1981: Βέτο Παπανδρέου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ

1981: Βέτο Παπανδρέου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ

Μπλόκαρε την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος επικαλούμενος αδράνεια της Συμμαχίας μπροστά στην τουρκική επιθετικότητα

7' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 προκάλεσε νευρικότητα και ανησυχία στις κυβερνήσεις της Δύσης, λόγω των προεκλογικών εξαγγελιών του Ανδρέα Παπανδρέου για επαναπροσδιορισμό, σε σημαντικό βαθμό, του φιλοδυτικού προσανατολισμού της Ελλάδας.

Τα πρώτα σημαντικά δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ –τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων και κατευθύνσεων– δόθηκαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου σε συνέντευξη που παραχώρησε στο αμερικανικό δίκτυο ABC μερικές ημέρες μετά τις εκλογές και έπειτα στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης στη Βουλή τον Νοέμβριο του 1981.

Εκεί ο Παπανδρέου κατέστησε σαφή την επί της αρχής αντίθεση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στην ύπαρξη του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και υποστήριξε ότι η ατλαντική συμμαχία δεν κάλυπτε τις αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας. Ακόμη, υπονόησε ότι η Ελλάδα θα αποσυρόταν από τις στρατιωτικές δομές (δηλαδή το λεγόμενο «στρατιωτικό σκέλος») του ΝΑΤΟ, διότι η συμφωνία επανεισδοχής της (η συμφωνία Ρότζερς του 1980), ιδίως έτσι όπως εφαρμοζόταν, έβλαπτε τα ελληνικά συμφέροντα. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι ήδη τότε δεν έκανε οποιαδήποτε νύξη για ενδεχόμενη πλήρη αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ.

Ακόμη, ενώ δήλωσε ότι βασικό μέλημα της κυβέρνησης ήταν «η διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης, γνήσια πολυδιάστατης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», διευκρίνισε ότι η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επρόκειτο να είναι και «μια πολιτική ρεαλισμού». Στα ζητήματα της συμμετοχής της χώρας στις στρατιωτικές δομές του ΝΑΤΟ και της απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων από το ελληνικό έδαφος θα γίνονταν προσεκτικές κινήσεις και διαπραγματεύσεις και όχι «μονομερείς ενέργειες». Παράλληλα, ο Παπανδρέου τόνισε μεν ότι ήταν αναγκαίος ο επανακαθορισμός των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, αλλά στόχος της κυβέρνησής του ήταν η βελτίωση και εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ (σε πιο ισότιμη βάση).

Διερευνητική συνάντηση με τον Αμερικανό υπ. Αμυνας

Το πρώτο σημαντικό δείγμα γραφής για τις σχέσεις της Ελλάδας υπό την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και της ατλαντικής συμμαχίας δόθηκε τον Δεκέμβριο του 1981, όταν έλαβε χώρα σύνοδος των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ. Ο Παπανδρέου συμμετείχε στη συνεδρίαση, που έγινε στις 8 Δεκεμβρίου, με την ιδιότητά του ως υπουργού Αμυνας της χώρας. Λόγω των γνωστών θέσεων του ΠΑΣΟΚ και των προηγούμενων εξαγγελιών του Παπανδρέου, αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον η στάση της νέας ελληνικής κυβέρνησης, που θα αποτελούσε και το πρώτο ουσιαστικό δείγμα γραφής της σε διεθνές φόρουμ.

1981: Βέτο Παπανδρέου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ-1
1982. Συνάντηση του Ανδρέα Παπανδρέου με τον Αμερικανό υπ. Εξωτερικών Αλεξάντερ Χέιγκ. Δεξιά, ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Ι. Χαραλαμπόπουλος.

Εν τω μεταξύ, στις 7 Δεκεμβρίου, την προηγουμένη της επίμαχης συνεδρίασης, έλαβε χώρα ανεπίσημη συνάντηση του Παπανδρέου με τον Αμερικανό υπουργό Αμυνας Κάσπαρ Ουαϊνμπέργκερ. Αυτή υπήρξε και η πρώτη –πρωτίστως διερευνητικού χαρακτήρα– συνάντηση του Παπανδρέου μετά τις εκλογές με υψηλόβαθμο Αμερικανό αξιωματούχο. Ανταλλάχθηκαν απόψεις κυρίως για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις και τα κυριότερα εκκρεμή διμερή ζητήματα, αλλά ο Παπανδρέου ανέπτυξε τις θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης έναντι των τουρκικών προκλήσεων και παρουσίασε το αμυντικό πρόβλημα της Ελλάδας. Διαβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν θα προβεί σε βεβιασμένες και μονομερείς ενέργειες στο ζήτημα της λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Αναφέρθηκε στο Κυπριακό και στην ανάγκη αποχώρησης όλων των ξένων στρατευμάτων ως θεμέλιο λίθο για επίλυση του προβλήματος, καθώς και στις τουρκικές πιέσεις, απειλές και αυθαίρετες διεκδικήσεις στο Αιγαίο. Εθεσε επί τάπητος την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης για το ενδεχόμενο ανατροπής της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο αν η Ουάσιγκτον καταργούσε την αναλογία 7 προς 10 στη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας προς Ελλάδα και Τουρκία: η διατήρηση της στρατιωτικής ισορροπίας Ελλάδας – Τουρκίας αποτελούσε μέσο κατοχύρωσης της ελληνικής ασφάλειας, αλλά συνέβαλλε και στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή. Επίσης, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι το ΝΑΤΟ δεν παρέχει καμιά κάλυψη στην Ελλάδα έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού και ζήτησε η συμμαχία να παράσχει εγγύηση και για τα ανατολικά σύνορα της Ελλάδας. Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας απέφυγε να αναφερθεί ευθέως στα περισσότερα από τα παραπάνω ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση, η συνομιλία Παπανδρέου – Ουαϊνμπέργκερ διεξήχθη σε καλό κλίμα.

Η Αθήνα έθεσε σαφώς, επίσημα,το ελληνικό πρόβλημα ασφαλείας

Την επομένη, κατά τη διάρκεια της συνόδου, ο Παπανδρέου εξέθεσε με σαφήνεια την ιδιάζουσα κατάσταση που αντιμετώπιζε η Ελλάδα εντός της Συμμαχίας και ειδικά το έλλειμμα ασφαλείας, καθώς και τα εκκρεμή ζητήματα που αφορούσαν το καθεστώς της διοίκησης και ελέγχου στο ανατολικό Αιγαίο. Τόνισε ότι η Τουρκία, χρησιμοποιώντας οπλικά συστήματα χορηγηθέντα για (υποτίθεται) αμυντικούς σκοπούς στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, εισέβαλε το 1974 στην Κύπρο κατέχοντας έκτοτε παρανόμως σχεδόν το 40% του νησιού. Σε αυτή την ενέργεια η Συμμαχία επέδειξε και συνέχισε να επιδεικνύει αδιαφορία, κάτι που προκαλούσε αγανάκτηση στον ελληνικό λαό.

Ο Παπανδρέου επίσης δήλωσε ότι έκτοτε η Τουρκία απειλούσε και την ίδια την Ελλάδα και ενεργούσε για την αναθεώρηση του status quo στο Αιγαίο Πέλαγος. Ενα όχημα για την εξυπηρέτηση των τουρκικών αυτών επιδιώξεων είχε καταστεί η ασάφεια της συμφωνίας Ρότζερς για το ακριβές καθεστώς διοίκησης και ελέγχου αεροπορικών επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ στο ανατολικό Αιγαίο, όπου οι Τούρκοι δεν είχαν αποδεχθεί την επαναφορά του προ του 1974 καθεστώτος, όταν η περιοχή υπαγόταν ρητώς στην επιχειρησιακή αρμοδιότητα της Ελλάδας. Προειδοποίησε μάλιστα ότι ο ελληνικός λαός με την τελευταία εκλογική του ετυμηγορία εξουσιοδότησε την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όσες ενέργειες ήταν αναγκαίες προκειμένου να αποδεσμευθεί η χώρα από συμφωνίες που είναι βλαπτικές για τα συμφέροντά της. Οι παραπάνω δηλώσεις του Παπανδρέου προκάλεσαν, όπως ήταν εύλογο, τη σφοδρή αντίδραση του Τούρκου υπουργού Αμυνας και μεγάλη αμηχανία στους υπουργούς των υπολοίπων κρατών.

1981: Βέτο Παπανδρέου στη σύνοδο του ΝΑΤΟ-2
10.12.1981. Η μη έκδοση κοινού ανακοινωθέντος στη σύνοδο του ΝΑΤΟ μετά το βέτο του Ελληνα πρωθυπουργού, πρώτο θέμα στην «Κ».

Στη συνέχεια ο Παπανδρέου ζήτησε ευθέως να προχωρήσει το ΝΑΤΟ στη ρητή εγγύηση της ασφάλειας και εδαφικής ακεραιότητας των κρατών-μελών του (άρα και της Ελλάδας), όχι μόνο από εξωτερικές απειλές, αλλά από οπουδήποτε κι αν προέρχονταν. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε, παρά τις συμβιβαστικές προσπάθειες που επιχειρήθηκαν από άλλα κράτη-μέλη, καθώς η Τουρκία αρνήθηκε να συμπεριληφθεί στο ανακοινωθέν παράγραφος με ανάλογο περιεχόμενο. Τότε ο Παπανδρέου προέβη σε μια σημαντική κίνηση από πλευράς συμβολισμών, μπλοκάροντας με τη χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας (βέτο) την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ.

Η παραπάνω ενέργεια έγινε τότε δεκτή με ενθουσιασμό από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, ενώ και το σύνολο σχεδόν του ελληνικού Τύπου αποτίμησε θετικά τη στάση του Ελληνα πρωθυπουργού. Και τούτο διότι από πολλούς θεωρήθηκε ότι ήταν σταθμός στον αγώνα για την προστασία των εθνικών συμφερόντων από το 1975 και μετά: η Ελλάδα για πρώτη φορά μετά τον Αύγουστο του 1974, όταν είχε αποχωρήσει προσωρινά από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, κατήγγειλε επίσημα τους νατοϊκούς εταίρους ότι επιδείκνυαν ανοχή έναντι της τουρκικής επιθετικής πολιτικής σε Ελλάδα και Κύπρο, κατά παραβίαση των αρχών που υποτίθεται ότι διείπαν την Ατλαντική Συμμαχία. Η Αθήνα έθετε σαφώς, επίσημα και απερίφραστα το ελληνικό πρόβλημα ασφαλείας ενώπιον του ΝΑΤΟ, ενώ έφτανε και στο σημείο να ασκήσει βέτο στην έκδοση του κοινού ανακοινωθέντος, ώστε να στείλει ένα σαφές μήνυμα.

Νέα δυναμική, αλλά με μετριοπάθεια, στις σχέσεις με ΗΠΑ και Ατλαντική Συμμαχία

Σ’ αυτή τη φάση οι συμμαχικές κυβερνήσεις –πλην της Τουρκίας– αντέδρασαν μάλλον ψύχραιμα. Διάχυτη ήταν η εκτίμηση ότι η πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης να εμποδίσει την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος ήταν δηλωτική της πρόθεσής της αφενός να ικανοποιήσει την ελληνική κοινή γνώμη που προσδοκούσε μια περισσότερο αδέσμευτη και «περήφανη» εξωτερική πολιτική, αφετέρου να καταδείξει και εμπράκτως ότι πράγματι η Αθήνα θεωρούσε την Αγκυρα –και όχι το ανατολικό μπλοκ– ως πρωταρχική απειλή.

Οι Δυτικοί αξιωματούχοι δεν θεώρησαν την ελληνική στάση προοίμιο αποχώρησης της Ελλάδας από τη στρατιωτική δομή της Συμμαχίας. Περισσότερο αναρωτιούνταν «για το πόσο ο Ελληνας πρωθυπουργός θα κρατήσει τη μετριοπαθή γραμμή που τώρα ακολουθεί, ενόψει της πίεσης που προφανώς υφίσταται από την αριστερή πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ». Αλλωστε, οι θέσεις που εξέφρασε ο Παπανδρέου δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία.

Πράγματι, σε γενικές γραμμές ο νέος πρωθυπουργός υπήρξε αρκετά προσεκτικός κατά το πρώτο διάστημα μετά την ανάληψη της εξουσίας. Τόσο οι επίσημες δηλώσεις ή συνεντεύξεις του όσο και οι ενέργειές του καταδείκνυαν ότι έπρεπε «να ληφθεί υπόψη ότι οι ΗΠΑ ήταν μια υπερδύναμη που είχε τα δικά της ζωτικά συμφέροντα στην περιοχή» και ότι ο ίδιος δεν είχε την πρόθεση να οδηγήσει την Ελλάδα σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ ή σε αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Εξάλλου, στην ίδια χρονική συγκυρία ο Ανδρέας Παπανδρέου κατέστησε σαφές ότι η κυβέρνησή του δεν θα μπορούσε να θέτει βέτο σε ζητήματα που, ενώ ήταν κρίσιμης σημασίας για τη λειτουργία και τη στρατηγική της Συμμαχίας, δεν έθιγαν όμως άμεσα ζωτικά ελληνικά συμφέροντα (όπως ήταν, λόγου χάρη, η ένταξη της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ).

Τον Ιανουάριο του 1982 ο Ελληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρεσβευτή στην Αθήνα Μόντιγκλ Στερνς και κατέστησε σαφές ότι η Ελλάδα επιθυμούσε να παραμείνει στο δυτικό στρατόπεδο: «υπό διαπραγμάτευση θα ετίθετο η μορφή της συνεργασίας της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ, αλλά όχι και το γεγονός (της συνεργασίας) αυτό καθαυτό». Ανάλογη μετριοπάθεια επιδείκνυαν και οι Αμερικανοί.

Βέβαια, τα παραπάνω δεν σήμαιναν ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις ήταν ανέφελες ή ότι η Ελλάδα θεωρείτο ένας «κανονικός» νατοϊκός σύμμαχος. Αλλά γεγονός είναι ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις παρουσίασαν επιδείνωση αρκετά αργότερα, μετά το καλοκαίρι του 1983. Και μάλιστα, αφού πρώτα επιτεύχθηκε συμφωνία ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις για τη συνέχιση της λειτουργίας των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.

*Ο κ. Διονύσης Χουρχούλης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή