Ηταν λίγες ημέρες πριν από τη ρωσική εισβολή όταν συναντήσαμε τον ελληνικής καταγωγής πρόεδρο του δημοτικού συμβουλίου Μαριούπολης, Στεφάν Μαξμά, κοντά στο σπίτι του στο χωριό Σαρτανά, στα περίχωρα της πόλης. Μας οδήγησε σε πάρκο στο κέντρο του οικισμού, όπου τα τελευταία χρόνια έχει χτιστεί ένα λιτό μνημείο για τα θύματα των ρωσικών βομβαρδισμών, το 2014. Με τον δείκτη του δεξιού του χεριού μάς έδειξε τα ονόματα που ήταν γραμμένα πάνω στη μαρμάρινη πλάκα.
«Η Μαρίνα ήταν συμμαθήτριά μου, ο Αλεξάντερ το ίδιο. Τους ήξερα όλους προσωπικά», μας είπε. Ο Μαξμά ήταν πρόεδρος της κοινότητας του Σαρτανά την περίοδο που ξέσπασε ο πόλεμος στο Ντονμπάς, με τα ρωσικά στρατεύματα να καταλαμβάνουν τη Μαριούπολη και να βομβαρδίζουν τα ελληνικά χωριά σε ακτίνα μερικών δεκάδων χιλιομέτρων από την πόλη. «Ηταν 2.20 το μεσημέρι, θυμάμαι. Βρισκόμουν στο γραφείο μου όταν μου τηλεφώνησαν για να με ενημερώσουν ότι ρωσικά μαχητικά είχαν βομβαρδίσει μια κηδεία στο Σαρτανά. Εφτασα στο σημείο ύστερα από 5 με 7 λεπτά και θυμάμαι ακόμη ότι τα πάντα γύρω μου κάπνιζαν».
Δέκα άτομα, όλοι κάτοικοι του χωριού, σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα. «Φτιάξαμε αυτό το μνημείο για να μας θυμίζει την τραγωδία μας», τόνισε ο Μαξμά, ενώ στεκόταν δίπλα στη μαρμάρινη πλάκα. «Φοβάσαι ότι μπορεί να επαναληφθεί το ίδιο;» τον ρωτήσαμε. «Οχι, δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει φόβος, αλλά περισσότερο μια ανησυχία για τον άμαχο πληθυσμό. Αυτός θα πληγεί άμεσα σε περίπτωση ενός νέου πολέμου».
Δύο εβδομάδες μετά εκείνη μας τη συνάντηση και ενώ η Μαριούπολη βρίσκεται για περισσότερο από μία εβδομάδα υπό πολιορκία από τον ρωσικό στρατό, καταφέραμε να επικοινωνήσουμε ξανά μαζί του μέσω βιντεοκλήσης. Είναι φανερά καταβεβλημένος, σε ένα δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό. «Η κατάσταση στην πόλη είναι δραματική», μας λέει. «Ολες οι είσοδοι και έξοδοι της πόλης έχουν αποκλειστεί από τον ρωσικό στρατό. Καταφέραμε να συγκεντρώσουμε δεκάδες τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας ωστόσο, δεν επετράπη στις εννέα νταλίκες από τη Ζαπορίζια με τρόφιμα και φάρμακα να φτάσουν στη Μαριούπολη».
Ο ίδιος μας πληροφορεί ότι υπάρχουν εγκλωβισμένοι περίπου 400.000 κάτοικοι, οι οποίοι όσες φορές τις τελευταίες ημέρες αποπειράθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη δέχτηκαν πυρά, παρά τις ανακοινώσεις του ρωσικού υπουργείου Αμυνας για «άνοιγμα ανθρωπιστικών διαδρόμων». «Προχθές χιόνισε και ο κόσμος βγήκε στον δρόμο. Μπορούσαν να λιώσουν το χιόνι για να πιουν νερό. Η πόλη έχει μείνει για πάνω από μία εβδομάδα χωρίς νερό, ρεύμα και τηλέφωνο», περιγράφει. Του θυμίζουμε την κουβέντα μας μερικές ημέρες νωρίτερα στο Σαρτανά, για τα γεγονότα της περιόδου 2014-2015: «Τα πράγματα σήμερα είναι, δυστυχώς, πολύ πολύ χειρότερα», υπογραμμίζει. Την Πέμπτη, ένα εικοσιτετράωρο μετά τον βομβαρδισμό του νοσοκομείου παίδων της πόλης με απολογισμό τρεις νεκρούς, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε δημόσια ότι ούτε ένας άμαχος δεν μπόρεσε να φύγει από την πόλη. Κατηγόρησε για την αποτυχία της προσπάθειας τις ρωσικές δυνάμεις, που προχώρησαν σε νέο βομβαρδισμό της πόλης.
