Ο Ανουάρ Σαντάτ στην ισραηλινή Βουλή

Ο Ανουάρ Σαντάτ στην ισραηλινή Βουλή

Με την επίσκεψή του στο Ισραήλ ο Αιγύπτιος πρόεδρος αλλάζει ριζικά την εξωτερική πολιτική της χώρας του

5' 27" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Του ΔΙΟΝΥΣΗ ΧΟΥΡΧΟΥΛΗ

Ο Ανουάρ Σαντάτ διαδέχθηκε τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ στην ηγεσία της Αιγύπτου τον Σεπτέμβριο του 1970, μετά τον θάνατο του τελευταίου. Το βάρος που έπεφτε στους ώμους του νέου Αιγύπτιου προέδρου ήταν βαρύτατο. Αφενός, παρά τις αποτυχίες του καθεστώτος κατά τις δεκαετίες του 1950 και (κυρίως) του 1960, ο Νάσερ είχε αποτελέσει μια εξαιρετικά δημοφιλή προσωπικότητα, όχι μόνο στις τάξεις του αιγυπτιακού λαού, αλλά και ευρύτερα του αραβικού κόσμου. Αφετέρου, οι επιπτώσεις των –εν τέλει αποτυχημένων– οικονομικών πολιτικών του νασερικού καθεστώτος και των ηττών και ταπεινώσεων στο πεδίο της μάχης από το Ισραήλ, αλλά και η αντιπαλότητα με μια σειρά «συντηρητικών»-φιλοδυτικών αραβικών κρατών, είχαν αποδυναμώσει σημαντικά την Αίγυπτο. Ο Σαντάτ ήταν ηγετικό στέλεχος του καθεστώτος ήδη από το 1952 και το κίνημα των Ελευθέρων Αξιωματικών, ωστόσο μέχρι και μετά την ανάληψη της προεδρίας θεωρείτο μάλλον άχρωμη προσωπικότητα. Αν και δεν ήρθε αμέσως σε ρήξη με τις προηγούμενες πολιτικές του προκατόχου του, ωστόσο σχεδόν εξαρχής έλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, που έδιναν το στίγμα της νέας ηγεσίας: αφού πρώτα παραμέρισε τους περισσότερους υψηλόβαθμους συνεργάτες του Νάσερ (τον Μάιο του 1971), τον Ιούλιο του 1972 τερμάτισε τη σοβιετική στρατιωτική παρουσία στην Αίγυπτο, που χρονολογούνταν από τον Πόλεμο της Φθοράς του 1969-70.

Ο Ανουάρ Σαντάτ στην ισραηλινή Βουλή-1
21.11.1977. Ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν και ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ σε συνέντευξη Τύπου. Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Ο Ανουάρ Σαντάτ στην ισραηλινή Βουλή-2
Την ίδια μέρα έγινε και η συνάντηση του Σαντάτ με την πρώην πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ και τον ηγέτη του Εργατικού κόμματος Σιμόν Πέρες Φωτ. ASSOCIATED PRESS

Μεταστροφή του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας

Μετά την κατάπαυση του πυρός στα τέλη Οκτωβρίου 1973, ο Σαντάτ ανανέωσε τις προσπάθειές του για την επίτευξη ειρήνης, εναποθέτοντας πια ολότελα τις ελπίδες του στις ΗΠΑ. Αρχικά οι Αμερικανοί μεσολάβησαν αποφασιστικά προκειμένου να συνομολογηθούν δύο συμφωνίες απαγκίστρωσης των ισραηλινών και αιγυπτιακών στρατευμάτων από τη μεθόριο (το 1974 και το 1975), ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος θερμών επεισοδίων. Ετσι, το 1975 η Αίγυπτος μπόρεσε να ανοίξει ξανά τη διώρυγα του Σουέζ στη ναυσιπλοΐα και να ξεκινήσει την ανοικοδόμηση όσων πόλεών της είχαν καταστραφεί το 1968-1970 και το 1973 από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς. Παρότι μετά την παραίτηση του Αμερικανού προέδρου Νίξον, το καλοκαίρι του 1974, οι απόπειρες για έναν πιο μόνιμο διακανονισμό οδηγήθηκαν σε τέλμα, ο Σαντάτ ήταν πια αποφασισμένος να ολοκληρώσει τη μεταστροφή της εξωτερικής (και όχι μόνο) πολιτικής που είχε ακολουθήσει ο Νάσερ. Καθώς ο Σαντάτ θεωρούσε ότι οι Αμερικανοί κρατούσαν σχεδόν αποκλειστικά το κλειδί για την επίλυση του Μεσανατολικού, τον Μάρτιο του 1976 η Αίγυπτος προχώρησε μονομερώς στην καταγγελία της Συνθήκης Φιλίας ΕΣΣΔ – Αιγύπτου που είχε συναφθεί το 1971. Αυτή ήταν μια ακόμα αιγυπτιακή πρωτοβουλία που αποσκοπούσε να διακόψει πλήρως τη συνεργασία με τους Σοβιετικούς και να στείλει μήνυμα στις ΗΠΑ και στο Ισραήλ ότι ήταν πρόθυμος για ουσιαστικές ειρηνευτικές συνομιλίες.

Στη μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής και του διεθνούς προσανατολισμού της Αιγύπτου συνέβαλαν καθοριστικά και τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα. Πρώτον, η επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην απόφαση του Σαντάτ να επιδιώξει μια μόνιμη ειρήνευση με το Ισραήλ. Η Αίγυπτος βασιζόταν ολοένα και περισσότερο στον εξωτερικό δανεισμό και κατά τα τελευταία έτη το δημόσιο χρέος είχε εκτοξευθεί. Οι αμυντικές δαπάνες είχαν καταστεί δυσβάσταχτες, ενώ η παραπαίουσα αιγυπτιακή οικονομία δεν είχε τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσει τον επανεξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, πολύ περισσότερο να αντέξει μια νέα πολεμική σύγκρουση με το Ισραήλ. Δεύτερον, άλλη μείζων πρόκληση υπήρξε το ότι ο αιγυπτιακός πληθυσμός αυξανόταν με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ η καλλιεργήσιμη γη είχε αυξηθεί μόνο οριακά. Τρίτον, η «σοσιαλίζουσα» οικονομική πολιτική του Νάσερ είχε αποδειχθεί καταστροφική. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχε γίνει φανερό ότι η ανάγκη βελτίωσης της οικονομίας είχε καταστεί επιτακτική, σε βαθμό που θα επηρέαζε καθοριστικά και τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής.

Ο Ανουάρ Σαντάτ στην ισραηλινή Βουλή-3

Ανοίγει ο δρόμος για τη συνομολόγηση ειρήνης

Η στροφή της αιγυπτιακής εξωτερικής πολιτικής (με την επιδίωξη και επίτευξη ειρήνευσης με το Ισραήλ, καθώς και προσέγγισης με τις ΗΠΑ και ρήξης με τη Σοβιετική Ενωση) αλλά και η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας με την εγκατάλειψη των πολιτικών του Νάσερ υπήρξαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος στην προσπάθεια του καθεστώτος Σαντάτ να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη πολιτικοκοινωνική δυσαρέσκεια στο εσωτερικό. Μάλιστα, ο Σαντάτ προφανώς αναγνώριζε ότι η μονομερής ειρήνευση της Αιγύπτου με το Ισραήλ θα απομόνωνε –τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα– τη χώρα του από τον αραβικό κόσμο και θα της στερούσε την ηγετική θέση εκεί. Ωστόσο θεωρούσε ότι ο ηγετικός ρόλος της Αιγύπτου στον αραβικό κόσμο ήταν χαρακτηριστικό «δομικής» φύσης λόγω του μεγέθους, του πληθυσμού, της ιστορίας και του πολιτισμού της χώρας και δεν (όφειλε να) εξαρτάτο από την άσκηση «παναραβικής» πολιτικής, που κάθε άλλο παρά είχε εξυπηρετήσει τα αιγυπτιακά συμφέροντα κατά την περίοδο 1948-1973. Αντίθετα, ο Σαντάτ ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί την –προσωρινή, όπως εκτιμούσε– μείωση του γεωπολιτικού βάρους της Αιγύπτου σε αυτό το πεδίο για να στρέψει τη χώρα του προς τη Δύση και να επιτύχει την οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική υποστήριξη των ΗΠΑ. Πράγματι, μετά το 1978 η Αίγυπτος κατέστη ο δεύτερος μεγαλύτερος λήπτης αμερικανικής υποστήριξης σε παγκόσμιο επίπεδο, πίσω μόνο από το Ισραήλ. Εν τω μεταξύ, ενώ η νέα αμερικανική διοίκηση υπό τον Τζίμι Κάρτερ ετοιμαζόταν να αναλάβει διπλωματικές πρωτοβουλίες για την επίλυση του Μεσανατολικού, το καλοκαίρι του 1977 έλαβε χώρα στο Ισραήλ μια εξέλιξη που φαινομενικά δεν θα διευκόλυνε την ειρηνευτική διαδικασία. Για πρώτη φορά στις εκλογές επικράτησε το δεξιό κόμμα Λικούντ υπό τον Μεναχέμ Μπέγκιν. Ο νέος πρωθυπουργός ήταν σκληροπυρηνικός, έστω κι αν τελικά αποδείχθηκε έτοιμος να δεχθεί την αποχώρηση των Ισραηλινών από το Σινά προκειμένου να υπογραφεί συνθήκη ειρήνης με την Αίγυπτο και να ομαλοποιηθούν οι διμερείς σχέσεις των δύο κρατών. Ο Σαντάτ πάντως επειγόταν περισσότερο από τον Μπέγκιν για την επίτευξη μόνιμου διακανονισμού και την εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ – Αιγύπτου. Για τον Αιγύπτιο πρόεδρο, προτιμητέα ήταν η επίλυση και του Παλαιστινιακού, αλλά, όπως αποδείχθηκε, αυτό τελικά δεν αποτελούσε και προϋπόθεση για την ειρήνευση ανάμεσα στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ. Τον Νοέμβριο του 1977 ο Σαντάτ ανέλαβε μια εξαιρετικά τολμηρή πρωτοβουλία και ανακοίνωσε δημοσίως ότι ήταν πρόθυμος να μεταβεί στο Ισραήλ ώστε να διαπραγματευθεί τη συνομολόγηση μόνιμης ειρήνης. Μια τέτοια κίνηση θα ισοδυναμούσε με διπλωματική αναγνώριση του Ισραήλ, καθώς για τρεις δεκαετίες κανένα αραβικό κράτος δεν το είχε αναγνωρίσει και αποδεχθεί την ύπαρξή του. 

Παρότι οι στόχοι του Σαντάτ και του Μπέγκιν δεν συνέπιπταν, η ισραηλινή κυβέρνηση αποδέχθηκε την πρόταση και ο Σαντάτ πέταξε στο Ισραήλ και στις 20 Νοεμβρίου μίλησε και στο ισραηλινό Κοινοβούλιο, ανοίγοντας τον δρόμο για τη συνομολόγηση ειρήνης, με την κατοπινή μεσολάβηση και υπό την αιγίδα των ΗΠΑ (Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ).
 
* Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή