ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΛΑΝΔΡΑΚΗΣ
Δυναμώστε τη μουσική, παρακαλώ
εκδ. Πόλις, σελ. 264
Ο Χάρης Αλεξιάδης ήταν μόλις εννιά χρόνων όταν σφήνωσε «βαθιά μέσα του μια μικρή σκιά που θα τον συντρόφευε για πάντα». Το παιδικό του δωμάτιο ήταν μεσοτοιχία με το διαμέρισμα ενός δημοσιογράφου, ο οποίος το 1972 ξέσπαγε συχνά σε αναφιλητά. Επισκεπτόταν τακτικά την Μπουμπουλίνας. Παρά το δυσοίωνο ερέθισμα, ο Χάρης σπούδασε δημοσιογραφία και διακρίθηκε στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ως πολεμικός ανταποκριτής. Το 1994 επιστρέφει στην Αθήνα, όπου η παντοκυριαρχία της ιδιωτικής τηλεόρασης τον διευκολύνει να αναδειχθεί σε αστέρα του ψυχαγωγικού προγράμματος. Ωστόσο η σκιά μέσα του ολοένα αναδευόταν μέχρι που τον ρήμαξε, ενταφιάζοντας το βλέμμα του σε μια απαρασάλευτη μαρμαρυγή.
Στο δεύτερο βιβλίο του ο Μιχάλης Μαλανδράκης κατορθώνει κάτι πολύ σημαντικό, να μη διαψεύσει τις προσδοκίες του πρώτου. Και εδώ παρακολουθεί την πτώση του ήρωα μέσα από στιγμιότυπα που προοικονομούν τη βαθμιαία αποσάθρωσή του. Στο «Patriot» (2019) υπήρχαν τα φώτα της πίστας, τώρα αστράφτουν οι προβολείς του πλατό. Ο Χάρης νιώθει διαρκώς τυφλωμένος από φως. Ολα τα βλέπει θολά, σαν μια «ισχνή γραμμή». Ακόμα και καταμεσής των τεφρών χαλασμάτων του Σαράγεβο, τα μάτια του μισόκλειναν, σαν να αντιστέκονταν σε αυτό που έβλεπαν. Παγωμένος από το δριμύ ψύχος, λαχταρούσε τον ήλιο. «Ηθελε ένας ξαφνικός ήλιος στο δωμάτιο να ζεστάνει το πρόσωπό του». Στο στούντιο έκανε πάντα ζέστη.
«Διασχίζει τον σκοτεινό διάδρομο, το μωσαϊκό δροσίζει τα πέλματά του, το φωτεινό στεφάνι που σχηματίζεται στην έξοδο θαμπώνει τα μάτια του. Με έναν πήδο περνάει το σώμα του μέσα απ’ αυτό». Η παιδική ανάμνηση εξεικονίζει την έξοδο από το σπίτι, την είσοδο στον πόλεμο. Ενα ηλιόλουστο μεσημέρι Σαββάτου, στις 5 Φεβρουαρίου 1994, μακελειό στη Μαρκάλε, την ανοιχτή αγορά του Σαράγεβο. Μια ημέρα του 2007 ο Χάρης σωριάζεται στο πλατό, «σαν να τον πυροβόλησαν πισώπλατα», «βλέπει μόνο φως». Η απελπισμένη του πτώση τον έδειχνε λες και προσπαθούσε «να πιαστεί απ’ το φως των προβολέων».
Το κυρίαρχο εύρημα της μυθοπλασίας είναι η ταλάντευση ανάμεσα στην Αθήνα και το Σαράγεβο τη δεκαετία του 1990. Από τη μία η έξαλλη ευφορία και από την άλλη ο όλεθρος και η διάλυση. Από τα κατερειπωμένα σπίτια του Σαράγεβο, αμυδρά φωτισμένα με καντήλια λαδιού, όπου το φως τρεμόπαιζε μια στιγμή κι αμέσως χανόταν στο μισοσκόταδο, ο Χάρης διακτινίζεται σε επαύλεις με γκαζόν, φυτεμένο με διάσπαρτα σποτ, ενόσω φωτορυθμικά καταύγαζαν τις επάλξεις. «Το πάρκινγκ κατάφωτο, γεμάτο Mercedes». Ακόμα και όταν δεν τον σημάδευσαν οι δέσμες φωτός στο πλατό, τα φώτα της πόλης τον ακολουθούσαν. Οταν έτρεχε μανιασμένα στην παραλιακή, «τα φώτα αναβόσβηναν στα νυσταγμένα του βλέφαρα». Συνεχώς έτρεχε. «Ο αέρας σφυρίζει μέσα στο αυτοκίνητο. Τα κίτρινα φώτα απ’ τους στύλους της Εθνικής αναβοσβήνουν στο πρόσωπό του». «Στην Πανεπιστημίου η συνηθισμένη κίνηση, το εκτυφλωτικό φως καίει τα πεζοδρόμια, την άσφαλτο και τα καπό των αυτοκινήτων». Οσο δυναμώνει το φως, τόσο μεγαλώνουν οι σκιές. Το φως θέλγει τον θάνατο.
Ο Μαλανδράκης δεν βασίζεται στην επίδειξη. Η αφήγησή του είναι χαμηλόφωνη, υπαινικτική, σπασμένη σε μικρές προτάσεις. Δεν θέλει να τα πει όλα και γι’ αυτό λέει αρκετά. Το τραγικό υφέρπει σαν αναπόδραστη απειλή. Η στεντόρεια μουσική του τίτλου έρχεται να καλύψει την εμβοή του πολέμου. Το ξέφρενο κέφι συγκαλύπτει μια ακραία απόγνωση. Αλλά τα πάντα, τα μεγάλα και τα ήσσονα, βιώνονται υποδόρια, ο λυγμός της ψυχής και το σπάσιμο του σώματος. Φαίνεται πως ο Μαλανδράκης θα εξελιχθεί σε έναν ενδιαφέροντα συγγραφέα.