Τα ρούβλια του Πούτιν να πάνε στην Ουκρανία

Τα ρούβλια του Πούτιν να πάνε στην Ουκρανία

Ο γκουρού του δικαίου του κρατικού χρέους προτείνει μια φόρμουλα «αξιοποίησης» των δεσμευμένων περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας και θυμάται την ελληνική χρεοκοπία

8' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με την απροθυμία του αμερικανικού Κογκρέσου να εγκρίνει το νέο πακέτο βοήθειας, αξίας 60 δισ. δολαρίων, για την Ουκρανία και την Ουγγαρία να μπλοκάρει μέχρι πρότινος την αύξηση της κοινοτικής χρηματοδότησης προς το Κίεβο, το ζήτημα της αξιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της ρωσικής κεντρικής τράπεζας έχει βρεθεί ψηλά στην ατζέντα στις ΗΠΑ και στην Ε.Ε.

Ωστόσο έως τώρα οι Ευρωπαίοι –και ειδικά οι Γάλλοι, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί– έχουν προσεγγίσει φοβικά το θέμα, επικαλούμενοι την αμφίβολη νομιμότητα μιας τέτοιας κίνησης και τις συνέπειες που θα είχε στη διάθεση μη δυτικών χωρών να διατηρούν τα περιουσιακά τους στοιχεία στη Δύση (σε ευρώ ή δολάρια).

Ο φόβος αυτός είναι «υπερβολικός», λέει στην «Κ» ο Λι Μπάκχαϊτ, ο θρύλος του δικαίου των αναδιαρθρώσεων κρατικού χρέους (και ο άνθρωπος που ηγήθηκε της νομικής εκπροσώπησης της Ελλάδας στο PSI το 2011-12). Μιλώντας μέσω Zoom από τη βροχερή Νέα Υόρκη, ο Μπάκχαϊτ, ο οποίος συνταξιοδοτήθηκε το 2019 μετά 43 χρόνια στη δικηγορική εταιρεία Cleary Gottlieb Steen & Hamilton και είναι σήμερα ομότιμος καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, εξηγεί: «Αυτό που συνέβη, η απρόκλητη εισβολή σε γειτονική χώρα, είναι κάτι που είχαμε να δούμε στην Ευρώπη από το 1939. Είναι τόσο εξωφρενικό, που δεν θεωρώ ότι θα δημιουργήσει τον φόβο σε άλλες χώρες ότι η Ε.Ε. πρόκειται να κατάσχει τα περιουσιακά τους στοιχεία επειδή, π.χ., δεν εγκρίνει τις πολιτικές τους για τα δικαιώματα των γυναικών ή για το περιβάλλον. Και εγώ προσωπικά θα μπορούσα να αποδεχθώ το προηγούμενο που δημιουργείται – ότι αν εισβάλεις κτηνωδώς στη γειτονική σου χώρα, ενδέχεται να χάσεις τα περιουσιακά σου στοιχεία».

Δάνειο με εγγυήσεις

Ο Μπάκχαϊτ πρόσφατα συνυπέγραψε ένα σύντομο επιστημονικό άρθρο μαζί με τον δημοσιογράφο Χιούγκο Ντίξον και τον Νταλίπ Σινγκ, αναπληρωτή σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου μεταξύ Φεβρουαρίου του 2021 και Ιουνίου του 2022, στο οποίο προτείνουν μια ιδιοφυή παράκαμψη του προβλήματος. Στην ουσία, εισηγούνται να δοθεί ένα κοινοπρακτικό δάνειο ύψους έως 300 δισ. δολάρια στην Ουκρανία από τις χώρες του G7, με ενέχυρο τις αποζημιώσεις τις οποίες δικαιούται από τη Ρωσία. Η άρνηση του καθεστώτος Πούτιν να καταβάλει αυτές τις αποζημιώσεις μετά το πέρας του πολέμου θα επιτρέψει στις χώρες που παρείχαν το δάνειο να διεκδικήσουν την αποπληρωμή του μέσω της κατάσχεσης των «παγωμένων» ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στην επικράτειά τους.

Οπως το θέτουν οι συντάκτες της πρότασης: «Ενα δάνειο με ενέχυρο τις οφειλόμενες αποζημιώσεις θα δημιουργούσε ένα μηχανισμό, μέσω του οποίου ο νομικός τίτλος του δικαιώματος προς αποζημίωση –μιας αδιαμφισβήτητης απαίτησης βάσει του διεθνούς δικαίου– μπορεί να δοθεί σε συμβαλλόμενους με τη νομική και την πρακτική δυνατότητα να ικανοποιήσουν αυτήν την απαίτηση από τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία».

Πέρα από τις νομικές πτυχές του ζητήματος, ρωτάω τον Μπάκχαϊτ αν θεωρεί ότι υπάρχει η πολιτική βούληση στις δυτικές χώρες να αυξήσουν το δικό τους χρέος για να δανείσουν την Ουκρανία – μια χώρα που ο πόλεμος έχει οδηγήσει σε δημοσιονομικό αδιέξοδο. «Πράγματι, θα χρειαστεί να δοθούν νέες πιστώσεις στην Ουκρανία –αλλά η αποπληρωμή τους θα γίνει αποκλειστικά από το ενέχυρο, την απαίτηση για αποζημιώσεις, την οποία κανείς πλην της Ρωσίας δεν αμφισβητεί– και την οποία έχει επιβεβαιώσει και η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ».

Τα ρούβλια του Πούτιν να πάνε στην Ουκρανία-1
Ο Λι Μπάκχαϊτ εξηγεί πώς η Δύση μπορεί να δανειοδοτήσει το Κίεβο και μάλιστα με εμπράγματες εγγυήσεις που έχει ήδη στα χέρια της!

Νομικά, η χρήση των αποζημιώσεων ως ενέχυρου δεν εξαρτάται από κάποια μορφή νίκης της Ουκρανίας στον πόλεμο; «Οχι. Προφανώς αυτός ο πόλεμος δεν θα λήξει με ήττα της Ρωσίας που θα την εξαναγκάσει να πληρώσει αποζημιώσεις. Και η ιδέα ότι η Ρωσία θα καταβάλει αποζημιώσεις εθελοντικά είναι αδιανόητη – τουλάχιστον όσο παραμένει ο Πούτιν στην εξουσία. Αλλά αυτό δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της απαίτησης της Ουκρανίας. Θα χρειαστεί κάποιο διεθνώς αναγνωρισμένο σώμα για να καθοριστεί το ύψος της, όπως έγινε μετά τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου». Ο Μπάκχαϊτ παραπέμπει στην πρόσφατη ενημερωμένη εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του ΟΗΕ και της ουκρανικής κυβέρνησης (αρχές Φεβρουαρίου), βάσει της οποίας το κόστος ανοικοδόμησης της χώρας για την επόμενη δεκαετία θα φτάσει τα 486 δισ. δολάρια.

Προ ημερών, η διευθύνουσα σύμβουλος της Euroclear, του αποθετηρίου τίτλων με έδρα τις Βρυξέλλες, που διαχειρίζεται τα 191 από τα περίπου 260 δισ. ευρώ ρωσικών περιουσιακών στοιχείων που «πάγωσαν» στον απόηχο της 24ης Φεβρουαρίου, τοποθετήθηκε επί μιας παρεμφερούς πρότασης του Βελγίου για χρήση αυτού του κεφαλαίου ως ενέχυρο για την έκδοση χρέους προς υποστήριξη της Ουκρανίας. Κάτι τέτοιο, είπε, «θα έφτανε πολύ κοντά σε έμμεση κατάσχεση» και «θα επηρέαζε σημαντικά» την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις ευρωπαϊκές χρηματαγορές και στο ευρώ.

Ο Μπάκχαϊτ δεν εκπλήσσεται με τη στάση της Euroclear, σημειώνοντας ότι μόνο το 2023 είχε εισόδημα πάνω από 4 δισ. ευρώ από τους τόκους επί των «παγωμένων» περιουσιακών στοιχείων. H E.E. συμφώνησε πρόσφατα να επιβάλει έκτακτη φορολογία επί των εσόδων της Euroclear, αλλά η φορολόγηση αυτή δεν θα ισχύσει αναδρομικά.

Η συζήτηση στρέφεται στην Ελλάδα. Δώδεκα χρόνια μετά το PSI, η Ελλάδα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα και είναι μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρωζώνη. Ρωτάω τον συνομιλητή μου αν συμμερίζεται την ευφορία των αγορών για την ελληνική ανάκαμψη και αν θεωρεί πως το πρόβλημα του ελληνικού χρέους έχει λυθεί.

«Η Ελλάδα, με έναν δείκτη χρέους προς ΑΕΠ τριπλάσιο από αυτό που θα επιθυμούσε ένας νηφάλιος οικονομολόγος, απολαμβάνει τη σταθερότητα αυτή επειδή οι Ευρωπαίοι εταίροι της έχουν επιδείξει τη διάθεση να επιμηκύνουν τα δάνεια που της χορήγησαν επί κρίσης, για μεγάλο χρονικό διάστημα και με πολύ χαμηλά επιτόκια», απαντά. «Οι Ευρωπαίοι έχουν κάθε λόγο να αναδείξουν τα ελληνικά προγράμματα ως επιτυχημένα, όσο επώδυνα κι αν ήταν. Συνεπώς, δεν θεωρώ ότι θα άρουν την πολιτική στήριξης (στο θέμα του χρέους).

Οι πολιτικές επιπλοκές της υπόθεσης του ελληνικού χρέους είχαν αποτέλεσμα «η νοικοκυρά από τη Στουτγκάρδη, που πλήρωνε τους φόρους της, να διασώσει τις γαλλικές κυρίως αλλά και τις γερμανικές τράπεζες, αλλά και διαχειριστές hedge funds στο Γκρένιτς του Κονέκτικατ».

Οσο για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, συνεχίζει, «εγώ είμαι πάντα συντηρητικός στην προσέγγισή μου. Δεν πρέπει να βασίζεται στην υπόθεση ότι οι χρηματαγορές, το γεωπολιτικό πεδίο, ακόμη και η φύση, θα βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης καλοήθειας. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο όλα να πάνε στραβά. Ζούμε σε έναν εύθραυστο κόσμο – στη χώρα σας είχατε τρομερές δασικές πυρκαγιές, έχετε πολέμους προς Βορρά και προς Νότο. Το γεγονός δε ότι πολλές χώρες της Ευρωζώνης έχουν χρέος υψηλότερο του 100% δημιουργεί μια κατάσταση εξαιρετικά εύθραυστη».

Το PSI και ο Τρισέ

Στην ερώτηση ποιο ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι της διαπραγμάτευσης για το PSI, απαντά με αναφορά στον Ζαν-Κλοντ Τρισέ, που ήταν ακόμη πρόεδρος της ΕΚΤ όταν αποφασίστηκε η αναδιάρθρωση. «Ακόμη και αφού εξαναγκάστηκε να την αποδεχθεί, επέμενε ότι έπρεπε να είναι εθελοντική, να μην πυροδοτηθούν τα ασφάλιστρα κινδύνου (credit default swaps ή CDS), γιατί αυτό θα οδηγούσε σε κρίση εμπιστοσύνης στο ευρώ. Αυτό δημιούργησε μια εξαιρετικά αμήχανη κατάσταση. Αρχισαν να μου τηλεφωνούν ιδιώτες κάτοχοι του ελληνικού χρέους που είχαν αγοράσει CDS και μου έλεγαν ότι θα συμμετείχαν στην αναδιάρθρωση μόνο αν μπορούσαν να εισπράξουν τα ποσά που αναλογούσαν στην ασφάλιση του πιστωτικού κινδύνου. Και είχαν δίκιο. Ηταν μια στιγμή μεγάλης έντασης» (τελικά, με την αναδρομική εφαρμογή των ρητρών συλλογικής δράσης το PSI, παρότι «εθελοντικό», χαρακτηρίστηκε πιστωτικό γεγονός και τα CDS πυροδοτήθηκαν, χωρίς να επέλθει η συντέλεια του κόσμου).

Θεωρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να είχε γλιτώσει την ανάγκη περαιτέρω προγραμμάτων διάσωσης αν το πρώτο είχε συνοδευτεί από αναδιάρθρωση του χρέους;

«Τα προγράμματα διάσωσης θα ήταν πολύ μικρότερου μεγέθους, με πιο ήπια μέτρα λιτότητας, αν είχε γίνει εξαρχής αναδιάρθρωση. Η Ελλάδα ήταν σοβαρά υπερχρεωμένη και χρειαζόταν ελάφρυνση του χρέους της. Η απόφαση (να μη γίνει αυτό) ήταν πολιτική. Βασικός παράγοντας ήταν ο Τρισέ, που πίστευε ότι η αναδιάρθρωση έστω και ενός ευρώ ελληνικού χρέους θα σήμαινε την κατάρρευση του ευρώ ως νομίσματος».

Το Βερολίνο, ωστόσο, είχε επιμείνει στην εμπλοκή του ΔΝΤ ακριβώς για να επικρατήσει η οικονομική λογική επί των πολιτικών υπολογισμών. Γιατί δέχθηκε το Ταμείο να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα που γνώριζε εξαρχής ότι πολύ δύσκολα θα βγει;

«Ηταν ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ζήτημα στο εσωτερικό του Ταμείου. Πρέπει να θυμάστε ότι ο Ντομινίκ Στρος-Καν εκείνες τις μέρες έβλεπε στον καθρέφτη τον επόμενο πρόεδρο της Γαλλίας. Δεν είχε καμία διάθεση να στενοχωρήσει τους Ευρωπαίους».

Οι πολιτικές επιπλοκές της υπόθεσης του ελληνικού χρέους, συνεχίζει ο Μπάκχαϊτ, είχαν αποτέλεσμα «η νοικοκυρά από τη Στουτγάρδη, που πλήρωνε τους φόρους της, να διασώσει τις γαλλικές κυρίως αλλά και τις γερμανικές τράπεζες, καθώς και διαχειριστές hedge funds στο Γκρένιτς του Κονέκτικατ».

«Παρεμπιπτόντως, παρόμοια πράγματα με αυτά που έλεγε ο Τρισέ ακούμε σήμερα για τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία – όπως όταν ο (Γάλλος υπ. Οικονομίας) Μπρινό Λε Μερ προειδοποιεί ότι αν γίνει κατάσχεση του παραμικρού ποσού κανείς δεν θα θέλει να τηρεί τα αποθεματικά του σε ευρώ».

Για τις φτωχές χώρες

Στα χρόνια μετά την πανδημία μια νέα κρίση χρέους πλήττει τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες, δημιουργώντας φόβους για αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών και για νέα μεταναστευτικά ρεύματα, ιδίως από την Αφρική προς την Ευρώπη. Γιατί υπάρχει τέτοια δυσκολία συντονισμού μεταξύ των πιστωτών των χωρών αυτών ώστε να προχωρήσει η αναδιάρθρωση των χρεών τους;

«Το κοινό πλαίσιο του G20 δεν είναι ούτε κοινό ούτε πλαίσιο», απαντά ο Μπάκχαϊτ. «Μετά το 2010, με την Κίνα να αναδεικνύεται στον κυρίαρχο πιστωτή σε διμερές επίπεδο, η εξίσωση έχει γίνει πιο σύνθετη. Καμία από τις τρεις ομάδες, η Κίνα, το Paris Club των ανεπτυγμένων κρατών και οι ομολογιούχοι, δεν θέλει να κάνει την πρώτη κίνηση, φοβούμενη ότι θα αναλάβει τη μερίδα του λέοντος της ελάφρυνσης του χρέους. Η προσπάθεια μέσω του G20 να ενταχθεί η Κίνα στην ομάδα των διμερών πιστωτών δεν έχει λειτουργήσει. Οι Κινέζοι έχουν μια βαθιά αποστροφή απέναντι στα “κουρέματα”. Επίσης προτιμούν αυτές οι συμφωνίες να γίνονται μυστικά, ώστε αν κάποια ελάφρυνση του χρέους αποδειχθεί γενναιόδωρη, να μην ανοίξει την όρεξη σε άλλες χώρες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή