Δύο μουγγοί στην Αμερική του 1930

Δύο μουγγοί στην Αμερική του 1930

«Η καρδιά κυνηγάει μονάχη» κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα

6' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δύο μουγγοί στην Αμερική του 1930-1Το 1934 η 17χρονη Κάρσον Μακάλερς εγκαταλείπει το πνιγηρό Κολόμπους της Τζόρτζια για να σπουδάσει μουσική στο Τζούλιαρντ Σκουλ της Νέας Υόρκης. Οπως γράφει στο περιοδικό The New Yorker ο Χίλτον Αλς, πολύ γρήγορα έμεινε απένταρη. Ο θρύλος θέλει τη Μακάλερς να βρίσκει στέγη σε οίκο ανοχής, αγνοώντας τι ακριβώς συνέβαινε εκεί μέσα (!), ώσπου της κλέβουν τα χρήματα για τα δίδακτρα.

Παρά την αρχική απελπισία, η νεαρή μελλοντική συγγραφέας ουδέποτε θα νοσταλγήσει την καταπιεστική ατμόσφαιρα της πατρικής γης. Για την ακρίβεια, ο ερχομός της στη Νέα Υόρκη ήταν ένα παιδικό της όνειρο. Κι ωστόσο, στο πρώτο της μυθιστόρημα, που δημοσίευσε το 1940, «Η καρδιά κυνηγάει μονάχη», επιστρέφει σε μια κωμόπολη της Τζόρτζια τη δεκαετία του ’30.

Το μυθιστόρημα καταγράφει, με έναν τρόπο που το κατέστησε γρήγορα κλασικό, τη σχέση μοναχικών και απομονωμένων ανθρώπων με αναπηρίες (οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες είναι κωφάλαλοι – ο ένας μάλιστα είναι ελληνικής καταγωγής) ή με σεξουαλικότητα παρεκκλίνουσα (για την εποχή και τον τόπο), από τους οποίους δεν λείπει ο ρομαντισμός και ο ιδεαλισμός.

Το μυθιστόρημα κυκλοφορεί αυτές τις μέρες στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα και η «Κ» προδημοσιεύει σήμερα ένα απόσπασμα.

Προδημοσίευση

Στην πόλη υπήρχαν δύο μουγγοί και ήταν πάντα μαζί. Νωρίς κάθε πρωί έβγαιναν απ’ το σπίτι όπου ζούσαν και κατηφόριζαν τον δρόμο για τη δουλειά πιασμένοι αγκαζέ. Οι δύο φίλοι ήταν πολύ διαφορετικοί. Ο ένας, που οδηγούσε πάντα τον άλλον, ήταν ένας παχύς κι ονειροπόλος Ελληνας. Το καλοκαίρι έβγαινε φορώντας ένα κίτρινο ή πράσινο μπλουζάκι πόλο που μπροστά ήταν αδέξια χωμένο μες στο πανταλόνι του και πίσω κρεμόταν έξω. Οταν είχε περισσότερο κρύο, από πάνω φορούσε ένα χαχόλικο γκρίζο πουλόβερ. Το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και λιπαρό, με μισόκλειστα βλέφαρα και με χείλη που καμπύλωναν σ’ ένα πράο κι ανόητο χαμόγελο. Ο άλλος μουγγός ήταν ψηλός. Πάντα ήταν ντυμένος επίσημα και στην τρίχα.

Κάθε πρωί οι δύο φίλοι βάδιζαν σιωπηλοί μαζί, ώσπου έβγαιναν στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Υστερα, όταν έφταναν σ’ ένα συγκεκριμένο μαγαζί με φρούτα και καραμέλες, στέκονταν για μια στιγμή στο πεζοδρόμιο απ’ έξω. Ο Ελληνας, ο Σπύρος Αντωνόπουλος, δούλευε για τον ξάδερφό του, τον ιδιοκτήτη αυτού του οπωροπωλείου. Η δουλειά του ήταν να φτιάχνει καραμέλες και γλυκά, να βγάζει από τα τελάρα τα φρούτα και να ‘χει καθαρό το μαγαζί. Ο λεπτός μουγγός, ο Τζον Σίνγκερ, έβαζε σχεδόν πάντα το χέρι του στο μπράτσο του φίλου του και τον κοίταζε για ένα δευτερόλεπτο στο πρόσωπο, προτού φύγει. Κατόπιν, έπειτα απ’ αυτόν τον αποχαιρετισμό, ο Σίνγκερ διέσχιζε τον δρόμο και βάδιζε μονάχος ώς το κοσμηματοπωλείο όπου δούλευε ως χαράκτης ασημικών.

Αργά το απομεσήμερο οι φίλοι συναντιόνταν ξανά. Ο Σίνγκερ γυρνούσε στο οπωροπωλείο και περίμενε ώσπου να είναι έτοιμος ο Αντωνόπουλος να γυρίσει σπίτι. Ο Ελληνας θα άδειαζε τεμπέλικα ένα τελάρο με ροδάκινα ή πεπόνια, ή μπορεί να κοίταζε στην εφημερίδα τη σελίδα με τα κόμικς, στην κουζίνα πίσω από το μαγαζί, όπου μαγείρευε. Προτού φύγουν, ο Αντωνόπουλος άνοιγε πάντα μια χαρτοσακούλα που την είχε κρυμμένη όλη μέρα σ’ ένα από τα ράφια της κουζίνας. Μέσα ήταν φυλαγμένα διάφορα φαγώσιμα που ‘χε μαζέψει – ένα κομμάτι φρούτου, μερικές καραμέλες ή μπορεί η άκρη ενός λουκάνικου.

Συνήθως, προτού φύγει ο Αντωνόπουλος, πήγαινε βαδίζοντας σαν την πάπια ώς τη βιτρίνα στο μπροστινό μέρος του μαγαζιού, όπου είχαν φυλαγμένα μερικά κρέατα και τυριά. Ανοιγε από πίσω τη βιτρίνα και με το παχύ του χέρι ψαχούλευε στοργικά μέσα, ψάχνοντας για κάποια λιχουδιά που τη λιμπιζόταν. Μερικές φορές ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο ξάδερφός του, δεν τον έβλεπε. Αν όμως τον πρόσεχε, τον κοίταζε με μια προειδοποιητική έκφραση στο σφιγμένο, χλωμό του πρόσωπο. Τότε ο Αντωνόπουλος μετακινούσε θλιμμένα τον μεζέ από τη μια γωνιά της βιτρίνας στην άλλη. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο Σίνγκερ στεκόταν πολύ στητός, με τα χέρια στις τσέπες, και κοίταζε αλλού. Δεν του άρεσε να παρακολουθεί αυτή τη μικρή σκηνή ανάμεσα στους δύο Ελληνες. Γιατί, εκτός από το να πίνει κι από μια ορισμένη μοναχική κρυφή ευχαρίστηση, ο Αντωνόπουλος δεν αγαπούσε τίποτα πιο πολύ στον κόσμο από το να τρώει.

Το σούρουπο, οι δύο μουγγοί βάδιζαν αργά μαζί προς το σπίτι. Εκεί, ο Σίνγκερ μιλούσε πάντα στον Αντωνόπουλο. Τα χέρια του σχημάτιζαν τις λέξεις σε μια γρήγορη σειρά από σχέδια. Το πρόσωπό του ήταν ενθουσιώδες και τα γκριζοπράσινα μάτια του λαμπύριζαν. Με τα λεπτά, δυνατά του χέρια έλεγε στον Αντωνόπουλο όλα όσα είχαν συμβεί μες στη μέρα.

Ο Αντωνόπουλος καθόταν ακουμπώντας τεμπέλικα πίσω και κοίταζε τον Σίνγκερ. Σπάνια κινούσε τα χέρια για να μιλήσει – και τότε ακόμα, το έκανε μόνο για να πει ότι ήθελε να φάει ή να κοιμηθεί ή να πιει. Τούτα τα τρία πράγματα τα έλεγε πάντα με τα ίδια αόριστα, ψαχουλευτά σημάδια. Τη νύχτα, αν δεν ήταν πολύ πιωμένος, γονάτιζε μπροστά στο κρεβάτι του και προσευχόταν για λίγο. Υστερα τα παχουλά του χέρια σχημάτιζαν τις λέξεις «Ιησού Χριστέ» ή «Θεέ» ή «Παναγία». Αυτά ήταν τα μόνα λόγια που έλεγε ποτέ ο Αντωνόπουλος. Ο Σίνγκερ δεν ήξερε ποτέ πόσα καταλάβαινε ο φίλος του απ’ όσα του έλεγε. Ομως δεν είχε σημασία.

Μοιράζονταν τον επάνω όροφο ενός μικρού σπιτιού κοντά στην εμπορική συνοικία της πόλης. Υπήρχαν δύο δωμάτια. Πάνω στη σόμπα πετρελαίου στην κουζίνα ο Αντωνόπουλος μαγείρευε όλα τους τα γεύματα. Υπήρχαν απλές καρέκλες μ’ ίσια πλάτη για τον Σίνγκερ κι ένας παχύς καναπές για τον Αντωνόπουλο. Στην κρεβατοκάμαρα τα κύρια έπιπλα ήταν ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι σκεπασμένο μ’ ένα πουπουλένιο πάπλωμα για τον μεγαλόσωμο Ελληνα κι ένα στενό σιδερένιο ράντζο για τον Σίνγκερ.

Το δείπνο έπαιρνε πολλή ώρα πάντα, επειδή ο Αντωνόπουλος αγαπούσε το φαγητό κι ήταν πολύ αργός. Αφού είχαν αποφάει, ο μεγαλόσωμος Ελληνας ξάπλωνε ανάσκελα στον καναπέ του κι έγλειφε αργά ένα ένα τα δόντια του, είτε για κάποια λιχουδιά είτε γιατί ‘θελε να ευχαριστηθεί κι άλλο το γεύμα – ενώ ο Σίνγκερ έπλενε τα πιάτα.

Μερικές φορές το βράδυ οι μουγγοί έπαιζαν σκάκι. Ο Σίνγκερ ευχαριστιόταν ανέκαθεν πολύ αυτό το παιχνίδι και, πριν από χρόνια, είχε προσπαθήσει να το μάθει στον Αντωνόπουλο. Στην αρχή δεν κέντρισαν καθόλου το ενδιαφέρον του φίλου του οι λόγοι για να κινήσει κανείς τα διάφορα πιόνια στη σκακιέρα. Επειτα όμως άρχισε ο Σίνγκερ να έχει ένα μπουκάλι μ’ ένα καλό ποτό κάτω από το τραπέζι και να το βγάζει ύστερα από κάθε μάθημα. Ο Ελληνας δεν κατάλαβε ποτέ τις αλλοπρόσαλλες κινήσεις των αλόγων και τη σαρωτική ικανότητα κίνησης της βασίλισσας, όμως έμαθε να κάνει μερικές καθορισμένες εναρκτήριες κινήσεις. Προτιμούσε τα λευκά πιόνια κι αρνιόταν να παίξει αν είχε τα μαύρα. Μετά τις πρώτες κινήσεις ο Σίνγκερ έπαιζε το παιχνίδι μόνος του ενώ ο φίλος του παρακολουθούσε νυσταγμένος. Αν έκανε ο Σίνγκερ λαμπρές επιθέσεις ενάντια στους δικούς του, έτσι που στο τέλος ο μαύρος βασιλιάς σκοτωνόταν, ο Αντωνόπουλος ήταν πάντα πολύ περήφανος κι ευχαριστημένος.

Οι δύο μουγγοί δεν είχαν άλλους φίλους και, εκτός απ’ όταν δούλευαν, ήταν μόνοι οι δυο τους. Κάθε μέρα ήταν πάνω κάτω σαν οποιαδήποτε άλλη, επειδή ήταν μόνοι τόσο πολύ, που τίποτα δεν τους ενοχλούσε ποτέ. Μία φορά την εβδομάδα πήγαιναν στη βιβλιοθήκη για να δανειστεί ο Σίνγκερ ένα βιβλίο μυστηρίου και το βράδυ της Παρασκευής παρακολουθούσαν μια ταινία.

Επειτα, τη μέρα που πληρώνονταν, πήγαιναν πάντα στο φωτογραφείο των δέκα σεντς πάνω από το κατάστημα με στρατιωτικά και ναυτικά είδη, για να φωτογραφηθεί ο Αντωνόπουλος. Αυτά ήταν τα μόνα μέρη που επισκέπτονταν τακτικά. Υπήρχαν πολλές μεριές της πόλης που δεν τις είχαν δει ποτέ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή