Εναρκτήρια και αποχαιρετιστήρια συναυλία της Κρατικής

Εναρκτήρια και αποχαιρετιστήρια συναυλία της Κρατικής

2' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπό ιδιαίτερες συνθήκες πραγματοποιήθηκε στις 9 Οκτωβρίου η εναρκτήρια συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών στο Μέγαρο Μουσικής. Οπως και τον Αύγουστο στο Ηρώδειο, έτσι και στη σκηνή της πρώην Αίθουσας Φίλων της Μουσικής τα μέλη του συνόλου κάθονταν στις επιβεβλημένες αποστάσεις. 

Ωστόσο, λόγω των μέτρων που ίσχυαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, στην αίθουσα δεν υπήρχε κοινό. Το γεγονός αυτό αίρει μία από τις βασικές συνθήκες ενός «ζωντανού» μουσικού γεγονότος, δηλαδή την ύπαρξη «παραλήπτη», ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση κενού. Δεν είναι μόνον ότι πριν και μετά τα έργα δεν υπάρχει χειροκρότημα, αλλά και το γεγονός ότι ένα σύνολο μουσικών παίζει τη συγκεκριμένη στιγμή χωρίς αποδέκτη.

Η Κρατική «ανέβασε» τη συναυλία αυτή στο Διαδίκτυο, επομένως μπορεί κανείς να την απολαύσει εκεί. Αλλά όπως συμβαίνει με κάθε μαγνητοσκόπηση, έτσι και σε αυτήν είναι δυνατό να σχολιαστούν ορισμένα στοιχεία, όχι όμως να προχωρήσει κάποιος σε παρατηρήσεις, τις οποίες μονάχα η ακρόαση στην αίθουσα θα επέτρεπαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο βίντεο ο υποχρεωτικά περιορισμένος αριθμός μουσικών μοιάζει να παράγει ήχο τουλάχιστον υπερδιπλάσιου συνόλου, ενώ σε αρκετά σημεία ακούγεται ο αντίλαλος της άδειας αίθουσας. 

Το αποτέλεσμα ευνοεί έργα όπως το Πρώτο Κοντσέρτο για πιάνο του Τσαϊκόφσκι, με το οποίο άνοιξε η βραδιά. Ο σαρωτικός, μεγάλος ήχος είναι ακριβώς ό,τι χρειάζεται για το έντονο πάθος που εκφράζει η μουσική του συγκεκριμένου συνθέτη. Ο αρχιμουσικός Στέφανος Τσιαλής, ο οποίος ολοκλήρωσε δύο θητείες ως διευθυντής της Κρατικής, διηύθυνε χωρίς βιασύνη, αφήνοντας τη μουσική να ανασάνει. Σολίστ ήταν ο πιανίστας Τριαντάφυλλος Λιώτης, ο οποίος ανταποκρίθηκε με ανάλογα μεγαλόπρεπο ύφος, κυρίως όμως μέσα από μια εκφραστική ερμηνεία. Οι μουσικές φράσεις ήταν καλοδουλεμένες και οι λεπτομέρειες στις αποχρώσεις και στη δυναμική έδιναν ειρμό στη μουσική. Χαρακτηριστικό ήταν ότι το δεξιοτεχνικό εδάφιο στο τέλος του πρώτου μέρους ξεχώρισε περισσότερο για την εκφραστικότητα παρά για τη δεξιοτεχνία, η οποία πάντως δεν έλειπε από τον πιανίστα. Μία ακόμη λέξη που έρχεται στον νου ακούγοντας την ερμηνεία του Λιώτη ειδικότερα στο τελευταίο μέρος, είναι η ευγένεια έκφρασης και συναισθήματος. Στην ποιότητα του αποτελέσματος συνολικά συνέβαλαν, όπως συχνά, τα ξύλινα πνευστά της ορχήστρας.

Στη συνέχεια, ο Τσιαλής διηύθυνε την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Σε ένα έργο τόσο εμβληματικό, που έχει ακουστεί αναρίθμητες φορές από κάθε είδους σχήματα και με κάθε είδους προσεγγίσεις, είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς με μια διαφορετική ερμηνεία. 

Αρκεί και με το παραπάνω, ότι η Συμφωνία αποδόθηκε από τον Τσιαλή και την Κρατική με τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρήσει τη δύναμή της και να ηχήσει συναρπαστική ακόμη και έπειτα από τόσες ακροάσεις. Ειδικότερα το τελευταίο μέρος εξέπεμψε με πληθωρικό τρόπο τη θυελλώδη, μεθυστική ορμή, τόσο χαρακτηριστική της μουσικής του Μπετόβεν. 

Μια επιτυχημένη εναρκτήρια συναυλία και μια ιδιαίτερα θετική στιγμή για τον επί έξι χρόνια διευθυντή της ορχήστρας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή