Προκειμένου να υποκλέψουν τα αποτελέσματα των απόρρητων ερευνών για το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού, οι συνεργάτες του στην υπηρεσία θα στρατολογούσαν Ρώσους διπλωμάτες, Ιρανούς στρατηγούς και Κινέζους γιατρούς. Για να πετύχουν τον στόχο τους θα παρακολουθούσαν από κοντά αγώνες του ρωσικού πρωταθλήματος χόκεϊ, θα μετείχαν σε δεξιώσεις διπλωματών στην Τεχεράνη και ιατρικά συνέδρια στο Πεκίνο. Καθήκον του Μαρκ Πολυμερόπουλος, αν δεν είχε συνταξιοδοτηθεί τον περασμένο Ιούλιο, θα ήταν να συμπυκνώνει καθημερινά τα συμπεράσματα των μυστικών επιχειρήσεων σε ένα αυστηρής διαβάθμισης έγγραφο με τελικό παραλήπτη τον πρόεδρο των ΗΠΑ.
Μετά 26 χρόνια στη CIA –τα περισσότερα στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, και τα δύο τελευταία ως επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη και σε αρκετές ασιατικές χώρες– ο 50χρονος Ελληνοαμερικανός αποφάσισε να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Εκτοτε γράφει ένα βιβλίο για την Ηγεσία, εμπνευσμένο από τη θητεία του στην υπηρεσία. Από το σπίτι του στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ, όπου βρίσκεται σε καραντίνα, παραχώρησε συνέντευξη στην «Κ».
Μίλησε για την αποστολή των μυστικών υπηρεσιών στην εποχή της πανδημίας, την αντιπαράθεση του προέδρου Τραμπ με την Κίνα, ενώ απάντησε σε ερωτήσεις για τη διαδρομή του στην υπηρεσία, την ανάμειξη –κατά το παρελθόν– της CIA στα ελληνικά δρώμενα, τα βασανιστήρια κρατουμένων σε φυλακές του Ιράκ και άλλα πολλά. «Στην πανδημία, το πρώτο που κάνουν οι μυστικές υπηρεσίες δεν είναι να ψάξουν αναπνευστήρες ή διαγνωστικά τεστ, όπως έκανε η ισραηλινή Μοσάντ. Είναι να ελέγξουν εάν τα επιστημονικά δεδομένα που ανακοινώνει, για παράδειγμα, η Κίνα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) είναι ακριβή ή όχι. Για να το πετύχουν στρατολογούν πληροφοριοδότες, υποκλέπτουν επικοινωνίες δημοσίων υπαλλήλων, συλλέγουν πληροφορίες από ανοιχτές πηγές», παρατηρεί ο Πολυμερόπουλος.
Οι κυβερνήσεις
«Η δεύτερη αποστολή τους», συνεχίζει, «είναι να αξιολογήσουν εάν η εξάπλωση του ιού και οι αντιδράσεις του κόσμου σε περιοχές που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία επηρεάζουν τη σταθερότητα των κυβερνήσεων». Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το Ιράν επισημαίνει ότι «εάν η Τεχεράνη έχει στρέψει λόγω κορωνοϊού την προσοχή της στο εσωτερικό μέτωπο, αυτό πιθανό να σημαίνει ότι δεν θα επιδιώξει άμεσα να απαντήσει στην εξουδετέρωση του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί, στις αρχές Ιανουαρίου. Αυτό, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι κάτι που ενδιαφέρει τους κυβερνώντες στις ΗΠΑ, όπως αντίστοιχα ενδιαφέρει την ΕΥΠ η ισχύς της κυβέρνησης Ερντογάν στην Τουρκία, η οποία επίσης έχει μεγάλο αριθμό κρουσμάτων».
Ομως, απώτερος στόχος των μυστικών υπηρεσιών είναι «να αποκτήσουν πρόσβαση στα αποτελέσματα των εργαστηριακών ερευνών για την παρασκευή του εμβολίου. Οποια χώρα το πετύχει πρώτη θα κερδίσει δισεκατομμύρια». Τον ρωτάμε πόσο εύκολη είναι η στρατολόγηση ενός πληροφοριοδότη σε χώρες όπως π.χ. η Ρωσία και η Κίνα που διαθέτουν ισχυρούς μηχανισμούς αντιπαρακολούθησης. «Με ένα μαχητή των Ταλιμπάν τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Του λες ότι αν δεν έρθεις μαζί μας θα βρεθείς στη λάθος πλευρά καθώς θα ακολουθήσει ένας μεγάλος αεροπορικός βομβαρδισμός. Αλλά και στις χώρες που, μεταξύ μας αποκαλούμε “δύσκολους στόχους” όπως η Κίνα και η Ρωσία, υπάρχουν πάντοτε κάποιοι που θέλουν να συνεργαστούν. Είτε γιατί χρειάζονται χρήματα, είτε γιατί θέλουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν στη Δύση, είτε γιατί δεν προάγονται και είναι δυσαρεστημένοι», εξηγεί.
Τι συνέβη λοιπόν και οι ΗΠΑ που διαθέτουν τόσο ισχυρές –όπως τις περιγράφει– υπηρεσίες πληροφοριών δεν κατάφεραν να προστατευθούν από την πανδημία; «Από τον Ιανουάριο η CIA είχε προειδοποιήσει για όσα συνέβαιναν με τον κορωνοϊό στην Κίνα. Τις κρίσιμες εκείνες ημέρες που υπήρχε ακόμα χρόνος δεν υπήρξε αντίδραση», εξηγεί. Προβλέπει ότι μόλις η κρίση περάσει, το αμερικανικό Κογκρέσο θα ερευνήσει τι πήγε λάθος, όπως συνέβη στην περίπτωση της 11ης Σεπτεμβρίου. Για τον Πολυμερόπουλος, άλλωστε, πρόκειται για τις δύο μεγαλύτερες κρίσεις που συντάραξαν και συνταράσσουν τον κόσμο.
Δεν είναι, όμως, μόνο ο Ντόναλντ Τραμπ που, σύμφωνα με τον Πολυμερόπουλος, δεν είναι ιδιαίτερα δεκτικός στις πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών. «Οταν την περίοδο προεδρίας Κλίντον ένα μικρό μονοκινητήριο αεροσκάφος είχε προσγειωθεί στο προαύλιο του Λευκού Οίκου, λέγαμε μεταξύ μας αστειευόμενοι ότι πιλότος ήταν ο Τζέιμς Γούλσεϊ, διοικητής τότε της CIA, που προσπαθούσε να δώσει ένα πληροφοριακό δελτίο στον πρόεδρο».
Οι χειρισμοί Τραμπ
Απαντώντας σε ερώτηση για τη δημόσια αντιπαράθεση του Ντόναλντ Τραμπ με την Κίνα και τον ΠΟΥ, ο Ελληνοαμερικανός πρώην αξιωματούχος της CIA ξεκαθαρίζει: «Η Κίνα έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Οχι γιατί ο ιός παρασκευάστηκε σε κάποιο κινεζικό εργαστήριο, δεν υπάρχουν πληροφορίες που να στηρίζουν κάτι τέτοιο. Αλλά διότι ξεκάθαρα έκρυψε ότι αντιμετώπιζε τεράστιο πρόβλημα. Ομως, μην έχετε καμία αμφιβολία ότι οι δημόσιες επιθέσεις του Τραμπ στην Κίνα γίνονται περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση. Για να αποκρούσει τις κατηγορίες για τον δικό του κακό χειρισμό της κρίσης». Στην ερώτηση εάν οι σινοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο πιο «σκοτεινό» τους σημείο, ο Πολυμερόπουλος απαντά με νόημα: «Διερωτώμαι τι θα συμβεί εάν τελικά η Κίνα παρασκευάσει πρώτη το εμβόλιο».
Οσο για το εάν ο τρόπος που ασκεί πολιτική ο Αμερικανός πρόεδρος επηρεάζει το έργο των μυστικών υπηρεσιών, ο Ελληνοαμερικανός «στρατηγός» της CIA διευκρινίζει: «Τα κίνητρα των πληροφοριοδοτών που αποφασίζουν να συνεργαστούν είναι συνήθως προσωπικά και δεν μπορούν να επηρεαστούν από τις δημόσιες εμφανίσεις του προέδρου. Σε μια συνάντηση με τους Γερμανούς συμμάχους μας πιθανότατα να μην ασχοληθούμε με μια φραστική επίθεση του Τραμπ στη Γερμανίδα καγκελάριο αλλά να συζητήσουμε κατευθείαν για δουλειά».
Απαγορευόταν να πάω στα Εξάρχεια, εθεωρείτο επικίνδυνο
«Η ελληνική και η αραβική κουλτούρα έχουν πολλά κοινά, όπως το ισχυρό αίσθημα της οικογένειας ή το μοίρασμα του φαγητού. Νομίζω ότι οι Αραβες που συναντούσα δεν με αντιμετώπιζαν ως Αμερικανό, αλλά διέκριναν την ελληνική πλευρά μου», λέει ο Μαρκ Πολυμερόπουλος.
Η πρώτη επικοινωνία της «Κ» με τον Μαρκ Πολυμερόπουλος έγινε πριν από λίγους μήνες με αφορμή μια ανάρτησή του στο Twitter: «Είναι πάντα ωραίο να πίνεις καφέ στο Κολωνάκι», σχολίαζε κάτω από μια φωτογραφία ενός γνωστού καφέ της περιοχής. Ανταλλάξαμε μερικά μηνύματα και συμφώνησε σε μία συνάντηση στο αγαπημένο του αθηναϊκό στέκι. «Μόλις γύρισα από μια βόλτα στο ground zero» ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είπε. «Την πλατεία Εξαρχείων και το κτίριο του ΕΜΠ εννοώ! Οσο ήμουν στην υπηρεσία απαγορευόταν να πάω εκεί, εθεωρείτο
επικίνδυνο».
Μετά μια σύντομη κουβέντα συμφώνησε να παραχωρήσει συνέντευξη στην «Κ», κάτι που τελικά έγινε τηλεφωνικά την περασμένη Τετάρτη. «Ο πατέρας μου είναι Ελληνας και η μητέρα μου Αμερικανίδα. Γνωρίστηκαν στη διάρκεια των σπουδών τους στο Πανεπιστήμιο Cornell της Νέας Υόρκης. Γεννήθηκα στην Αθήνα και τους πρώτους μήνες της ζωής μου μέναμε σε ένα διαμέρισμα στην οδό Λουκιανού», αφηγείται. «Στη συνέχεια, ο πατέρας μου πήρε θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο και έτσι μετακομίσαμε στις ΗΠΑ. Περνούσαμε όμως δυο τρεις μήνες κάθε καλοκαίρι σε ένα σπίτι που είχαμε τότε στη Μύκονο. Εκείνα τα χρόνια δεν χρειαζόσουν 100 ευρώ για να νοικιάσεις μια ομπρέλα θαλάσσης. Ψάρευα και έκανα ψαροντούφεκο».
Η στρατολόγησή του στη CIA έγινε ενώ σπούδαζε πολιτικές επιστήμες και διεθνείς σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Cornell, στην Ιθάκη της Νέας Υόρκης, με εξειδίκευση στην ισλαμική εξέγερση της Αλγερίας. «Τα 24 από τα 26 χρόνια που πέρασα έκτοτε στην υπηρεσία συμμετείχα σε αντιτρομοκρατικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, κυρίως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Τα τελευταία δύο χρόνια ήμουν επικεφαλής των μυστικών επιχειρήσεων της CIA στην Ευρώπη και σε αρκετές χώρες της Ασίας», συμπληρώνει.
Σ’ αυτό το διάστημα, εξηγεί ο Πολυμερόπουλος, ασχολήθηκε κυρίως με τη δράση των μυστικών υπηρεσιών της Ρωσίας στην Ευρώπη. Ως νεοσύλλεκτο στέλεχος της CIA δεν άργησε να ανακαλύψει ότι η ελληνική καταγωγή του τον διευκόλυνε στις επαφές του με πληροφοριοδότες στη Μέση Ανατολή. «Η ελληνική και αραβική κουλτούρα έχουν πολλά κοινά, όπως το ισχυρό αίσθημα της οικογένειας ή το μοίρασμα του φαγητού, και νομίζω ότι οι Αραβες που συναντούσα δεν με αντιμετώπιζαν ως Αμερικανό αλλά διέκριναν την ελληνική πλευρά μου».
Οι πληροφοριοδότες
Ισως το δυσκολότερο σκέλος της δουλειάς ενός πράκτορα σχετίζεται με την ευθύνη απέναντι στους ανθρώπους που του δίνουν πληροφορίες θέτoντας σε κίνδυνο τη ζωή τους. «Είχα πολλές σε βάθος συζητήσεις με ανθρώπους που δουλεύαμε μαζί. Μου έλεγαν “Μαρκ, όταν είσαι σπίτι σου και παρακολουθείς έναν αγώνα ποδοσφαίρου ή πηγαίνεις διακοπές εγώ δεν σταματάω να σε σκέφτομαι. Γιατί αν κάνεις λάθος, εγώ και η οικογένειά μου θα πεθάνουμε”. Είναι μια έντονη και αρκετά προσωπική σχέση», εξηγεί.
Η απόφασή του να εγκαταλείψει την ενεργό δράση προήλθε από την επιθυμία του να ζήσει μια «κανονική» ζωή. «Επειτα από 26 χρόνια στη CIA τα περισσότερα σε εμπόλεμες ζώνες μακριά από την οικογένειά μου ένιωθα ότι το σώμα μου δεν άντεχε. Ηθελα να γράψω ένα βιβλίο για την ηγεσία βασισμένο σε όλα όσα έμαθα από τη θητεία μου στην υπηρεσία και μου αρέσει αυτό που κάνουμε τώρα: να εξηγώ τι κάνουν οι μυστικές υπηρεσίες. Οι βασικές αρχές που ισχύουν στις υπηρεσίες πληροφοριών έχουν εφαρμογή στον κόσμο των επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα να λαμβάνεις γρήγορα σωστές αποφάσεις, υπό δύσκολες συνθήκες», καταλήγει.
Η εμπλοκή στη χούντα
Είναι πολλές οι σκιές που συνοδεύουν τη μακρόχρονη ιστορία της CIA. Ορισμένες από αυτές αφορούν τη δράση της αμερικανικής υπηρεσίας στην Ελλάδα. Eίναι ενδεικτικό ότι, το 1999, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε ζητήσει δημόσια συγγνώμη για την εμπλοκή της CIA στη «χούντα των συνταγματαρχών», στη διάρκεια ομιλίας του στην Αθήνα. Πιο πρόσφατα, τη διεθνή κοινή γνώμη συγκλόνισαν εικόνες που δημοσιεύθηκαν στα διεθνή ΜΜΕ από βασανιστήρια κρατουμένων στη φυλακή Αμπού Γκράιμπ του Ιράκ. Οι φωτογραφίες είχαν τραβηχτεί το διάστημα 2003-2004, στη διάρκεια του δεύτερου πολέμου των ΗΠΑ στο Ιράκ, και οι αποκαλύψεις οδήγησαν στο κλείσιμο της φυλακής μερικά χρόνια αργότερα. Πώς σχολιάζει τα γεγονότα αυτά ο Ελληνοαμερικανός πρώην αξιωματούχος της υπηρεσίας; «Ολες οι ενέργειες των μυστικών υπηρεσιών διευθύνονται από τον Λευκό Οίκο. Δεν το λέω για να τις δικαιολογήσω, αλλά για να τονίσω ότι αποτελούν ζήτημα κεντρικής πολιτικής των ΗΠΑ και όχι αυθαίρετες ενέργειες της CIA. H υποστήριξη στη χούντα ήταν λανθασμένη, όμως πρέπει να την κρίνουμε ως στρατηγική απόφαση των ΗΠΑ, όχι μεμονωμένα της CIA», απαντάει ο κ. Πολυμερόπουλος. «Αντιστοίχως, η χρήση συγκεκριμένων τεχνικών ανάκρισης στη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους είχε πάρει το πράσινο φως από το υπουργείο Δικαιοσύνης, ενώ είχε ενημερωθεί το Κογκρέσο. Αργότερα, η κυβέρνηση Ομπάμα επέλεξε –πιθανότατα σωστά– να απαγορεύσει τέτοιες πρακτικές», λέει και συμπληρώνει: «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αναβιώσουν στο μέλλον τόσο για λόγους ηθικής όσο και αποτελεσματικότητας».