«Μετά την αποτυχία των συνομιλιών στην Αττάλεια ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Ουκρανίας και Ρωσίας, οι επιθέσεις στη Μαριούπολη εντάθηκαν. Οι Ρώσοι έριξαν βόμβα ενός τόνου στο κέντρο της πόλης καταστρέφοντάς το», περιγράφει στην «Κ» ο ελληνικής καταγωγής Ουκρανός καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Μαξίμ Γιαλί. Κατάγεται από τη Μαριούπολη και όπως λέει έχει περισσότερο από μία εβδομάδα να επικοινωνήσει με τη μητέρα και τους υπόλοιπους συγγενείς του που ζουν στην πόλη. Μέχρι πριν από την έναρξη του πολέμου δίδασκε σε πανεπιστήμιο του Κιέβου και είχε συχνή τηλεοπτική παρουσία ως πολιτικός αναλυτής. Δύο εβδομάδες μετά το ξέσπασμα του πολέμου, παραμένει στην ουκρανική πρωτεύουσα. «Ακούω τους βομβαρδισμούς κάθε πρωί και κάθε βράδυ, αλλά πήρα μια απόφαση, όταν όλα ξεκίνησαν, ότι δεν θα φύγω. Δεν έχω υπηρετήσει στον στρατό και δεν ξέρω να χρησιμοποιώ όπλα. Διατηρούμαι όμως σε καλή φυσική κατάσταση και είμαι ικανός να πετάω βόμβες μολότοφ στα στρατιωτικά οχήματα των Ρώσων», λέει δηλώνοντας έτοιμος να πολεμήσει «μέχρι το τέλος».
«Οι Ρώσοι έριξαν βόμβα ενός τόνου στο κέντρο της πόλης καταστρέφοντάς το», λέει στην «Κ» ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Μαξίμ Γιαλί.
«Μέχρι πριν από λίγες ημέρες, οι επιθέσεις των Ρώσων γίνονταν στα ανατολικά της Μαριούπολης, εκεί όπου βρισκόταν το μέτωπο των συγκρούσεων με τους ρωσόφιλους αυτονομιστές του Ντονέτσκ. Τις τελευταίες ημέρες, ωστόσο, η Μαριούπολη βομβαρδίζεται απ’ όλες τις πλευρές. Οσοι άμαχοι έχουν προσπαθήσει να φύγουν δέχονται πυρά προκειμένου να υποχρεωθούν να γυρίσουν στην πόλη. Υπάρχουν πλέον άταφοι νεκροί στους δρόμους», περιγράφει ο Γιαλί.
Ο στόχος της πολιορκίας
«Ποιος είναι ο στόχος της πολιορκίας της Μαριούπολης;» τον ρωτάμε. «Πρόκειται για μια επανάληψη όσων συνέβησαν το 2015 στην πόλη Ντεμπάλτσεβε του Ντονέτσκ. Στόχος είναι να προκαλέσουν μεγάλη ανθρωπιστική κρίση υπό το βάρος της οποίας ο Ζελένσκι θα αναγκαστεί να συνθηκολογήσει». Αναζητώντας πληροφορίες για τη «μάχη του Ντεμπάλτσεβε», συναντάμε το εξής κείμενο: «Στόχος της ρωσικής στρατηγικής ήταν η αργή σύνθλιψη των ουκρανικών δυνάμεων, αντί για τη γρήγορη εξόντωσή τους. Με αυτό τον τρόπο η ουκρανική κυβέρνηση θα υποχρεωνόταν να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και να αποδεχθεί την όποια συμφωνία ώστε να σταματήσει η σφαγή. Η πολιορκία της πόλης ξεκίνησε στις 14 Ιανουαρίου 2015 και ολοκληρώθηκε την 20ή Φεβρουαρίου με την κατάληψη της πόλης από ρωσικά στρατεύματα. Λίγο καιρό αργότερα, Ρωσία και Ουκρανία υπέγραψαν τη συμφωνία εκεχειρίας του Μινσκ. «Θέλουν να ελέγξουν τη Μαριούπολη, επειδή είναι η μεγαλύτερη πόλη και πλέον η μόνη στον δρόμο προς την Κριμαία», καταλήγει ο Γιαλί.