Η κινεζική κρίση προκαλεί ρίγη στη Δύση

Η κινεζική κρίση προκαλεί ρίγη στη Δύση

Η ανάπτυξη ασθμαίνει, η οικονομία της πλήττεται από αποπληθωρισμό, η κατανάλωση και οι ξένες επενδύσεις μειώνονται

Πριν από περίπου τρεις εβδομάδες ο Αμερικανός πρόεδρος παρομοίωσε την Κίνα με «ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας», αναφερόμενος στις παθογένειές της και στον πιθανό διεθνή αντίκτυπο μιας ενδεχόμενης κατάρρευσής της. Παρουσίασε, βέβαια, με κάποια ανακρίβεια τους ρυθμούς ανάπτυξης της δεύτερης οικονομίας του κόσμου, ενώ η προειδοποίησή του αντανακλούσε μάλλον την κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη. Τα λόγια του Τζο Μπάιντεν ανταποκρίνονταν, ωστόσο, στην πραγματικότητα της Κίνας, που έπειτα από δεκαετίες ιλιγγιώδους ανάπτυξης αντιμετωπίζει ένα κοκτέιλ κρίσεων ικανών να την καθηλώσουν σε μια αναιμική οικονομία, που θα αναζητεί διέξοδο και νέο μοντέλο. Και δεδομένης της αρνητικής παγκόσμιας συγκυρίας ενδέχεται, αν όχι να πλήξει την παγκόσμια οικονομία, τουλάχιστον να αποδειχθεί ανίκανη να τη στηρίξει – αν, ή ίσως όταν, οι μεγάλες ανεπτυγμένες οικονομίες διολισθήσουν σε ύφεση.

Οπως έχει επισημάνει το ΔΝΤ, για κάθε 1% ανάπτυξη της Κίνας, το παγκόσμιο ΑΕΠ τονώνεται κατά 0,3%. Γι’ αυτό και δεν είναι πρώτη φορά που η κρίση της κινεζικής οικονομίας προκαλεί ρίγη στις δυτικές οικονομίες.

Στο επίκεντρο της κρίσης της είναι η περιδίνηση στην οποία βυθίζεται ο τομέας των ακινήτων, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 30% της οικονομίας της και επί χρόνια γνώριζε εκρηκτική ανάπτυξη.

Οι ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει 10 δισ. δολάρια από τους κινεζικούς τίτλους και η ανεργία αυξάνεται, ενώ μεταξύ των νέων έχει περάσει το 20%.

Παράλληλα οι τιμές καταναλωτή υποχωρούν και η οικονομία της πλήττεται από αποπληθωρισμό, η ιδιωτική ζήτηση και η κατανάλωση μειώνονται και οι ξένες επενδύσεις το ίδιο. Οι ξένοι επενδυτές έχουν αποσύρει 10 δισ. δολ. από τους κινεζικούς τίτλους και η ανεργία αυξάνεται, ενώ μεταξύ των νέων έχει περάσει το 20%. Σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξής της είναι απολύτως απογοητευτικοί, ενώ πολλοί οικονομολόγοι ευελπιστούσαν πως θα ήταν και πάλι θεαματικοί μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας. Η κινεζική οικονομία, το εργαστήρι του κόσμου και ο μεγαλύτερος μοχλός ανάπτυξης παγκοσμίως κυριολεκτικά ασθμαίνει και αδυνατεί να πλησιάσει τον στόχο για ανάπτυξη 5%. Και οι μεγάλες τράπεζες αναθεωρούν διαρκώς προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξή της.

Η δεύτερη οικονομία στον κόσμο, που επί δεκαετίες έδινε ώθηση στην παγκόσμια οικονομία με τις φθηνές εξαγωγές της, που εισήγαγε βιομηχανικές πρώτες ύλες και πετρέλαιο εξωθώντας στα ύψη την παγκόσμια ζήτηση και αναδείχθηκε σε παγκόσμια τεχνολογική δύναμη ικανή να τρομάζει την Ουάσιγκτον, φαίνεται να έχει χάσει τον βηματισμό της.

Ολα αυτά συμβαίνουν ενώ κλείνει την πρώτη του δεκαετία το μεγαλεπήβολο σχέδιο του Κινέζου προέδρου, Σι Τζινπίνγκ, το γνωστό ως ο Νέος Δρόμος του Μεταξιού, που πέραν των όποιων επιδιώξεων διεθνούς επιρροής εξυπηρετεί, ήταν σαφώς μια προσπάθεια του Πεκίνου να δώσει στις κινεζικές κατασκευαστικές τη δυνατότητα να αντλήσουν κέρδη από έργα στο εξωτερικό, να παραμείνουν ενεργές και κερδοφόρες και φυσικά να διασφαλίσουν τα εκατομμύρια των θέσεων εργασίας που προσέφεραν. Κλείνει την πρώτη του δεκαετία το σχέδιο, στο πλαίσιο του οποίου η Κίνα έχει δανείσει πάνω από 1 τρισ. δολ. συνολικά σε τουλάχιστον 100 χώρες ανά τον κόσμο, με αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ότι έχει εγκλωβίσει μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου σε μια «παγίδα χρέους».

Η «βόμβα» της αγοράς ακινήτων

Η υπερχρέωση, εγγενής παθογένεια της κινεζικής οικονομίας, πήρε την πλέον ακραία μορφή της στον κλάδο των κατασκευαστικών και του τομέα των ακινήτων, όπως γίνεται άλλωστε σαφές με την κατάρρευση των μεγαλύτερων εταιρειών του είδους. Μέσα στην εβδομάδα έγινε σαφές ότι βρίσκεται στα όρια πτώχευσης η μεγαλύτερη κατασκευαστική της Κίνας, η Country Garden, ενώ σε καθεστώς πτώχευσης βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια η εξίσου κολοσσιαία Evergrande.  Και βέβαια η κρίση χρέους του κλάδου απειλεί την κινεζική οικονομία σε μια στιγμή που αυτή πλήττεται και από τη μείωση της παγκόσμιας ζήτησης. Τα δεινά  των κατασκευαστικών και εταιρειών ακινήτων έχουν τη ρίζα τους στις προηγούμενες δεκαετίες, όταν η Κίνα βρισκόταν σε μια διαδικασία ταχύτατης έως επείγουσας αστικοποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1990 μόλις το 1/3 των Κινέζων ζούσε σε αστικά κέντρα, ενώ σήμερα πάνω από τα 2/3 του πληθυσμού της Κίνας είναι κάτοικοι πόλεων. Σε μια πρώτη φάση της αστικοποίησης, είχε ουσιαστικά αναλάβει το κινεζικό κράτος την ανέγερση άφθονης και φθηνής στέγης για τους Κινέζους που κατέφθαναν από τις φτωχές και υπανάπτυκτες επαρχίες της κινεζικής ενδοχώρας για να αναζητήσουν εργασία και καλύτερες συνθήκες στα αστικά κέντρα. Οταν, όμως, άρχισε να περιορίζει τη στήριξη το Πεκίνο, οι μεγάλες κατασκευαστικές κατέφυγαν σε ενίοτε ανορθόδοξες μεθόδους για να αντλούν κεφάλαια και να δραστηριοποιούνται. Η πλέον κοινή όλων αυτών των μεθόδων ήταν η πώληση κατοικιών και διαμερισμάτων πριν από την κατασκευή τους. Οι κατασκευαστικές χρησιμοποιούσαν τα χρήματα που είχαν εισπράξει προκαταβολικά από τους αγοραστές, πλήρωναν με αυτά τους δανειστές τους και χρηματοδοτούσαν τα επόμενα κατασκευαστικά σχέδιά τους. Τυπικό παράδειγμα η Evergrande, που όταν με τον μηχανισμό αυτόν επωμίστηκε υπερβολικό όγκο χρέους, κατέφυγε σε ακόμη πιο ανορθόδοξες μεθόδους. Το 2016 έφτασε στο σημείο να ενθαρρύνει τους υπαλλήλους της να αγοράσουν επενδυτικά προϊόντα από τον χρηματοπιστωτικό της βραχίονα και πίεσε μάλιστα ορισμένους υπαλλήλους να δαπανήσουν τον μισό τους μισθό επενδύοντας σε αυτά τα προϊόντα. Με ατασθαλίες αυτού του είδους ή και ακόμη χειρότερες συγκέντρωσε χρέος ύψους πολλών εκατοντάδων δισ. δολ. και κατέρρευσε παταγωδώς το 2021. Κάτι ανάλογο έχει συμβεί και σε άλλες κατασκευαστικές, που από κοινού αντιπροσώπευαν το 40% των πωλήσεων κατοικιών στη χώρα και οι οποίες έχουν οδηγηθεί στην πτώχευση από τα μέσα του 2021 και μετά. Ετσι, εκατοντάδες χιλιάδες κατοικίες έχουν μείνει μισοτελειωμένες, ενώ προμηθευτές των κατασκευαστικών και εργάτες οικοδομών έχουν μείνει απλήρωτοι  Το χειρότερο είναι πως εκατομμύρια των απλών Κινέζων που τοποθέτησαν τις αποταμιεύσεις τους στη διαχρονικά θεωρούμενη  ασφαλέστερη επένδυση, τη στέγη, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς σπίτι και να μην πάρουν ποτέ πίσω τα χρήματά τους. Αναπόφευκτα η κρίση των κατασκευαστικών και της αγοράς στέγης έχει κάμψει δραματικά την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην οικονομία της χώρας, αλλά και στη δυνατότητα των αρχών να ελέγξουν την κατάσταση.

Από τον επενδυτικό πυρετό, στο ιλιγγιώδες χρέος

Τα αίτια της κακοδαιμονίας της Κίνας σχετίζονται έως έναν βαθμό με τους ίδιους μηχανισμούς με τους οποίους πέτυχε στο παρελθόν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξής της. Πριν από περίπου 40 χρόνια ο τότε ηγέτης της Ντενγκ Σιαοπίνγκ εγκαινίασε το ιστορικό άνοιγμα της Κίνας και της οικονομίας της προς τον υπόλοιπο κόσμο. Τότε, όμως, η Κίνα ήταν μια οικονομία αναπτυσσόμενη που έπασχε από  έλλειψη επενδύσεων και ήταν φτωχή σε υποδομές, σε στέγαση, σε παιδεία, στον ζωτικό τομέα των υπηρεσιών. Με το ανεξάντλητο και φθηνό εργατικό της δυναμικό να δουλεύει σκληρά επί 20 χρόνια αναδείχθηκε και επισήμως στο «εργοστάσιο του κόσμου» και σημείωσε τους διψήφιους ρυθμούς ανάπτυξης που εντυπωσίασαν τον δυτικό κόσμο. Τότε τα πρώτα 20 χρόνια η κατανάλωση των νοικοκυριών έφθασε στο 48% της οικονομίας, καθώς βελτιωνόταν το βιοτικό επίπεδο του φτωχού κινεζικού λαού. Και η υπόλοιπη οικονομία βασιζόταν στις απολύτως αναγκαίες επενδύσεις και τις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα. Ολα αυτά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2000 οπότε και έγινε μετά βαΐων και κλάδων δεκτή στην παγκόσμια οικονομική κοινότητα με την προσχώρησή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τις μάλλον εξωπραγματικές προσδοκίες της Δύσης που τη συνόδευσαν. Λίγο αργότερα ο τότε πρωθυπουργός της, Γουέν Τζιαμπάο, μίλησε για αναπροσανατολισμό του οικονομικού της μοντέλου από τις επενδύσεις στην κατανάλωση.
Η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας εξακολούθησε, όμως, να βασίζεται κατά κύριο λόγο στις δημόσιες επενδύσεις,  με την κατανάλωση των νοικοκυριών να μειώνεται και να περιορίζεται σε ποσοστά από 34% έως 38%, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος κυμαινόταν περίπου στο 60% και στις ΗΠΑ έφτανε στο 70%. Περιφερειακές αρχές, ιδιωτικός τομέας και κατασκευαστικές άρχισαν να δανείζονται πυρετωδώς για να χρηματοδοτούν επενδύσεις, που από ένα σημείο και μετά δεν ανταποκρίνονταν πια σε πραγματικές ανάγκες και δεν εξυπηρετούσαν καμία σκοπιμότητα.  

Ο επενδυτικός πυρετός της Κίνας έφτασε στην ανέγερση πόλεων «φαντασμάτων», αποτελουμένων από κατοικίες και πολυκατοικίες που δεν κατοικήθηκαν ποτέ από κανέναν και στην κατασκευή υπερσύγχρονου αεροδρομίου από το οποίο δεν απογειώθηκε ποτέ κανένα αεροσκάφος. Ολα αυτά χρηματοδοτήθηκαν, όμως, με τις συνεχείς εκδόσεις χρέους από τις κινεζικές αρχές, με αποτέλεσμα σήμερα το συνολικό χρέος της Κίνας να ανέρχεται στο ιλιγγιώδες, ακόμη και για τα δεδομένα των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης, ύψος του 300% του κινεζικού ΑΕΠ. Είναι εν ολίγοις τετραπλάσιο από την κινεζική οικονομία. 

Ασχημα νέα

Βλέποντας να πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα και οι πτωχεύσεις των κινεζικών κατασκευαστικών και να επηρεάζουν συνολικά την οικονομία, ο Σιαόσι Ζανγκ, στέλεχος της Gavekal Dragonomics, τόνισε πως «τα πραγματικά κακά νέα είναι ότι η υπερχρέωση των κατασκευαστικών εταιρειών και τα προβλήματα των κρατικών φορέων χρηματοδότησης εξαπλώνονται σε όλη την οικονομία της Κίνας». 

10 δισ. δολάρια έχουν αποσύρει διεθνείς επενδυτές από τους τίτλους της Κίνας φέτος.

Οι φόβοι

Σχολιάζοντας τον αποπληθωρισμό που συνοδεύει την επιβράδυνση της Κίνας, ο Πίτερ Μπέρεζιν, στρατηγικός αναλυτής της BCA Research, τόνισε πως «δεν είναι εξ ορισμού τόσο κακό πράγμα, αλλά αν ο υπόλοιπος κόσμος, ΗΠΑ και Ευρώπη, διολισθήσουν σε ύφεση και η Κίνα είναι αποδυ-ναμωμένη οικονομικά, τότε θα υπάρχει σοβαρό πρόβλημα όχι μόνον για την Κίνα, αλλά για την παγκόσμια οικονομία».

14% μειώθηκε η αξία των εισαγωγών της Κίνας τους πρώτους 7 μήνες του 2023.

Zητούν μέτρα

Αν και οι κινεζικές αρχές συνηθίζουν να συγκαλύπτουν τις αρνητικές εξελίξεις στην οικονομία, την επιβράδυνση της αανάπτυξης σε αναιμικούς ρυθμούς επιβεβαίωσε προ ημερών η Στατιστική Υπηρεσία της Κίνας, όταν χαρακτήρισε «ανεπαρκή» την εγχώρια ζήτηση και τόνισε πως «πρέπει να ληφθούν μέτρα για να στηριχθούν και να ενισχυθούν τα θεμέλια της οικονομικής ανάκαμψης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή