Αμέσως μετά τον θάνατό του το 1944, ο καθηγητής του Παναγιώτης Κανελλόπουλος, συντετριμμένος, έγραψε αγγλικά το περίφημο κείμενο «Ο φίλος μου Δημήτριος Καπετανάκης» για το περιοδικό New Writing and Daylight, που το μετέφρασε ο ίδιος για το αφιέρωμα στη Νέα Εστία το ’46: «Μιλώ για κάποιον που ήταν φίλος μου. Δεν είναι διόλου εύκολο, ούτε και πέρα για πέρα φυσικό, να είσαι ο φίλος κάποιου. […] Γύρω από τη φιλία [ο Καπετανάκης] είχε συγκεντρώσει, χρόνια πολλά, έντονη τη σκέψη του. Ηταν ο πιο διακριτικός άνθρωπος, κι ήξερε να σβήνει όσο κανένας τον εαυτό του. Οταν ήταν παρών, ήταν σαν να έλειπε. Κι όταν έλειπε, τον ένιωθες απόλυτα κοντά σου».
Ο στοχαστής και συγγραφέας Δημήτριος Καπετανάκης ήταν «ένας από τους μεγάλους μοντέρνους φιλοσόφους και δοκιμιογράφους», όπως είπε χθες η ποιήτρια Φραγκίσκη Αμπατζόγλου, «μοντέρνος επειδή με το έργο του έφτιαξε μια δική του σκαλωσιά για να βλέπει τα πράγματα». Αφορμή για την εκδήλωση που διοργάνωσαν η Εταιρεία Κοινωνικού Εργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ) και το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) ήταν η ολοκλήρωση και κυκλοφορία της πολύτομης έκδοσης με τα έργα του Καπετανάκη, στην οποία περιλαμβάνεται και το βιβλίο «Δοκίμια και ποίηση μεταφρασμένα», που παρουσιάστηκε χθες.
Πρόκειται για μια γραμματολογική οφειλή προς τον Ελληνα στοχαστή που, παρά την ευφυΐα, την παιδεία, την πνευματικότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, γρήγορα ξεχάστηκε στην Ελλάδα. Μεγάλωσε στη Σμύρνη και ήρθε στην Αθήνα το 1922. Φοίτησε στη Νομική, συνδέθηκε με τον κύκλο των φιλοσόφων της Χαϊδελβέργης, με τον Συκουτρή, αλλά και με την παρέα των Νέων Γραμμάτων (Κατσίμπαλης, Καραντώνης, Σεφέρης, Ελύτης). Υστερα από τον ξεριζωμό από τα πατρώα εδάφη, έζησε τον σύντομο βίο του –πέθανε 32 ετών από λευχαιμία– σε τρεις χώρες: Ελλάδα, Γερμανία, Αγγλία. Η ανάγκη του να εκφραστεί ήταν εξίσου δυνατή με την επιθυμία του να ζήσει εκτός Ελλάδος.
Ετσι, συνέχισε τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη, όπου μαθήτευσε στον Γερμανό φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, δίδαξε για ένα διάστημα μαθήματα αισθητικής στον φιλολογικό σύλλογο «Ασκραίο». Παραμονές του πολέμου έφυγε με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου για την Αγγλία, όπου φοίτησε για λίγο στο Κέμπριτζ και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και εργάστηκε για το γραφείο Τύπου της ελληνικής κυβέρνησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνδέθηκε με τον εκδότη Τζον Λέμαν και άλλους σημαντικούς Βρετανούς από τον χώρο των γραμμάτων και των εκδόσεων. Κατεξοχήν γήινος, πάλεψε φιλοσοφικά με το αίνιγμα του έρωτα και της ευτυχίας και διακρίθηκε ως δεινός δάσκαλος για τον παιδαγωγικό του τρόπο να αφυπνίζει τον εσωτερικό δαίμονα των μαθητών του –και αναγνωστών του–, οδηγώντας τους στον δρόμο της διαρκούς αναζήτησης.
Η Εμμανουέλα Κάντζια, ερευνήτρια, συγκριτολόγος ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, έβγαλε από τα αρχεία και επιμελήθηκε τη σημαντική αυτή πολύτομη έκδοση, βγαλμένη από δυσεύρετα αρχεία αυτού του «μυητή» ποιητή και δοκιμιογράφου, ενός αταξινόμητου ανθρώπου των γραμμάτων και της τέχνης στη θρυλική δεκαετία του 1930.