεκαετίας του 2000. Η 10χρονη τότε Γκρέις, με την αυτοπεποίθηση βασικής παίκτριας, κατευθύνεται προς το τέρμα, καθότι είναι η τερματοφύλακας της ομάδας. Τότε, ένας συμμαθητής την αιφνιδιάζει: «Μα, εσύ είσαι ξένη, πρέπει να πας στην άλλη ομάδα!». «Θυμάμαι ακόμη το κλάμα και τον θυμό μου, διότι εγώ ένιωθα μέσα μου Ελληνίδα, εδώ είχα γεννηθεί και μεγαλώσει», λέει σήμερα η Γκρέις. «Εκτοτε δεν έπιασα ξανά μπάλα ποδοσφαίρου». Είκοσι περίπου χρόνια μετά το εν λόγω συμβάν –ένα από τα πολλά περιστατικά κοινωνικού αποκλεισμού που μπορούν να ανακαλέσουν οι Αφροέλληνες δεύτερης γενιάς–, η 29χρονη σήμερα Γκρέις Νουόκε, κοινωνική ανθρωπολόγος, μαζί με την 30χρονη ξαδέλφη της, Πρέσιους Ομπενάια, digital marketing manager και web developer, εγκαινιάζουν την πλατφόρμα afrosocially.

«Θέλουμε να λειτουργήσει ως μια πλατφόρμα αλληλεπίδρασης», εξηγεί στην «Κ» η Πρέσιους. «Θα συμπεριλάβουμε όλες τις αφρικανικές επιχειρήσεις στην Αθήνα και άλλες με προϊόντα αφρικανικής προέλευσης, όπως ένα μίνι μάρκετ Ελληνα ιδιοκτήτη στο κέντρο, επαγγελματίες αφρικανικής καταγωγής –ψυχολόγους, γιατρούς, διατροφολόγους κ.ά.–, οργανισμούς, συλλόγους και πρεσβείες». Οι δύο γυναίκες διατύπωσαν την ιδέα πριν από περίπου ένα χρόνο και προχωρούν το «χτίσιμο» της πλατφόρμας παράλληλα με τις κανονικές δουλειές τους. «Οργώνουμε κυριολεκτικά την Αθήνα και ανακαλύπτουμε αφρικανικές επιχειρήσεις», λέει η Πρέσιους.

Η ενδελεχής καταγραφή θα προσφέρει στους εμπλεκομένους ορατότητα και τη δυνατότητα διασύνδεσης. «Θέλουμε να σας επανασυστήσουμε την αφρικανική κοινότητα», τονίζει η Πρέσιους με μάτια που λάμπουν, «φιλοδοξούμε να αναδείξουμε την πολυπολιτισμικότητα της Αθήνας με έμφαση στην αφρικανική κοινότητα: αν κάποιος αναζητάει π.χ. ένα αιθιοπικό εστιατόριο, να ξέρει πού να ανατρέξει». Τι είναι, ωστόσο, αυτό που έχει τη μεγαλύτερη ζήτηση; «Αναμφισβήτητα τα κοτσιδάκια, κομμωτήρια δηλαδή που ξέρουν πώς να φροντίσουν τα σγουρά μας μαλλιά».

Τα podcasts

Στο πλαίσιο του πρότζεκτ, που έχει υποστηριχθεί αρχικά από το Inco Group και εν συνεχεία από το Orange Grove, έχουν ξεκινήσει να δημιουργούν podcasts για την πορεία της αφρικανικής κοινότητας στην Ελλάδα, τον ρατσισμό που βίωσαν τα μέλη της και το διαγενεακό τραύμα που προκλήθηκε. «Οταν η διαφορετικότητα αποτυπώνεται στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η διακριτική συμπεριφορά είναι σχεδόν κανόνας», σημειώνει η Πρέσιους. «Ευελπιστούμε να τα ακούσουν τόσο άνθρωποι με καταγωγή από αφρικανικές χώρες όσο και Ελληνες», σημειώνει η ίδια.

«Οι γονείς μου δεν έχουν άδεια διαμονής αορίστου, την ανανεώνουν ανά τριετία, τώρα ανησυχούν ότι την επόμενη φορά δεν θα καταφέρουν να την εκδώσουν γιατί δεν έχουν συγκεντρώσει τα απαιτούμενα ένσημα», λέει η Γκρέις. «Αυτό, όμως, που τους στοίχισε είναι ότι δεν κατάφεραν να παρευρεθούν στον γάμο του αδελφού μου, που ζει στο Λουξεμβούργο, ούτε στην ορκωμοσία της αδελφής μου, στο Μάντσεστερ».

«Στο μυαλό πολλών η Αφρική είναι ένα ενιαίο πράγμα, κάτι που βέβαια δεν ισχύει: διαφορετική είναι η αγγλόφωνη δυτική Αφρική, το γαλλόφωνο Μαγκρέμπ, οι χώρες της υποσαχάριας Αφρικής ή η Νότιος Αφρική, πρόκειται για μια ολόκληρη ήπειρο», σχολιάζει η Γκρέις. «Μας ταυτίζουν όλους μεταξύ μας λες και είναι το ίδιο ο Ελληνας, ο Ιταλός και ο Ρουμάνος». «Είσαι από την Γκάνα; Εχω έναν ξάδελφο στη Νότιο Αφρική, μήπως τον έχεις δει;» αναφέρει ενδεικτικά σε ένα από τα podcasts που θα ανέβουν εντός των ημερών στην πλατφόρμα ο Σαμσιντίν Ιντρισού, πρώην πρόεδρος του Παναφρικανικού Συνδέσμου Ελλάδας. «H Ελλάδα δεν ήταν χώρα αποικιοκρατική, οπότε ο κόσμος δεν είχε γνώση της Αφρικής», διευκρινίζει ο ίδιος αναφερόμενος στις προηγούμενες δεκαετίες.

«Οι γονείς μου ήρθαν από τη Νιγηρία στην Ελλάδα για σπουδές», διηγείται η Πρέσιους. Ο πατέρας της σπούδασε αγγλική φιλολογία, η μητέρα της νοσηλευτική. «Ο πατέρας μου δεν κατάφερε να εργαστεί ποτέ στο αντικείμενό του, ούτε καν πρακτική δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την ελληνική υπηκοότητα», λέει, «αλλά η μητέρα μου δούλεψε ως νοσηλεύτρια». Πριν από οκτώ χρόνια και χωρίς ακόμη να έχουν αποκτήσει ελληνικά «χαρτιά», οι γονείς της και τα τρία αδέλφια της μετακομίζουν για οικονομικούς λόγους στην Ιρλανδία. «Μέσα σε έξι μήνες εργάζονταν όλοι, μετά περίπου πέντε χρόνια απέκτησαν όλοι ιρλανδική υπηκοότητα», τονίζει, «τώρα έρχονται στην Ελλάδα με ιρλανδικό διαβατήριο· κάτι που είναι αστείο και λυπηρό ταυτόχρονα, γιατί οι ίδιοι νιώθουν Ελληνες». Ελλάδα και Ιρλανδία, όπως χαρακτηριστικά λέει, «είναι η μέρα με τη νύχτα σε επίπεδο θεσμικό». Η ίδια, γέννημα-θρέμμα των Πατησίων, απέκτησε ελληνική υπηκοότητα το 2016 και «επιμένει» ακόμη ελληνικά. Για πόσο ακόμη; «Σκέφτομαι να τους ακολουθήσω, όμως δεν το έχω αποφασίσει. Προς το παρόν ταξιδεύω πολύ».

«Εγκλωβισμένοι»

Οι γονείς της Γκρέις, από την άλλη, έχουν «εγκλωβιστεί» στην Ελλάδα με νιγηριανά διαβατήρια. «Δεν έχουν άδεια διαμονής αορίστου, την ανανεώνουν ανά τριετία, τώρα ανησυχούν ότι την επόμενη φορά δεν θα καταφέρουν να την εκδώσουν γιατί δεν έχουν συγκεντρώσει τα απαιτούμενα ένσημα», εξηγεί στην «Κ» η κόρη τους. Και ο δικός της πατέρας, αν και σπούδασε στην Ελλάδα οικονομικά, ούτε πρακτική έκανε ούτε εργάστηκε ποτέ σε αυτό το αντικείμενο. «Το είχε πάντοτε παράπονο», λέει η Γκρέις. «Αυτό όμως που στοίχισε και στους δύο περισσότερο είναι ότι δεν κατάφεραν να παρευρεθούν πέρυσι στον γάμο του αδελφού μου, που ζει στο Λουξεμβούργο, ούτε φέτος στην ορκωμοσία της αδελφής μου, στο Μάντσεστερ», προσθέτει. Η ίδια έχει ελληνική υπηκοότητα από το 2017 και σχεδιάζει να προχωρήσει σε διδακτορικό, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. «Κάνω αιτήσεις παντού».

«Στην Αγγλία δηλώνεις Αγγλος και αυτό δεν σηκώνει περισσότερες διευκρινίσεις, δεν επιτρέπεται καν να σε ρωτήσουν παραπάνω για την ταυτότητά σου», λέει με νόημα η Πρέσιους. Αντιθέτως, στην Ελλάδα καλούνται καθημερινά να δικαιολογούν την ελληνική τους ταυτότητα. «Είσαι Ελληνίδα, αλλά από πού;», «πώς και μιλάς τόσο καλά ελληνικά;», «νιώθεις άνετα εδώ;», «να σου χαϊδέψω λίγο τα μαλλιά;». Αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες ερωτήσεις με τις οποίες βομβαρδίζουν τους Αφροέλληνες δεύτερης γενιάς. «Σε ένα πρώτο επίπεδο μπορεί να ακούγονται ως αθώα ειπωμένες φράσεις, αποτελούν όμως μορφές μικροεπιθετικότητας, η οποία συσσωρεύεται και μας επιβαρύνει ψυχολογικά», σημειώνει η Γκρέις.

«Εγώ από μικρή δεν είχα ποτέ ερωτηματικό για το ποια είμαι και πού ανήκω», θυμάται η Πρέσιους. Η διακριτική μεταχείριση δεν την επηρέαζε. Τώρα πλέον ως ενήλικη έχει αποφασίσει να αντιδρά σε κάθε απρεπή συμπεριφορά ή προσβλητικό σχόλιο, είτε αφορά την ίδια είτε κάποιον άλλο. «Σκέφτομαι “έπεσες στον λάθος άνθρωπο ή μάλλον στον σωστό”. Είμαι της άποψης ότι πρέπει να μιλάμε».

Μεγαλώνοντας βίωναν τόσο συχνά τον «καθημερινό» ρατσισμό, που αρχικά τον κανονικοποίησαν. «Εγώ από μικρή δεν είχα ποτέ ερωτηματικό για το ποια είμαι και πού ανήκω», θυμάται η Πρέσιους. Η διακριτική μεταχείριση δεν την επηρέαζε. Τώρα πλέον ως ενήλικη έχει αποφασίσει να αντιδρά σε κάθε απρεπή συμπεριφορά ή προσβλητικό σχόλιο, είτε αφορά την ίδια είτε κάποιον άλλο. «Σκέφτομαι “έπεσες στον λάθος άνθρωπο ή μάλλον στον σωστό”», λέει υπομειδιώντας, «είμαι της άποψης ότι πρέπει να μιλάμε». Η Γκρέις, κάνοντας έναν απολογισμό, νιώθει ευγνώμων που δεν ήταν πρωτότοκη. «Οταν πήγα σχολείο είχε προηγηθεί ο αδελφός μου, που είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο. Ολοι έλεγαν “είναι η αδελφή του Μπόμπι”».

Από την πρώτη γενιά έως την αλλαγή που έφερε ο Γιάννης

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 που ήρθαν οι γονείς τους, η ελληνική κοινωνία ήταν ακόμη πιο εσωστρεφής. «Περπατούσαν στον δρόμο και τους σταματούσαν να τους πιάσουν, πολλοί δεν είχαν ξαναδεί ποτέ μαύρο», περιγράφει η Πρέσιους. «Σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων επικρατούσε η περιέργεια για τον άγνωστο άλλο, σε επίπεδο θεσμικό τα δεδομένα ήταν αποθαρρυντικά». Η προηγούμενη γενιά έμεινε επί της ουσίας «αόρατη» για την πολιτεία. «Προτεραιότητά τους ήταν η επιβίωση», υπενθυμίζει. «Παραμέρισαν τα όνειρα της νιότης τους, έκαναν ένα μαγαζάκι για να βγάζουν τα προς το ζην, πήγαιναν στην εκκλησία και στον σύλλογό τους». Χρειάστηκε χρόνος για να μετατοπιστεί η αγωνία από το ζην στο ευ ζην, εν προκειμένω δηλαδή στη διεκδίκηση των βασικών δικαιωμάτων τους. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η συσπείρωση των Αφρικανών, όπως ο πρώτος Παναφρικανικός Σύνδεσμος Ελλάδας, ο Σύλλογος Αφρικανών Γυναικών. «Η δική μας γενιά κατάφερε να διασφαλίσει ορισμένα δικαιώματα, οπότε οι επόμενες θα έχουν ορισμένα κεκτημένα». Αν, μετά την ενηλικίωσή τους, η Πρέσιους και η Γκρέις δεν είχαν περάσει στο πανεπιστήμιο, το τότε ισχύον νομικό σύστημα θα τις είχε… απελάσει. «Δεν έχω πάει ποτέ στη Νιγηρία», απαντά στο εύλογο ερώτημα η Πρέσιους, «και δυστυχώς δεν μιλάω τη γλώσσα, μεγαλώσαμε με ελληνικά και αγγλικά μέσα στο σπίτι». Η Γκρέις καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν μιλάει. «Οι γονείς μου μιλούσαν μεταξύ τους την τοπική διάλεκτο, καθώς ήταν από το ίδιο χωριό, εγώ με τα αδέλφια μου ελληνικά και όλοι μαζί αγγλικά».

Οι πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην Ελλάδα είχαν άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των Αφροελλήνων, καθώς στη δική τους περίπτωση η διαφορετικότητα αποτυπώνεται στην εξωτερική τους εμφάνιση. Οι δύο κοπέλες έχουν ακόμη πολύ νωπές μνήμες από το διάστημα που ήταν η Χρυσή Αυγή στη Βουλή. «Θυμάμαι τον διάχυτο φόβο, κυρίως από τα αγόρια της οικογένειας, που συχνά απέφευγαν να κυκλοφορούν αργά στον δρόμο, ή τις οικογένειες που δεν ήθελαν να αφήνουν τους εφήβους να παίζουν έως αργά μπάλα έξω», περιγράφει η Πρέσιους. «Ημασταν πλέον ενήλικες, είχαμε καλύτερη αντίληψη, εγώ, δε, ήμουν αρκετά ενεργή ως φοιτήτρια», συμπληρώνει η Γκρέις. «Στο μεταξύ είχαν ενεργοποιηθεί το Ιντερνετ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οπότε κυκλοφορούσαν μαζικά μηνύματα “μην πάτε μετά τις 10 μ.μ. προς Ομόνοια ή Κυψέλη, τάγμα εφόδου ή σκούπα της αστυνομίας”, καθώς ανησυχούσαμε και για τους χρυσαυγίτες και για την αστυνομία».

Οπως θυμάται ακόμη η ίδια, «σταματούσε η κλούβα και έκαναν έλεγχο σε παιδιά 15-16 ετών που πήγαιναν προπόνηση και ακόμη δεν είχαν εξοικείωση με το νομικό σύστημα, και το μόνο έγγραφο που ίσως είχαν πάνω τους ήταν η ληξιαρχική πράξη γέννησης ή το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης. Αυτούς “μάζευαν”». Εκείνη τη σκοτεινή περίοδο, ωστόσο, αναδείχθηκε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο, μια προσωπικότητα που έμελλε να ανατρέψει πολλά στερεότυπα και να αφήσει το αποτύπωμά του στους Αφροέλληνες – ειδικά εκείνους που ζουν στις συνοικίες του κέντρου. Εως τότε η κοινότητα δεν είχε κάποιον δικό της ήρωα. «Χάρη στον Γιάννη πολλά παιδιά αλλά και ενήλικοι άρχισαν πάλι να ονειρεύονται», λέει η Γκρέις. «Ταυτόχρονα, όμως, μέσω της ιστορίας του αποκαλύπτεται η υποκρισία της πολιτείας: ο Γιάννης είναι δικός μας και τον αγαπάμε, εσένα που μεγάλωσες δύο δρόμους παρακάτω δεν σε βλέπουμε καν».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή