ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ
Ενυδρείο
εκδ. Κίχλη, σελ.154
άνω στον χάρτη μιας Αθήνας αδιάφορης, απωθητικής, τρομακτικής, ενίοτε θελκτικής, ανάμεσα σε γειτονιές, δρόμους, στενά, μέσα στον αστικό λαβύρινθο, ο οποίος εξακτινώνεται ώς τη θάλασσα κι ανηφορίζει ώς τα μαβιά, φαλακρά βουνά που αδυνατούν να περιορίσουν την πόλη, περιπλανιέται ο ήρωας του Γιώργου Κουτσούκου. Δεν είναι ένας flanneur που «βοτανολογεί στην άσφαλτο» – για να χρησιμοποιήσω μιαν αποστροφή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Δεν σουλατσάρει άσκοπα στην πόλη ερωτοτροπώντας με τα ανεξιχνίαστα αινίγματά της. Είναι ένας μοναχικός βοηθός λογιστή που το σκάει από το γραφείο του ή παρεκκλίνει από το πληκτικό του δρομολόγιο, κυριαρχημένος από ιδεοψυχαναγκασμό, δέσμιος μιας πανίσχυρης εμμονής: να βρει στο πρόσωπο ανυποψίαστων περαστικών γυναικών μια δυνατότητα υπέρβασης της θαμπής του καθημερινότητας, μια έκλαμψη ποιητική, ένα μονοπάτι προς το ιδεώδες. Κι ας επιστρατεύει ένα κοινό τέχνασμα και την ίδια κάθε φορά, ανέμπνευστη και φτηνή, λεκτική προσέγγιση (αφήνει το άδειο πορτοφόλι του να πέσει στα πόδια της πρώτης τυχούσας και όταν εκείνη του το επιστρέφει, προσπαθεί να την αιφνιδιάσει με την ίδια φράση σε πολλές παραλλαγές), κι ας συλλέγει βλέμματα, χειρονομίες, στιχομυθίες, ακόμη και βιαστικές συνευρέσεις, που απλώς υπογραμμίζουν τη ματαίωση.
Μαθημένος από παιδί στην αναμονή, βουτηγμένος στην απραξία, ο ήρωάς μας αισθάνεται ταγμένος να προσδοκά κάτι που δεν πρόκειται να έρθει. Το γνωρίζει, κι ας μην το ομολογεί. Ισως, λοιπόν, όλα τα στιγμιότυπα να συδαυλίζονται μόνο και μόνο για να χωρέσουν σε μιαν ημερολογιακή εγγραφή, σε μιαν ανεπίδοτη επιστολή που ο μοναχικός λογιστάκος απευθύνει στην ανύπαρκτη, ιδεατή «αγάπη» του, ανεύρετη σε μια πόλη όπου «όλοι θέλουν τους άλλους αλλιώς»· όσο για τη γυναικεία πινακοθήκη που συγκροτείται μέρα τη μέρα μέσα από τυχαίες συναντήσεις και ολιγόλεπτες συναλλαγές, αυτή ίσως να μην είναι παρά ένας θορυβώδης, ετερόκλητος και εν τέλει απειλητικός εσμός, κόκκοι άμμου σε μια τεράστια κλεψύδρα που μετράει τον αχρηστευμένο του χρόνο και το μέγεθος της αποτυχίας του.
Το «Ενυδρείο» του Γιώργου Κουτσούκου είναι ένα σπονδυλωτό αφήγημα, μια σειρά από περιστατικά του δρόμου που παρουσιάζονται σαν ένα θέμα με παραλλαγές, σε δομή που θυμίζει την τζαζ, αυτήν την έξυπνη τέχνη της παιγνιώδους μεταγραφής. Την εντύπωση της τζαζ σύνθεσης επιτείνει ο ρυθμός της αφήγησης, που μεταφέρει παλμό, ενέργεια, συναίσθημα και δίνει σχήμα στη σύνθεση, όπως ο σκελετός στο σώμα. Εκκινώντας από έναν δυναμικό ρεαλισμό, για να καταλήξει προς το τέλος των επιμέρους επεισοδίων σε μια σουρεαλιστική κόντα ή να εκτραπεί προς το φανταστικό, η αφήγηση γονιμοποιείται από ένα χιούμορ που αδράχνει ακαριαία την κωμωδία της καθημερινότητας και αποτυπώνει με διαύγεια το ασύνδετο και το παράλογο των πραγμάτων, ενώ ταυτόχρονα υπαινίσσεται διακριτικά μιαν αψηλάφητη σοβαρότητα. Ο συγγραφέας διατηρεί ευεργετική απόσταση από το θέμα του· η νηφαλιότητά του, ακόμη και στις περιγραφές ενός ξυλοδαρμού ή ενός άγριου τραυματισμού, απαλλάσσει την ανθρωπολογία και την τοπιογραφία της κρίσης (η οποία είναι συνεχώς παρούσα, αλλά ουδέποτε αντιμετωπίζεται επικαιρικά) από την καταδυνάστευση του διδακτισμού ή της ρητορείας. Μπορεί η «Ομόνοια να μην αστειεύεται» και οι άνθρωποι να είναι παγιδευμένοι «στο συρματόσχοινο της βίας και της μοναξιάς», όμως ο ήρωας του Γιώργου Κουτσούκου ιππεύει το όνειρο και, χρησιμοποιώντας τα κύρια χαρακτηριστικά του, δηλαδή τη μετάθεση και μεταμφίεση της πραγματικότητας, πλοηγεί την ερωτική επιθυμία ανάμεσα στα συντρίμμια της πόλης, που την φαντάζεται ναυαγισμένη, βυθισμένη στο νερό. Κι έτσι, δημιουργώντας ένα καινούργιο, υπερβατικό, αστικό τοπίο, απελευθερώνεται επιτέλους από το βάρος όσων τον κρατούν προσδεδεμένο σε μια αδιέξοδη, δίχως τέλος, αναζήτηση.