«Αφήνουμε την άμμο να μένει υγρή»

«Αφήνουμε την άμμο να μένει υγρή»

Το καλοκαίρι μέσα από τα έργα Ελλήνων πεζογράφων και ποιητών

3' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε/ το καλοκαίρι αυτό./ Για ποιαν ανέλπιστη χαρά,/ για ποιες αγάπες,/ για ποιο ταξίδι ονειρευτό», απορούσε ο Καρυωτάκης. Το καλοκαίρι, όμως, δεν είναι ένα· είναι, μάλλον, όσα και οι άνθρωποι, όσα σημαίνει για εκείνους. Είναι μια εποχή-συνθήκη, που οι πεζογράφοι και οι ποιητές προσπαθούν, με τα δικά τους εξηγητικά εργαλεία, να διαγνώσουν, να τοποθετηθούν εντός της και, εντέλει, να τη διαιωνίσουν ως εσωτερικό και εξωτερικό τοπίο – καλώντας μας σε μια δική τους εκδρομή.

«Οι μέρες είναι βαριές και είναι ακόμα πιο δύσκολο ν’ αποσείσει κανείς τις συνήθειες που μας κλείνουν τα μάτια. Καλοκαίρι, εποχή των τυφλών! Αλλά, Θεέ μου, δώσε μας τη δύναμη να κρατήσουμε ώς το τέλος, ακόμη και σε τούτο το σκοτάδι, την ανθρώπινη υπόστασή μας», διασώζει στις «Μέρες Γ΄» ο Γιώργος Σεφέρης (23 Ιουλίου 1940).

Στον ίδιο θερινό θεό φαίνεται ότι είχε απευθυνθεί και ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Θεέ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως! Το φως αυτό χρειάζεται μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

Το καλοκαίρι, όμως, είναι και σύμβολο φωτός – που συχνά τυφλώνει, ερειπώνει, σαν θανάσιμη ουσία. «Ερείπιο απ’ τα ναρκωτικά του ήλιου έρχεσαι/ ν’ αποτελειώσεις την παλιά συνομιλία/ να με ξεπλύνεις απ’ την περασμένη άνοιξη/ Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά/ όσο παλιώνω», λέει ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου.

«Ο αέρας έκαιγε σαν λίβας και η θάλασσα μου φάνηκε ότι είχε μετακινηθεί. Οτι είχε έρθει πιο κοντά», έγραφε ο ποιητής Κωστής Γκιμοσούλης.

Το καλοκαίρι είναι μαζί κι η εποχή των εγκαυμάτων και των κυνικών καυμάτων· του πάθους χωρίς καμιά λογοκρισία· εκείνου που έκανε τον Ντίνο Χριστιανόπουλο να μοιρολογήσει τον χαμένο χρόνο του χειμώνα: «Βρήκες την εποχή να με ταράξεις στα δαγκάματα/ και να μου κάνεις μελανιές σ’ όλο μου το κορμί./ Φοβάμαι μήπως φαίνονται απ’ τον ανοιχτό γιακά,/ μήπως το καταλάβει η μητέρα,/ μήπως το μυριστούν οι φίλοι/ και πώς να εμφανιστώ γυμνός στα μπάνια./ Δεν ξέρω πού ήσουνα ολόκληρο χειμώνα».

Είναι επίσης το πάθος της Κατερίνας του Κωστή Γκιμοσούλη που υπνοβατεί τα καλοκαίρια: «Ο θαλασσινός αέρας με τύλιξε αφύσικα ζεστός. Ημουνα γυμνή από πάνω, και το στήθος μου είχε πρηστεί υπερβολικά, είχε γίνει τεράστιο. Ο αέρας έκαιγε σαν λίβας και η θάλασσα μου φάνηκε ότι είχε μετακινηθεί. Οτι είχε έρθει πιο κοντά». Η Ευτυχία Παναγιώτου, όμως, μας παρηγορεί που «τρίβουμε, τρέμουμε,/ δαγκώνουμε, αφήνουμε/ την άμμο να μένει υγρή/ μες στο λάβρο ξημέρωμα».

Το καλοκαίρι είναι αμετανόητη τεμπελιά κι αδυναμία – και φροντίδα· όπως εκείνες του Γιώργου Χειμωνά: «Η μέρα ήταν ζεστή και δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις, ακούγονταν από μακρυά φωνές από τις βάρκες. Σ’ όλο το σπίτι πετούσαν σφήκες. Πέρασε την μέρα ξαπλωμένος στο μπαλκόνι κι είχε μεγάλη αδυναμία και δεν μιλούσε κι η μητέρα θύμωνε και μιλούσε και ρωτούσε και δάκρυζε. Το απόγευμα νωρίς ετοιμάστηκε κι η μητέρα φώναξε είναι νωρίς ακόμα πού πας μ’ αυτόν τον ήλιο. Κατέβηκε στον δρόμο κι όταν γύρισε το κεφάλι είδε τη μητέρα που τον είχε πάρει από πίσω».

Και είναι πάντα αλλιώς στην πόλη· εκεί όπου μένει ο Γιάννης Αντιόχου: «Κάποιες νύχτες του καλοκαιριού/ η μόνη περηφάνια που αντικρίζω/ είναι η λάμπα του δήμου/ στην οδό Ιριδος/ Ενας λιγνός τσιμεντένιος στύλος/ που μεγεθύνει τις σκιές/ των αναξιοπρεπών στάσεων/ του σώματός μου». Και η Αλεξάνδρα Κ*: «Εβραζαν στο Παγκράτι πενθώντας πάφα πούφα το δικαίωμα εις το εργάζεσθαι και το φιλείν. Σαλονάκι ευάερο, μα αέρας ούτε για φου. Ενα κλιματιστικό της ύστερης αρχαιότητος ανάδευε τον καπνό, παραιτημένο οιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας».

Είναι το καλοκαίρι μιας ζωής που αλλάζει· μια τέτοια –σκοτεινιασμένη– θησαυρίζει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης: «Τα καλοκαίρια των τεσσάρων σκοτείνιασαν. Οι φίλες αρραβωνιάστηκαν και οι φίλοι κοίταζαν ένοχα γύρω τους. Μια ανάσχεση του κόσμου που ήξεραν. “Εκλεισε ο κόσμος γύρω μου” έλεγε ο Κλέων. “Ο έρωτας πεθαίνει τον κόσμο. Φρόντισαν να το χαλάσουν κι αυτό…”». Κι ίσως, όμως, να τον διασώσουμε, προχωρώντας ακάθεκτοι μες στο καλοκαίρι, ακολουθώντας τη Χριστίνα Οικονομίδου: «Κάποιος μας είπε ότι το φθινόπωρο/ δεν έρχεται ποτέ/ αν ταξιδεύεις διαρκώς». Και «τώρα» –αντιγράφοντας τον Πάνο Θεοδωρίδη– «σας χαιρετώ κι ευχαριστώ για όλα –/ είναι καλοκαίρι». Και γιορτάζει σήμερα η Παναγία των Πατησίων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή