Καθώς το νομοσχέδιο έρχεται, επιτρέψτε μου δυο σκέψεις: πρώτον, ποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για τα μη κρατικά πανεπιστήμια που θα έρθουν (αν έρθουν) και, δεύτερον, ποιο πρόβλημα της «ελληνικής» προσέγγισης στην αξία της εκπαίδευσης δεν λύνεται ούτε τώρα.
Ποτέ δεν κατάλαβα το δίλημμα που κρύβεται στην κριτική κατά της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Οτι δηλαδή δεν πρέπει να ιδρυθούν μη κρατικά πανεπιστήμια στη χώρα μας, και αντ’ αυτού πρέπει να αναβαθμιστούν ποιοτικά τα κρατικά πανεπιστήμια. Και το ερώτημά μου πάντα ήταν: γιατί να μη γίνουν και τα δύο;
Τώρα η κυβέρνηση θα περάσει ένα νομοσχέδιο με το οποίο θα επιτρέπεται η ίδρυση ειδικής μορφής μη κρατικών πανεπιστημίων, με κάποιες βασικές προϋποθέσεις και κριτήρια που η ίδια θέτει. Θέτει αυτά τα κριτήρια για δύο λόγους: αφενός για να να συμβαδίζει το νομοσχέδιο με το Σύνταγμα, που κατά τα άλλα απαγορεύει την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, και αφετέρου για να αποφευχθεί η ίδρυση κερδοσκοπικών ιδρυμάτων από απατεώνες που εκμεταλλεύονται ευάλωτους νέους ή γονείς, όπως κάνουν διάφοροι στα κατεχόμενα της Κύπρου, ή όπως έκανε κάποτε ο Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Οπότε η κυβέρνηση θέτει τους όρους και τους κανόνες για τη λειτουργία αυτών των νέων μη κερδοσκοπικών εκπαιδευτικών οργανισμών –και εκεί ολοκληρώνεται η αρμοδιότητά της. Το ποια πανεπιστήμια θα έρθουν να δημιουργηθούν με αυτόν τον τρόπο τελικά δεν είναι δικό της θέμα. Δεν έχει την ευθύνη της προσέλκυσης τέτοιων οργανισμών, ούτε την ευθύνη της υψηλής ποιότητάς τους στη συνέχεια. Αρμοδιότητά της είναι και παραμένει η καλή λειτουργία των δημόσιων πανεπιστημίων. Οπότε αν σε δύο ή πέντε χρόνια έχουν ανοίξει μέτρια ή κακά μη κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα –ή αν δεν έχει ανοίξει κανένα– η ευθύνη δεν θα είναι αυτής ή της επόμενης κυβέρνησης, αλλά όσων θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τη νέα δυνατότητα που θα παρέχεται με αυτό το νομοσχέδιο, και δεν το έκαναν.
Ποιοι είναι αυτοί; Ποιοι φορτώνονται αυτήν την ευθύνη, τώρα που αίρονται τα νομοθετικά εμπόδια; Προφανώς όχι τα φημισμένα ξένα ιδρύματα, τα οποία κάποιοι νομίζουν ότι εδώ και αιώνες περιμένουν με κομμένη την ανάσα πότε θα αναθεωρηθεί το άρθρο 16 του ελληνικού Συντάγματος για να ’ρθουν σωρηδόν και τρέχοντας για ν’ ανοίξουν παραρτήματα στην πανέμορφη χώρα μας που έχει τον Φεβρουάριο άνοιξη. Στην πραγματικότητα οι «stakeholders» εδώ είναι οι εγχώριοι πλούσιοι. Ολοι οι μη κρατικοί φορείς που έχουν συμφέρον από τη λειτουργία περισσότερων καλών πανεπιστημίων στην Ελλάδα, και χρήματα για να επενδύσουν. Ο κλάδος της φιλανθρωπίας, για παράδειγμα, τα μεγάλα ιδρύματα, η Εκκλησία, αλλά και ο επιχειρηματικός κόσμος, που σήμερα οδύρεται επειδή δεν υπάρχει καλό ανθρώπινο δυναμικό στη χώρα. Και στους δύο τομείς υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες, αλλά και πολλά χρήματα. Δικιά τους δουλειά είναι να βρουν, να δελεάσουν και να φέρουν καλά ξένα πανεπιστήμια στην Ελλάδα. Και στους δύο τομείς έχουμε δει εκπλήξεις τα τελευταία χρόνια –στον έναν περισσότερες από ό,τι στον άλλο.
Δεν ξέρω αν το θυμάστε, αλλά με το που έσκασε η οικονομική κρίση τα ελληνικά ιδρύματα κάτι έπαθαν. Ηταν σαν να τα χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Τη ώρα που η οικονομία της χώρας βούλιαζε στα τάρταρα και η μιζέρια απλωνόταν παντού, ξεκινούσε μια επανάσταση δράσεων και πρωτοβουλιών από μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς κάθε είδους και μεγέθους, με αποτελέσματα που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Δεν μιλάμε μόνο για τα πολύ μεγάλα πρότζεκτ, όπως το ΚΠΙΣΝ, που άρχισε να χτίζεται με την αρχή της κρίσης, ούτε μόνο για λαοπρόβλητες δράσεις σχετιζόμενες με την κρίση καθαυτήν. Ποιος περίμενε ότι το Ιδρυμα Ωνάση εκτός από φορέας πολιτισμού θα γινόταν και ένας πυλώνας κοινωνικού ακτιβισμού; Ή τις δράσεις του ΝΕΟΝ που έφερνε έργα σύγχρονης τέχνης σε δημόσιους χώρους; Ολο αυτό το «φιλανθρωπικό κεφάλαιο» τώρα είναι ένας πλούτος για τη χώρα. Το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν αφορά όλο αυτό το κεφάλαιο, αλλά πολλά ιδρύματα και οργανισμοί της χώρας μας έχουν ήδη σχέσεις με μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού, και θα μπορούσαν να αναλάβουν δράση και εδώ.
Από την άλλη, οι ελληνικές επιχειρήσεις παραμένουν εσωστρεφείς και αλλεργικές προς το ρίσκο. Επενδύουν λιγότερα από ό,τι οι επιχειρήσεις άλλων ανεπτυγμένων χωρών στην κατάρτιση των εργαζομένων τους, ενώ η ποιότητα του μάνατζμεντ παραμένει πολύ χαμηλή. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν εξαιρέσεις. Κάποιοι δυναμικοί κλάδοι που είναι ήδη στο προσκήνιο αλλά έχουν και προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία θα μπορούσαν –ίσως θα όφειλαν– επίσης να δραστηριοποιηθούν τώρα. Σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν συλλογικοί κλαδικοί φορείς πολύ ενεργοί, ενώ υπάρχει και προηγούμενο: ο ΣΕΒ στο παρελθόν έφτιαξε το ALBA.
Τέτοιοι φορείς φέρουν πλέον την αρμοδιότητα να φέρουν καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού στην Ελλάδα, αν θέλουν. Μόνο αυτοί μπορούν να πληρώσουν και μόνο αυτοί έχουν και σοβαρό κίνητρο.
Υπάρχει όμως κάτι άλλο που η πιθανή έλευση καινούργιων πανεπιστημίων στην Ελλάδα δεν λύνει, και αυτό είναι η κουλτούρα. Ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνικές οικογένειες και οι ίδιες οι νέες και οι νέοι προσεγγίζουν την εκπαίδευση το 2024. Που δεν διαφέρει πάρα πολύ με τον τρόπο που οι τότε οικογένειες κι οι τότε νέοι προσέγγιζαν την εκπαίδευση του 1984. Τα ίδια πράγματα αναζητούσαν τότε, τα ίδια αναζητούν σαράντα χρόνια μετά. Η απόκτηση ενός μέτριου πανεπιστημιακού πτυχίου –ενός οποιουδήποτε πανεπιστημιακού πτυχίου, με κάθε μέσο– παραμένει ένας εμμονικός στόχος κάθε οικογένειας και κάθε γονέα. Κι αν το πανεπιστημιακό πτυχίο του παιδιού ήταν, πράγματι, ένα μαγικό εισιτήριο που οδηγούσε στην εξασφαλισμένη απασχόληση, την ευημερία και την ταξική αναβάθμιση των οικογενειών τη δεκαετία του 1960 ή του 1970, σήμερα δεν είναι. Αλλά οι αξίες δεν έχουν αλλάξει έκτοτε. Περνούν από γενιά σε γενιά αυτούσιες.
Δεν ξέρω πώς αλλάζει η στάση μιας ολόκληρης κοινωνίας απέναντι στην εκπαίδευση ως αξία. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αλλαγή, απαραίτητο να γίνει, αλλά δεν γνωρίζω τον τρόπο. Δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Δεν είμαστε μόνο εμείς που το βλέπουμε λάθος το θέμα. Γενικά και παγκόσμια χρειάζεται μια αναθεώρηση, μια επαναξιολόγηση της παραδοσιακής «εκπαίδευσης» ως αξίας και ουσίας.
Ισως δεν χρειάζεται να ανοίξει κανένα νέο πανεπιστήμιο στην Ελλάδα. Ισως κι αυτά που έχουμε να είναι πολλά. Ισως να μη χρειάζεται όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι Ελληνες να παίρνουν με το ζόρι ένα πτυχίο ή, έστω, να θεωρούμε ως θέσφατο το ότι το πτυχίο αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων και την οικονομική ανάπτυξη ολόκληρης της χώρας. Σε ένα βιβλίο για το οποίο σας έχω ξαναγράψει, ο Κορεάτης οικονομολόγος Χα-Τζουν Τσανγκ εξηγεί ότι στην πράξη αποδεικνύεται ότι η «εκπαίδευση» από μόνη της δεν εγγυάται την οικονομική ανάπτυξη των κρατών. Φέρνει ως παραδείγματα χώρες που αναπτύχθηκαν ραγδαία σε εποχές που ο πληθυσμός τους είχε χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, και στις οποίες η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε όταν το εκπαιδευτικό επίπεδο του πληθυσμού ανέβηκε. Οπως τονίζει, πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η εκπαίδευση και η οικονομική ανάπτυξη δεν συνδέονται με πειστικό τρόπο. Φέρνει και το παράδειγμα της Ελβετίας, μιας από τις πλουσιότερες χώρες στη Γη, όπου όμως λιγότεροι από τους μισούς πολίτες πάνε στο πανεπιστήμιο –το χαμηλότερο ποσοστό στον ανεπτυγμένο κόσμο. Το επιχείρημά του είναι ότι η εκπαίδευση εξασφαλίζει σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά οφέλη και συνεισφέρει στα επίπεδα ευτυχίας του λαού, αλλά έχει πολύ μικρότερη επίπτωση στην παραγωγικότητα και την οικονομική ανάπτυξη καθαυτή. Τονίζει, δε, το φαινόμενο του «πληθωρισμού πτυχίων». Αν και τα πτυχία καθαυτά δεν εξασφαλίζουν μεγαλύτερη παραγωγικότητα, η κοινωνία και η αγορά εργασίας τα αξιολογούν δυσανάλογα, με αποτέλεσμα το εργατικό δυναμικό να «πρέπει» να πάρει πτυχία για να εργαστεί, ακόμα κι αν αυτά δεν αυξάνουν στην πράξη την παραγωγικότητά τους. Μεταξύ μας, όσες και όσοι έχουμε περάσει από την τριτοβάθμια εκπαίδευση (ειδικά τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια) σε κάποιο επίπεδο αυτό το ξέρουμε. Η ουσία της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι λιγότερο στο περιεχόμενό της και στο «πτυχίο», και περισσότερο σε άλλα, πιο ουσιαστικά, πιο αφηρημένα και λιγότερο μετρήσιμα πράγματα. «Η εκπαίδευση είναι πολύτιμη, αλλά η κύρια αξία της δεν είναι η αύξηση της παραγωγικότητάς μας», γράφει ο Τσανγκ. «Είναι το ότι μας βοηθά να αναπτύξουμε τις προϋπάρχουσες ικανότητές μας και να ζήσουμε μια πιο πλήρη και ανεξάρτητη ζωή».
Αν ποτέ ανοίξουν μη κρατικά πανεπιστήμια στην Ελλάδα, εύχομαι να διδάσκουν, τουλάχιστον, αυτό.
Διαβάστε ακόμα για το ίδιο θέμα:
Οικονομική ή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση
Ας βάλουν το χέρι στην τσέπη