Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα

Τα εγκαταλελειμμένα γιαπιά της Αθήνας κατέγραψαν και ταυτοποίησαν η Ελληνίδα εικαστικός Μαρία Λάλου και ο Δανός αρχιτέκτονας Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ δημιουργώντας το χρονικό μιας αφανούς αθηναϊκής ιστορίας

τσιμεντένιοι-δεινόσαυροι-στην-αθήνα-562950931

Σκορπισμένοι στο κτιριακό απόθεμα της αχανούς πρωτεύουσας, οι τσιμεντένιοι σκελετοί ημιτελών οικοδομών, γηρασμένοι σε μια χρόνια συνθήκη αναμονής, είναι το υλικό μιας πυκνής και σύνθετης ερμηνείας ενός φαινομένου. Τα «γιαπιά» της Αθήνας: Μπορούν άραγε να αποτελέσουν πηγές σκέψης και προβληματισμού, μπορούν να γεννήσουν εικόνες ποίησης μέσα από την τραχύτητα, μπορούν ενδεχομένως να συνδεθούν με την ευρύτερη διεθνή συζήτηση για το παρελθόν και το μέλλον των πόλεων; Και τι φανερώνει η παρουσία τους στην πόλη για εμάς τους ίδιους;

Η επί σειράν ετών έρευνα της εικαστικού και σκηνοθέτιδος Μαρίας Λάλου και του Δανού αρχιτέκτονα Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ (Skafte Aymo-Boot) πάνω σε αυτήν ακριβώς την αρχαιολογία του άστεως εξέβαλε σε ένα βιβλίο, δίγλωσσο (αγγλικά και ελληνικά), που με τίτλο «Unfinished» (Jap Sam Books) αφηγείται με εικόνες, ιστορίες και στοχαστικά δοκίμια την πορεία αυτών των τσιμεντένιων δεινοσαύρων, αυτοτελών κτιρίων, προσθηκών και επεκτάσεων. Είναι ένας φωτογραφικός άτλας κτισμάτων εκ πρώτης όψεως απεχθών και αντιαισθητικών, που, όμως, όταν οργανωθούν κάτω από μια ομπρέλα πολιτισμικής γεωγραφίας και ανθρωπολογικής κοινωνιολογίας, μεταβάλλονται σε ενδιαφέροντα πεδία στοχασμού.

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα-1
Λεωφ. Αλεξάνδρας 118 και Ασκληπιού 191. Ημιτελής κατασκευή επάνω από τραπεζικό κατάστημα (άδεια δόμησης 1973).[ΜΑΡΙΑ ΛΑΛΟΥ & SKAFTE AYMO-BOOT]

«Το βιβλίο αυτό είναι το απαύγασμα της προσπάθειάς μας να αναδείξουμε το υποτιμημένο φαινόμενο των τσιμεντένιων σκελετών που παρατηρούνται στο αθηναϊκό αστικό τοπίο, αντί χρονικού μιας αφανούς ιστορίας της Αθήνας των μοντέρνων χρόνων», σημειώνουν οι δύο ερευνητές. Η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ, δουλεύοντας μεθοδικά ως αρχαιολόγοι της πόλης, χαρτογράφησαν και φωτογράφισαν τα «εφήμερα» αυτά κτίσματα και στα επτά γεωγραφικά διαμερίσματα της Αθήνας και αναδύθηκαν μέσα από αυτήν την καταβύθιση τροπαιούχοι όχι μόνο με έναν πολύ μεγάλο αριθμό (ποιητικών ασπρόμαυρων) φωτογραφιών, αλλά και με ένα σώμα αφηγήσεων εμπλουτίζοντας, σχεδόν αναπάντεχα, αυτήν την έρευνα με προφορικές μαρτυρίες, που φωτίζουν κάποιες από τις στοιχειωμένες ιστορίες των τσιμεντένιων σκελετών.

Εχει πολλαπλό ενδιαφέρον ο όρος του «αντιμνημείου» που εισάγουν οι δύο μελετητές (η Μαρία Λάλου, εξάλλου, είναι μια δημιουργός που γεννάει πάντα μια εννοιολογική ενδοχώρα στο έργο της, με πολιτικές και κοινωνιολογικές αναγνώσεις). Αυτό το αντιμνημείο πηγάζει από μια συνθήκη, τη διάκριση ανάμεσα στο μνημείο, για το οποίο υπάρχει συναίνεση ή κατανόηση για τη σπουδαιότητά του, και το ευτελές ανάστροφο αποτύπωμά του, που μπορεί να είναι ένα γιαπί. «Με τον ίδιο τρόπο που συγκεκριμένοι κανονισμοί και κανόνες ορίζουν ποιες κατασκευές έχουν την πολιτιστική-ιστορική αξία που τις καθιστά μνημεία, άλλοι κανονισμοί και κανόνες είναι συχνά ο λόγος για την ημιτελή συνθήκη στην οποία βρίσκονται τα αθηναϊκά τσιμεντένια κτίρια», εξηγούν οι δύο ερευνητές. «Σε πολλές περιπτώσεις, τροποποιήσεις και αλλαγές στην οικοδόμηση κατά τη διάρκεια των ετών που κάποιο κτίριο είχε παραμείνει σκελετός, δημιουργούν ένα νομικό αδιέξοδο που καθιστά αδύνατη την ολοκλήρωση της κατασκευής, πρακτικά διατηρώντας το κτίριο για πάντα στο στάδιο του σκυροδέματος. Ετσι, δημιουργείται η συνθήκη του αντιμνημείου».

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα-2
Πειραιώς και Γερανίου, πλησίον Ομονοίας (άδεια δόμησης 1980). [ΜΑΡΙΑ ΛΑΛΟΥ & SKAFTE AYMO-BOOT]

«Εχοντας τον χαρακτήρα ενός ερειπίου για κάποιον ξεχασμένο σκοπό, το ημιτελές κτίριο παραπέμπει ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον», λένε η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ.

Τα γιαπιά

Aυτή η πολυκεντρική προσέγγιση στο φαινόμενο του γιαπιού φέρνει στην επιφάνεια πτυχές μιας αισθητικής στάθμης και ενός πολεοδομικού κανονισμού, αλλά και όψεις του νομικού πολιτισμού μας, όπως και εκδοχές μιας αέναης ροής πύκνωσης και αραίωσης του αστικού ιστού. «Εχοντας τον χαρακτήρα ενός ερειπίου για κάποιον ξεχασμένο σκοπό, το ημιτελές κτίριο παραπέμπει ταυτόχρονα στο παρελθόν και στο μέλλον. Λες και είναι παγωμένο στον χρόνο και διατηρεί έκτοτε τον όγκο που απέκτησε στο στάδιο του σκυροδέματος», τονίζουν η Μαρία Λάλου και ο Σκάφτε Αϊμο-Μπουτ.

Τα έχουμε δει όλοι παντού. Στο κέντρο ή στις γειτονιές. Ορισμένα γιαπιά μοιάζουν να είναι φυτρωμένα από πάντα, γιατί μια εικόνα από τη δεκαετία του 1970 ή του 1980 πετρώνει στον χρόνο, διαμορφώνει μια αντίληψη άστεως. Στην πλατεία Καραϊσκάκη, π.χ., στο Μεταξουργείο, είναι οικεία η εικόνα του ημιτελούς σκελετού (στη θέση παλαιού ξενοδοχείου εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής). Οι ιστορίες στο βιβλίο φέρνουν στην επιφάνεια διαδρομές ανθρώπων, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οικονομικές αποτυχίες και διαιώνιση αισθητικών ανορθογραφιών. Η ιστορία με τη Σαπφώ, εγγονή του παππού που έχτισε το πανωσήκωμα στο Πολύγωνο, δίπλα στον παιδικό σταθμό. Η Σαπφώ ζει στην κίτρινη μονοκατοικία από κάτω, έχοντας από πάνω της το τσιμεντένιο «φάντασμα»… Η αφήγησή της θα μπορούσε να είναι διήγημα του Ταχτσή. Οι φωτογραφίες από τον όροφο, με τα σπαράγματα και τα θραύσματα περασμένης ζωής, είναι ποιητικές ανακλήσεις του αιώνιου εφήμερου.

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα-3
Σαλαμίνος 59 και Ζωγράφου 1, Μεταξουργείο (άδεια δόμησης 1976). Οι ιστορίες τέτοιων κτιρίων φέρνουν στην επιφάνεια διαδρομές ανθρώπων, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, οικονομικές αποτυχίες και διαιώνιση αισθητικών ανορθογραφιών. [ΜΑΡΙΑ ΛΑΛΟΥ & SKAFTE AYMO-BOOT]

Ο πατέρας και οι κόρες

Στον Βοτανικό, σε μια άλλη περίπτωση, κατοικείται μόνον ο τελευταίος όροφος. Οι υπόλοιποι όροφοι είναι γιαπί. Είναι η ιστορία ενός πατέρα με τις κόρες του. Οι αφηγήσεις παρατίθενται εν είδει συνεντεύξεως και δίνουν πλούσιο υλικό μιας αστικής λαογραφίας.

Το «Unfinished» συμπυκνώνει ένα φαινόμενο και το διαστέλλει σε όλες τις δυνατές εκδοχές του. Τα δοκίμια που περιλαμβάνονται με τις υπογραφές των Μπρουκ Χολμς (Brooke Holmes), Πλάτωνα Ησαΐα και Ελπίδας Καραμπά, ανοίγουν το θέμα θεωρητικά και βιωματικά και το αναβιβάζουν σε μια θεωρητικά διεθνή πλατφόρμα σκέψης. Το βιβλίο έχει ήδη παρουσιαστεί στο Ρότερνταμ και στο Λονδίνο, ενώ «από καιρό είμαστε σε συζήτηση για μια έκθεση στο μουσείο Allard Pierson και στην Αρχαιολογική Σχολή του Πανεπιστημίου του Αμστερνταμ και τον αρχαιολόγο Βλάντιμιρ Στίσι, στο πλαίσιο της σύγχρονης αρχαιολογίας», λέει η Μαρία Λάλου.

Το θέμα που φέρνει μπροστά αυτή η έρευνα συνδέεται αναπόφευκτα με τη νέα σκέψη που γεννούν τα τελευταία χρόνια η αθηναϊκή πολυκατοικία και το φαινόμενο της μαζικής μεταπολεμικής ανοικοδόμησης μέσα σε ένα περιβάλλον πολιτισμικής γεωγραφίας. Η αρχαιολογία του μοντέρνου και η ανασκαφή στη μνήμη των πόλεων προσελκύουν ολοένα και περισσότερους ερευνητές από διάφορα πεδία εξειδίκευσης.

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα-4
Ημιτελής πολυκατοικία στη Μαιζώνος 78 στον Αγιο Παύλο (άδεια δόμησης 2007). Το φαινόμενο παρατηρείται σε όλη την Ελλάδα. [ΜΑΡΙΑ ΛΑΛΟΥ & SKAFTE AYMO-BOOT]

ΑΠΟΨΗ

Απαλλάσσονται από την υποχρέωση να είναι χρήσιμες σε κάτι

Του Δημήτρη Φιλιππίδη*

Ενας σύγχρονος Εκκλησιαστής θα στεκόταν μπροστά σε ένα υποδειγματικά παρατημένο γιαπί αναλογιζόμενος πόσες περιπέτειες, πίκρες και διαψεύσεις κρύβονται πίσω του. Θρηνώντας.

Από τη μια μεριά, λοιπόν, ένας φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στη ματαιότητα της ύπαρξης. Να λογαριάζουμε τις ημιτελείς οικοδομές σαν ένα χρήσιμο και διδακτικό συστατικό της πόλης, που μας θυμίζει τη ρευστότητα, και κάποτε τη ματαιότητα, των πραγμάτων. Οτι υπάρχουν άπειρα απρόβλεπτα πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή που κατευθύνουν τις τύχες όχι μόνο των κτισμάτων αλλά και των ανθρώπων. Χρήσιμο, τότε, εφόδιο ενάντια σε κάθε λογής έπαρση και ύβρη, ιδίως σε μια εποχή όπου έχουν καταργηθεί τα κάθε λογής όρια!

Κι από την άλλη, γιατί να μη δεχτούμε μια πιο αισιόδοξη άποψη, να θεωρήσουμε ότι κάθε ημιτελής οικοδομή είναι δείγμα τυχαίας διακοπής στη μακρόσυρτη ζωή ενός κτίσματος, σαν μια κρατημένη ανάσα; Σαν το κτίσμα να έκανε ένα μακροβούτι στην ανυπαρξία, και να στάθηκε ακίνητο ισορροπώντας στην άκρη του χάους;

Αντί για τις μελαγχολικές σκέψεις πάνω στη φθορά των πραγμάτων, μια χτισμένη λοιπόν περιέργεια γεμάτη θαρραλέες εμπνεύσεις, μια αναζήτηση της χαμένης ψυχής των πραγμάτων κάτω από τη νεκρή τους επιφάνεια, μια αφήγηση για το μεγαλείο της αποτυχίας που μας ξανακάνει ανθρώπινους. Και τότε, πόσα πράγματα αλήθεια θα μπορούσαμε να βρούμε και να μελετήσουμε πάνω τους, από εκείνα που κανονικά κρύβονται με μεγάλη σχολαστικότητα πίσω από τις στιλπνές επιφάνειες του τελειωμένου έργου.

Να λογαριάζουμε τις ημιτελείς οικοδομές σαν ένα χρήσιμο και διδακτικό συστατικό της πόλης, που μας θυμίζει τη ρευστότητα, και κάποτε τη ματαιότητα, των πραγμάτων.

Τελειωμένου; Ποιος σοβαρά θα υποστήριζε ότι τα κτίσματα (κάποτε) ολοκληρώνονται κι ότι δεν πρόκειται παρά για ένα ακόμα στάδιο σε ένα ταξίδι στον χρόνο, ώσπου να καταρρεύσουν και να (ξανα)γίνουν μπάζα, επιστρέφοντας στην αρχική τους κατάσταση; Μια βιολογική εξέλιξη όπου τα κτίσματα μιμούνται τους ανθρώπους, εκείνο το επιβλητικό «χους εις χουν» που εισπράττουμε σε κάθε απώλεια προσφιλούς προσώπου;

Τίποτε δεν τελειώνει ποτέ κι αυτό είναι το μεγαλείο της ζωής στην ελάχιστη διάρκειά της πάνω στη γη. Το παράδοξο είναι πως υπήρξαν σπουδαίοι αρχιτέκτονες που τα μυρίστηκαν αυτά και τόλμησαν να σχεδιάσουν κτίρια επίτηδες ημιτελή, να καταρρέουν. Βρέθηκαν μάλιστα και κάποιες εταιρείες που επένδυσαν σε αυτές τις εκκεντρικές συμπεριφορές. Αλλά ήταν απλή μίμηση, μια εξωτερικότητα. Πώς να συγκριθούν με εκείνα τα υπέροχα κουφάρια, τα σκοτεινά και μουχλιασμένα;

Επειτα από αυτές τις σκέψεις, μας γεννιέται η απορία: Είναι άραγε οι ημιτελείς οικοδομές μια χωριστή κατηγορία αρχιτεκτονικής; Μα και φυσικά είναι, κυρίως επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση να είναι χρήσιμες σε κάτι. Αρχιτεκτονική άσκοπη, άχρηστη, και το κυριότερο: υπέροχα απελευθερωμένη από το δείχνει «ωραία». Τι ανακούφιση κι αυτή. Να ξεφύγουν από αυτή την τυραννική δέσμευση, να νιώσουν ο εαυτός τους. Οικοδομές με φυσικότητα, με φανερά κουσούρια, χωρίς κορσέδες και πομάδες, ατημέλητες, κάποτε ξεμαλλιασμένες. Αυθόρμητες και γενναίες.

* Ο κ. Δημήτρης Φιλιππίδης είναι ομότιμος καθηγητής της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.

Τσιμεντένιοι δεινόσαυροι στην Αθήνα-5

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή