«Για να αυτοκτονήσω, πρέπει να ζήσω»

«Για να αυτοκτονήσω, πρέπει να ζήσω»

«Ο Αυτόχειρ!» του Νικολάι Ερντμαν, στη σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» του θεάτρου Ρεξ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου

5' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το βέβαιο είναι ότι αν ζούσε σήμερα ο Νικολάι Ερντμαν (1900-1970) θα βίωνε ένα πλούσιο εμπειρικό υλικό για να ανατροφοδοτήσει και να ανανεώσει τον δραματουργικό καμβά του «Αυτόχειρα» (1928). Θα αποτύπωνε ελεύθερα την κριτική του για τον κομματικό μηχανισμό της χώρας του, χωρίς ίσως να απειλείται από την πρακτική της απαγόρευσης, της λογοκρισίας, και κυρίως της εξορίας στην καταθλιπτική απομόνωση της Σιβηρίας.

Ο Ερντμαν γράφει τον «Αυτόχειρα» δέκα χρόνια σχεδόν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το έργο απαγορεύτηκε από τη σταλινική επιτροπή της λογοκρισίας το 1932 και ο συγγραφέας πληρώνει το τίμημα αυτής της εφιαλτικής σάτιρας της πολιτικής εξουσίας. Παρά τις προσπάθειες των Ρώσων σκηνοθετών Β. Μέγιερχολντ και Γ. Βαχτάνγκοφ να διατηρήσουν τον «Αυτόχειρα» στο ρεπερτόριό τους, παρά τη θερμή υποστήριξη του Μ. Γκόρκι και παρά την επιστολή που έστειλε ο ίδιος ο Στανισλάφσκι στον Στάλιν το 1931, ο Ερντμαν συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Σιβηρία το 1933.

Η δράση του «Αυτόχειρα» τοποθετείται στη Ρωσία σε χρόνο σύγχρονο της συγγραφής του και είναι η ιστορία ενός ανθρωπάκου, του Σεμιόν Σεμιόνοβιτς, που ζει μια καταθλιπτική ζωή σε ένα φτωχικό σπίτι, είναι άνεργος και η ύπαρξή του εξαρτάται από τη γυναίκα του Μαρία και την πεθερά του Σεραφίμα. Είναι ένας απελπισμένος από τη στέρηση εργασίας και αμοιβής άνθρωπος, που σε έναν καβγά με τη γυναίκα του, τα λόγια του παρερμηνεύονται και διαδίδεται παντού ότι θέλει να αυτοκτονήσει. Τότε καταφτάνει ένας εκπρόσωπος της ρωσικής ιντελιγκέντσιας και θέτει το ζήτημα ως εξής: η αυτοκτονία του πρέπει να είναι μία πράξη καταγγελίας των νοσηρών φαινομένων της κοινωνίας, γιατί όπως δηλώνει, σε εκείνη τη χρονική περίοδο «ό,τι σκέφτεται ένας ζωντανός, μόνο ένας νεκρός μπορεί να το πει». Ο Σεμιόν δέχεται επίσης την επίσκεψη διαφόρων εκπροσώπων όλων των κοινωνικών στρωμάτων της Ρωσίας, της νομενκλατούρας, του προλεταριάτου, των εμπόρων, της διανόησης, των μικροαστών, της εκκλησιαστικής εξουσίας, και ο καθένας από αυτούς θέλει να τον κάνει ήρωα που θα θυσιαστεί για ένα ιδανικό, ακόμα και αν αυτό είναι ο έρωτας ή η ανατροπή της εξουσίας.

Στην «εμβληματική σκηνή» Μαρίκα Κοτοπούλη του θεάτρου Ρεξ, ο σκηνοθέτης Γιώργος Παπαγεωργίου έστησε μια ολοζώντανη γιορτή για το θέατρο και τους θεατρίνους, την αφιέρωσε στους θεατρίνους, όχι μόνο τους «λαμπρούς» ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε αλλά και στους θεατρίνους που μέσα στα τελευταία δύο χρόνια της υγειονομικής κρίσης έζησαν τα πιο «ζοφερά χρόνια» των τελευταίων ετών, και επιχείρησε να αποδώσει φόρο τιμής σε όσους δημιουργούς «συνομιλούν» με το έργο του Ερντμαν «άμεσα» ή «έμμεσα». Στο προλογικό σημείωμα του ιδιαίτερα επιμελημένου προγράμματος της παράστασης, διατυπώνονται οι προθέσεις του σκηνοθέτη με τον τίτλο «Το Μάταιο, η Ουτοπία, Το Γέλιο και οι Θεατρίνοι». Οι προγραμματικές δηλώσεις τηρούνται άριστα ως προς τη διοργάνωση της φαντασμαγορικής γιορτής και «παρέλασης» όλων των δραματικών προσώπων που αντανακλούν τον μοναχικό κλαυσίγελω και τον αυτοσαρκασμό του Σεμιόν. Ωστόσο, ο Γιώργος Παπαγεωργίου δεν εμβάθυνε στο σατιρικό νόημα της κωμωδίας και δεν εστίασε στην ουσία του πολιτικού προβληματισμού του συγγραφέα της. Αντιμετώπισε το έργο περισσότερο ως μια αφορμή για την απόδοση ενός ξέφρενου θεατρικού καρναβαλιού, γεωμέτρησε σε αρμονικά κινησιολογικά σχήματα την παράσταση και δημιούργησε την ανεκτίμητη ευφορία της χαρούμενης ισορροπίας όλων των δραματικών μοτίβων. Δεν αρκέστηκε στα εσωτερικά αστεία του κειμένου, δεν εμπιστεύτηκε τον πικρό πυρήνα της κωμωδίας, δεν κινήθηκε αφαιρετικά για να αποδώσει σκηνικά την εύθραυστη ψυχική υπόσταση του ήρωα. Επέλεξε να μετατοπίσει τον άξονα της σκηνοθεσίας προς τη φάρσα, την καρικατούρα, την επιθεώρηση. Διαίρεσε τη σκηνή σε δύο τομείς: αριστερά οι κοινωνικές ομάδες και δεξιά η ζωντανή ορχήστρα. Στο κέντρο το κινούμενο σκηνικό του Π. Μέξη που εναλλάσσεται με ευελιξία και εντυπωσιάζει με τις εναλλαγές του και την ευφάνταστη λειτουργικότητά του. Ο θίασος των δεκαεπτά ατόμων είναι ένα ισχυρό ερμηνευτικό δυναμικό που ακολούθησε τη σκηνοθετική γραμμή της έμφασης στην αισθητική της επιθεώρησης και της μουσικής κωμωδίας με αυτοσχεδιαστικά στοιχεία.

Ο Μανώλης Μαυροματάκης σκιαγραφεί τον φουκαράκο Σεμιόν Σεμιόνοβιτς με ιδιαίτερη ευαισθησία καθώς αποκαλύπτει πλήρως έναν ήρωα που μέσα στην απόγνωση χάνει τον προσανατολισμό του, φτάνει στα όριά του λόγω των εξωγενών κοινωνικών και ενδοοικογενειακών ψυχοπιεστικών συνθηκών που βιώνει. Περνάει με άνεση από την απελπισία της μετριότητας στην ηρωοποίηση διά του ωφελιμισμού.

Το έργο απαγορεύτηκε από τη σταλινική επιτροπή της λογοκρισίας το 1932, ο συγγραφέας συνελήφθη και εξορίστηκε στη Σιβηρία το 1933.

Η Αγορίτσα Οικονόμου ξεκίνησε με τα δραματικά φορτία της τρομαγμένης συζύγου Μαρίας και τεχνικά ευθυγραμμίστηκε με την παράκρουση του άντρα της. Κατόρθωσε να στυλιζάρει με το σώμα της την αγωνία της συζύγου που φοβάται ότι θα πενθήσει την απώλεια του Σεμιόν. Η κεφάτη Ναταλία Τσαλίκη στον ρόλο της όμορφης πεθεράς Σεραφίμα εναρμονίστηκε άνετα με την αισθητική της επιθεώρησης και πολλές φορές απευθύνεται στο κοινό κλείνοντάς του το μάτι με νόημα ώστε να προκαλέσει τον θεατή σε μία κωμική ανταπόκριση. Εξοχο το χορωδιακό τρίο των Αντώνη Αντωνιάδη, Νικόλα Ντούρου και Γιάννη Λατουσάκη προσφέρει μουσικές φωνές εξαίσιες, ξεχωρίζοντας πλήρως από την ξέφρενη και υπερβολική φασαρία της Underground τύπου Κουστουρίτσα γιορτής του «Αυτόχειρα».

Ο Μάκης Παπαδημητρίου συναρπαστικά κωμικός ως Αλεξάντρ Πετρόβιτς Καλαμπούσκιν, υπέροχη καρικατούρα στον ρόλο του Αριστάρκ ο Νίκος Καρδώνης, ο Αγγελος Μπούρας στον ρόλο του πατέρα Ικλυτ, η Βάσω Καβαλιεράτου στον ρόλο της Μαργαρίτας Ιβάνοβνα, ο Κώστας Μπερικόπουλος στον ρόλο του Βίκτορα Βικτόροβιτς, ο Κλέαρχος Παπαγεωργίου ως Ιγκορ Τιμοφέιεβιτς, η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη στον ρόλο της Κλεοπάτρας Μαξίμοβνα, η Λυδία Τζανουδάκη ως Ραΐσα, ο Χρήστος Πούλος-Ρενέσης ως Νικιφόρ Αρσένιεβιτς, η Φανή Πάρλη και η Εβίτα Αγαΐτση, ως καπελούδες δημιουργούν ένα άκρως γοητευτικό ερμηνευτικό θέατρο συνόλου, όπου δεν υπάρχουν μικροί και μεγάλοι ρόλοι αλλά σημαντικοί ηθοποιοί που χορεύουν, τραγουδούν και ερμηνεύουν.

Η υποδοχή του «Αυτόχειρα» από το κοινό είναι ιδιαίτερα θερμή. Εντονο χειροκρότημα, δυνατό γέλιο, σωματική ανταπόκριση, εκφραστικοί μορφασμοί. Αλλωστε, οι θεατές μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού ανταποκρίνονται με νόημα στην πικρή ομολογία του Σεμιόν: «Για να μπορέσω ν’ αυτοκτονήσω, πρέπει να ζήσω».

Σημείωση: Στην κριτική του «Πονηρού Πνεύματος» («Κ», 10/4/2022) να διευκρινίσουμε ότι τον ρόλο του γιατρού Μπράντμαν ερμήνευσε ο Γιώργος Γλάστρας σε όλη την περίοδο των παραστάσεων.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας Θεάτρου – Δραματολογίας στο ΑΠΘ, καθηγήτρια στο τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός», ΕΑΠ

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή