Αντέχει τον πόλεμο η Ρωσία;

Το μέτωπο της Ουκρανίας «ροκανίζει» την ισχύ της. Πόσο της κοστίζει σε οικονομικούς, στρατιωτικούς και ανθρώπινους πόρους.

4' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε ένα μήνα ολοκληρώνονται δύο χρόνια από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η διάρκεια της σύγκρουσης από μόνη της φανερώνει το τίμημα για την επιτιθέμενη χώρα, η οποία έχει εγκλωβιστεί στη δίνη μιας δυσβάσταχτης επιχείρησης. Η Ρωσία αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις του πολέμου με υψηλό κόστος σε χρήματα, στρατό και ανθρώπινες ζωές, αντιμέτωπη με συνέπειες για το μέλλον της.

Οικονομική αποδιοργάνωση 

Η ρωσική οικονομία έχει μάλλον διαψεύσει τις αρχικές προβλέψεις των ειδικών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Παρά τις συνέπειες από τις κυρώσεις της ∆ύσης, σημειώνει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για το 2023, το Κρεμλίνο εμφανίζει μεγέθυνση του ρωσικού ΑΕΠ άνω του 3% και το ∆ΝΤ άνω του 2%. Για το 2024, οι εκτιμήσεις είναι 2,3% και 1,1%, αντίστοιχα. Ωστόσο, το θετικό πρόσημο στο ΑΕΠ κατά κύριο λόγο προκύπτει από την ξέφρενη κούρσα στις κυβερνητικές δαπάνες για την εξυπηρέτηση των αναγκών στο μέτωπο. Μάλιστα, το 2024 ο ρωσικός προϋπολογισμός αυξάνει δραστικά τις δαπάνες για την επιχείρηση στην Ουκρανία, διαθέτοντας περισσότερο από το 6% του ΑΕΠ – πάνω από 100 δισ. δολάρια.

Είναι ενδεικτικό ότι για τις περιοχές που έχει προσαρτήσει από την Ουκρανία το ρωσικό κράτος έχει ήδη εκταμιεύσει 18 δισ. δολάρια – και συνεχίζει. Iσως καμία άλλη περιοχή της Ρωσίας δεν έχει λάβει μεμονωμένα ανάλογο επίπεδο χρηματοδότησης. Oμως η ρωσική κυβέρνηση σπεύδει να κατασκευάσει σπίτια και δρόμους στα προσαρτημένα εδάφη που καταστράφηκαν κατά την εισβολή των στρατευμάτων της.

Ο δημόσιος τομέας, συμπεριλαμβανομένου του στρατού, απασχολεί σήμερα σχεδόν 1 εκατ. ανθρώπους περισσότερους σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν, γεγονός που δημιουργεί στρέβλωση στη ρωσική οικονομία υπονομεύοντας την προοπτική της. Hδη εκδηλώνεται κοινωνική δυσαρέσκεια για την υποχρηματοδοτούμενη δημόσια υγεία, τις αυξανόμενες ελλείψεις εργαλείων και εξοπλισμού λόγω των διεθνών κυρώσεων, αλλά και τις επενδύσεις-μαμούθ στην αμυντική βιομηχανία.

«Η οικονομία της Ρωσίας διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο απ’ ό,τι δείχνουν οι στατιστικές για την ανάπτυξη. Η υπερθέρμανση –συχνά προάγγελος της ύφεσης– είναι μια αυξανόμενη απειλή, ιδίως από τη στιγμή που οι θεσμοί οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για τον μετριασμό των κραδασμών είτε είναι δυσλειτουργικοί είτε εξαλείφονται από τις ανάγκες του πολέμου, όπως ο δημοσιονομικός κανόνας και το προβλέψιμο φορολογικό σύστημα. Καθώς ο πόλεμος είναι απίθανο να τελειώσει σύντομα, τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά κόστη θα αυξηθούν και είναι πιθανό να “δαγκώσουν” τη Ρωσία τα επόμενα χρόνια. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να επιταχυνθεί από μια μεγάλη παγκόσμια ύφεση ή μια επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, η οποία θα έπληττε σκληρά τη Ρωσία λόγω της μεγάλης εξάρτησής της από τα έσοδα που της προσφέρουν οι εξαγωγές εμπορευμάτων. Το φάντασμα ενός πικρού οικονομικού “hangover” είναι ορατό, εκτός εάν αναδυθεί ένα νέο και βιώσιμο ρωσικό οικονομικό μοντέλο. Αλλά αυτό παραμένει εξαιρετικά απίθανο», τονίζει στην «Κ» η Αλεξάντρα Προκοπένκο, ερευνήτρια στο Carnegie Russia Eurasia Center στο Βερολίνο, και στο Κέντρο Ανατολικοευρωπαϊκών και ∆ιεθνών Μελετών.

Το ρωσικό κράτος αυξάνει τις αμοιβές στρατιωτών και εργαζομένων που επιστρατεύονται για τις ανάγκες του πολέμου στην Ουκρανία, γεγονός που οδηγεί την κατανάλωση. Επιπλέον, χορηγεί επιδοτούμενα στεγαστικά δάνεια, θωρακίζοντας προσωρινά τα ρωσικά νοικοκυριά από την οικονομική πραγματικότητα την οποία διαμορφώνει η διαχείριση της πολεμικής εκστρατείας. Ο πληθωρισμός έχει ήδη υπερβεί το 7% και τα επιτόκια όπως έχουν οριστεί από την κεντρική τράπεζα βρίσκονται στο 16%.

Οσο συνεχίζεται ο πόλεμος, η ρωσική κυβέρνηση θα πρέπει, ταυτόχρονα, να χρηματοδοτεί τη στρατιωτική επιχείρηση, να θωρακίζει το βιοτικό επίπεδο στο εσωτερικό και να φροντίζει για τη μακροοικονομική σταθερότητα, σε μια αποστολή η οποία θεωρείται μη βιώσιμη: ασκεί πιέσεις στα κρατικά ταμεία, αποδιοργανώνει το αναπτυξιακό μοντέλο, ωθεί τον πληθωρισμό και καλλιεργεί την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Στρατιωτική φθορά και ανθρώπινες απώλειες

Αποχαρακτηρισμένη έκθεση πληροφοριών στις ΗΠΑ, την οποία επικαλείται το Reuters, προβαίνει στην εκτίμηση πως οι απώλειες της Ρωσίας σε πολεμικό δυναμικό και τεθωρακισμένα οχήματα της έχουν κοστίσει 18 χρόνια στρατιωτικού εκσυγχρονισμού. Αρμόδια πηγή μεταφέρει ότι ο ρωσικός στρατός έχασε 2.200 από τα 3.100 τανκς με τα οποία ξεκίνησε την επιχείρηση εισβολής στην Ουκρανία. Για να καλύψει το κενό, επιστράτευσε άρματα μάχης τύπου Τ62 τα οποία κατασκευάστηκαν τη δεκαετία του 1970. Ως εκ τούτου, διαθέτει πλέον μόλις 1.300 τανκς στο πεδίο της μάχης.

Αν και η Μόσχα δεν επιβεβαιώνει τις δυτικές εκτιμήσεις για τις ρωσικές απώλειες στην Ουκρανία, αμερικανικές πηγές κάνουν λόγο για 315.000 θανάτους και τραυματισμούς στρατιωτικού προσωπικού της Ρωσίας έως σήμερα. Σημειωτέον, η ρωσική εισβολή ξεκίνησε με 360.000 στρατιωτικό προσωπικό τον Φεβρουάριο του 2022. Το εύρος των απωλειών φέρεται άλλωστε να οδήγησε στην επιστράτευση που κήρυξε η Ρωσία στο τέλος του 2022 για 300.000 πολίτες της. Σύμφωνα με το βρετανικό υπουργείο Αμυνας, η Μόσχα μετράει κατά μέσον όρο 300 θύματα την ημέρα. Αν η τάση συνεχιστεί και το 2024, η Ρωσία θα συναντήσει απώλειες της τάξης του μισού εκατομμυρίου από την έναρξη του πολέμου. Σημειωτέον, εξαιτίας του πολέμου, περίπου 500.000 Ρώσοι πολίτες, κατά κύριο λόγο καταρτισμένοι, φέρεται να έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, δημιουργώντας μάλιστα αντίστοιχα κενά στη ρωσική αγορά εργασίας.

Τελικά, κερδίζει;

«Η Ρωσία διατηρεί τις δυνάμεις της στην Ουκρανία με μεγάλο οικονομικό και ανθρώπινο κόστος. Εχει χάσει δεκάδες χιλιάδες ζωές και τανκς. Ακόμη ένας χρόνος μάχης θα την εξαντλήσει περαιτέρω. Επομένως, δεν είμαι πεπεισμένος –όπως άλλοι– ότι η Ρωσία κερδίζει πραγματικά. Το 2024 θα μπορούσε να αποδειχθεί ένα κομβικό έτος στην ιστορία της», σχολίαζε πρόσφατα στην «Κ» ο γεωπολιτικός αναλυτής Ρόμπερτ Κάπλαν.

Η λογική υπαγορεύει ότι μία χώρα η οποία κηρύττει πόλεμο έχει προσμετρήσει στην απόφαση το κόστος που θα συνεπάγεται η στρατιωτική επιχείρηση. Στην περίπτωση της Ρωσίας, η δυτική υποστήριξη στην Ουκρανία ήταν ίσως μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα ανέμενε κανείς, γεγονός που επιμήκυνε τον πόλεμο αυξάνοντας το τίμημα για το Κρεμλίνο.

Τα σημάδια κόπωσης στο δυτικό μπλοκ και οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ σε δέκα μήνες από σήμερα –με τον Ντόναλντ Τραμπ να προηγείται στις δημοσκοπήσεις– αναπτερώνουν το ηθικό της Ρωσίας, η οποία συνεχίζει να υπηρετεί αποφασιστικά τη στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία.

Η επένδυση στο μέτωπο, ωστόσο, έχει εξ ορισμού υψηλό τίμημα και ο χρόνος φαίνεται να μετράει εις βάρος της, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με τις οικονομικές, στρατιωτικές και κοινωνικές προεκτάσεις της στρατηγικής πλην αμφιλεγόμενης επιλογής της να εισβάλει στη γειτονιά της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT