Το Κουαρτέτο Εμερσον στο Μέγαρο

Το Κουαρτέτο Εμερσον στο Μέγαρο

Ενα από τα κορυφαία μουσικά σύνολα παγκοσμίως αποχαιρετά το κοινό σε διεθνή περιοδεία, αρχίζοντας από την Αθήνα

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ρομπέρτα Κούπερ είναι τσελίστα. Το 1976, μέλος ορχήστρας τότε στη Βοστώνη, άκουσε από τον αρχιμουσικό ότι θα ερχόταν ένας νέος βιολονίστας, ο Γιουτζίν Ντράκερ, ο οποίος, όπως τους τόνισε, είχε ιδρύσει ένα νέο κουαρτέτο εγχόρδων, το Εμερσον. Η Κούπερ γέλασε. «Τι όνομα είναι αυτό; Δεν θα πάνε πολύ μακριά».

Η ειρωνεία εδώ είναι διπλή: Πρώτον, το Emerson String Quartet (Κουαρτέτο Εγχόρδων Εμερσον), από την ίδρυσή του, το 1976, έως σήμερα, θεωρείται το κορυφαίο, ίσως, σύνολο μουσικής δωματίου (ο Φίλιπ Ροθ δεν έχανε κοντσέρτο τους στη Νέα Υόρκη). Δεύτερον, η Κούπερ παντρεύτηκε τον Ντράκερ. Σήμερα ζουν στη Νέα Υόρκη και έχουν ένα γιο. «Η γυναίκα μου εκνευρίζεται κάθε φορά που λέω αυτή την ιστορία», μου λέει μέσα από την οθόνη του υπολογιστή ο Ντράκερ.

Τώρα, κλείνει ο κύκλος: το Κουαρτέτο Εγχόρδων Εμερσον διαλύεται. «Θέλαμε να κλείσουμε αυτή την πορεία ενώ βρισκόμαστε ψηλά ακόμη», μου εξηγεί ο Ντράκερ. Το σύνολο ξεκινά διεθνή περιοδεία αποχαιρετισμού. Πρώτος σταθμός; Η Αθήνα και το Μέγαρο Μουσικής. Την Τρίτη 8 Μαρτίου, στις 8.30 μ.μ., το Εμερσον θα ερμηνεύσει το «Ο Θάνατος και η Κόρη» του Φραντς Σούμπερτ και στο δεύτερο μέρος ένα από τα τελευταία κουαρτέτα εγχόρδων του Μπετόβεν, το Εργο 131.

Γιατί όμως «Εμερσον»; «Ξεκινήσαμε το 1976, στα διακόσια χρόνια από την Αμερικανική Επανάσταση. Θέλαμε μια ονομασία που να μην παραπέμπει στη μουσική. Αλλά και να μην έχει κάτι πατριωτικό, π.χ. “Κουαρτέτο Ουάσιγκτον”. Θέλαμε κάτι γνήσια αμερικανικό. Και ακουγόταν ωραία».

Το Εμερσον σχηματίστηκε με μοντέλο το παλαιότερο, σπουδαίο Κουαρτέτο Γκουαρνέρι (Guarneri Quartet). Πλην του Ντράκερ, τα άλλα μέλη ήταν οι Φίλιπ Σέτζερ, Λόρενς Ντάτον και Ντέιβιντ Φίνκελ. Τον τελευταίο διαδέχθηκε ο Πολ Ουάτκινς.

«Ο Θάνατος και η Κόρη» του Σούμπερτ και το Κουαρτέτο Εργο 131 του Μπετόβεν θα παρουσιαστούν στις 8 Μαρτίου.

Μετά το συμβόλαιο με την Ντόιτσε Γκράμοφον, η φήμη του εδραιώθηκε. Με τα κουαρτέτα του Μπάρτοκ κέρδισε το πρώτο του Grammy. Επειτα ήρθε ο Σοστακόβιτς και, βέβαια, ο Μπετόβεν. Εδώ ο Ντράκερ παίρνει φωτιά. «Στα πρώιμα κουαρτέτα και σε εκείνα της μεσαίας περιόδου, ο Μπετόβεν δίνει πολύ σαφείς μετρονομικές οδηγίες. Πολύ γρήγορα στα γρήγορα μέρη, πολύ αργά στα αργά. Ο τότε παραγωγός μας, επηρεασμένος από το πώς ερμήνευε τις συμφωνίες του Μπετόβεν ο Τοσκανίνι, επέμενε σε αυτή την παράμετρο. Ομως, αυτές τις σημειώσεις πάνω στο τέμπο ο Μπετόβεν τις πρόσθεσε αργότερα στις παρτιτούρες, όταν πια ήταν τελείως κουφός. Κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι ένας λόγος ώστε να μη λάβεις αυτές τις οδηγίες κατά γράμμα. Χρειάζεται μια κάποια ελευθερία κινήσεων, την οποία αποκτήσαμε με τα χρόνια. Επίσης υπάρχει διαφορά μεταξύ ηχογράφησης στο στούντιο και συναυλίας. Το μικρόφωνο είναι πολύ κοντά μας στο στούντιο, ενώ σε μια συναυλία, ανάλογα με το πού κάθεται ο κόσμος, φράσεις χάνονται. Οπότε στο στούντιο παίζουμε πιο γρήγορα, ενώ στις συναυλίες πιο αργά για να πιάνουν όλοι οι ακροατές τις φράσεις. Είμαι πολύ υπερήφανος γι’ αυτές μας τις ηχογραφήσεις του Μπετόβεν. Είναι σημείο αναφοράς όποτε επιστρέφουμε σε αυτές τις συνθέσεις».

Το Εμερσον άλλαξε τσελίστα έπειτα από 34 χρόνια, όταν ο Πολ Ουάτκινς αντικατέστησε τον Ντέιβιντ Φίνκελ. «Εκπληκτικοί τσελίστες και οι δύο, ο ένας θαυμάζει και σέβεται τον άλλο. Θα παίξουμε το κουιντέτο εγχόρδων του Σούμπερτ με τον Ντέιβ Φίνκελ στην τελευταία μας συναυλία στη Νέα Υόρκη, στα τέλη Οκτωβρίου. Παίξαμε αυτό το έργο στην τελευταία μας συναυλία με τον Φίνκελ και το ηχογραφήσαμε με τον Ροστροπόβιτς. Κορυφαία στιγμή! Περάσαμε πέντε ημέρες με ένα θρύλο. Τεράστια εμπειρία. Ο Φίνκελ είχε σπουδάσει κοντά στον “Σλάβα”, ακολουθώντας τον σε συναυλίες και πρόβες».

Τον ρωτώ για τη συναυλία στο Μέγαρο, στις 8 Μαρτίου. Το πρώτο μέρος είναι το Κουαρτέτο εγχόρδων υπ’ αριθμ. 14 σε ρε ελάσσονα, «Ο Θάνατος και η Κόρη» του Φραντς Σούμπερτ. «Μόλις είχε μάθει ότι είχε σύφιλη και ήξερε ότι θα πεθάνει. Ηταν 27 χρόνων. Πέθανε στα 31 του. Πήρε το θέμα από ένα τραγούδι που είχε γράψει με αυτόν τον τίτλο, που αφηγούνταν τη συνάντηση του Χάρου με μια κοπέλα. Η κοπέλα είναι τρομαγμένη. Εκείνος προσπαθεί να την πείσει να τον ακολουθήσει λέγοντάς της πως θα αφήσει πίσω της όλα τα βάσανα. Ειδικά στο περίφημο αργό μέρος με τις παραλλαγές, πηγαίνει από την ελάσσονα στη μείζονα κλίμακα, τονίζοντας τον διάλογο: ο Θάνατος προσπαθεί να πείσει το κορίτσι. Στα υπόλοιπα μέρη υπάρχει κάτι πιο δραματικό, πιο βίαιο. Είναι ένα έργο για τη σχέση όλων μας με τη θνητότητα. Είναι επίσης μια οφειλή στον Μπετόβεν, τον οποίο ο Σούμπερτ έβλεπε με δέος. Του κανόνισαν να πάει να τον γνωρίσει σε μια ταβέρνα και την τελευταία στιγμή έκανε πίσω».

Μπετόβεν έχει το δεύτερο μέρος της συναυλίας: το Κουαρτέτο σε ντο δίεση ελάσσονα Εργο 131. «Ο Βάγκνερ έλεγε ότι το πρώτο μέρος του 131 είναι η πιο θλιμμένη μουσική που γράφτηκε ποτέ. Εντάξει, κάποια μέρη κουαρτέτων των Μπάρτοκ και Σοστακόβιτς είναι ακόμα πιο θλιμμένα. Αυτό που με εντυπωσιάζει στο πρώτο μέρος του 131 είναι η διαχείριση της αντίστιξης που κάνει ο Μπετόβεν. Είναι μια φούγκα στην ουσία. Το είχα πρωτακούσει στο γυμνάσιο – πήγαινα σε μουσικό σχολείο. Και ο καθηγητής μας έκανε ένα κόλπο. Μας έβαλε να το ακούσουμε και μας είπε ότι είναι μουσική της Αναγέννησης. Το πίστεψα! Γενικώς, τα τελευταία κουαρτέτα του Μπετόβεν πάνε πολύ πιο πίσω από τον Χάιντν και τον Μότσαρτ, πέρα και από τον Μπαχ. Την ίδια στιγμή, είναι μουσική του μέλλοντος. Ο Στραβίνσκι έλεγε ότι η Μεγάλη Φούγκα του Μπετόβεν είναι η πρώτη μουσική του 20ού αιώνα. Επειδή ήταν τελείως κουφός, ο Μπετόβεν ανέπτυξε ένα εσωτερικό αυτί: αποκρυστάλλωνε ήχους μέσα στο κεφάλι του. Ολο το 131 είναι ένα ταξίδι, κάτι σαν διαλογισμός, από την εσωτερική αντάρα στην υπέρβαση, κάτι που βλέπουμε και στις συμφωνίες του, την 3η, την 5η, την 9η κυρίως. Ενα έργο που ξεκινά από ελάσσονα κλίμακα και τελειώνει σε μείζονα, με διονυσιακό φινάλε. Θυμίζω πάντοτε στους φοιτητές μου ότι όταν το κάνεις αυτό, ειδικά για το κοινό της εποχής του Μπετόβεν, ισοδυναμούσε με ένα ταραγμένο συναισθηματικό ταξίδι. Ηταν μια αφηγηματική κιβωτός».

Το ότι το μεγάλο αυτό σύνολο θα ερμηνεύσει στην Αθήνα, μεταξύ άλλων, το έκτο μέρος του 131, το σπαρακτικό Adagio quasi un poco andante, ή το τραγικό δεύτερο μέρος του κουαρτέτου του Σούμπερτ, το Andante con moto, είναι από μόνο του ένα ταξίδι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή