Αποδομώντας μια τοξική κοινωνία

Αποδομώντας μια τοξική κοινωνία

«Φράνκενσταϊν - Ο χαμένος παράδεισος» από τη Λένα Κιτσοπούλου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

3' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τι είναι τελικά ο Φράνκενσταϊν: ο δημιουργός, το τέρας, ο φόνος, η ζωή η ίδια, ο θάνατος; Εγώ, μέσα σε όλα αυτά, τι είμαι; Το μυαλό μου, το παρουσιαστικό μου, τι πουλάω, τι σκέφτομαι, τι βλέπω, τι μου αποτυπώνεται από όλα αυτά που βλέπω μέσα μου και έξω μου;» (Λ. Κιτσοπούλου, σκηνοθετικό σημείωμα).

Από διαφορετικές οπτικές γωνίες μπορεί να δει ο θεατής την παράσταση «Φράνκενσταϊν – Ο χαμένος παράδεισος» που ανέβηκε στη φιλόξενη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Μια σκηνή που προσφέρεται για τις δυναμικές υποκριτικές, μουσικές και σκηνογραφικές παραμέτρους του θεατρικού κώδικα που προτείνει η συγγραφέας, σκηνοθέτις, ηθοποιός και εικαστικός Λένα Κιτσοπούλου. Η περίπτωση της Κιτσοπούλου είναι ιδιαίτερη και αναμφίβολα ενδιαφέρουσα. Από τον υπαρξιακό μονόλογο της «Μαιρούλας» (2009) έως την γκροτέσκα μορφή του ηρωισμού στην αλληγορία «Αθ. Διάκος – Η επιστροφή» (2012) αλλά και τη σύγχρονη εκδοχή της «Κοκκινοσκουφίτσας» (2014), οι εμμονές της συνοψίζονται στο σκεπτικό ότι «κανείς δεν έζησε καλά και κανείς δεν θα ζήσει καλύτερα».

Στον «Φράνκενσταϊν» επεξεργάζεται τον βικτωριανό μύθο ενός δημιουργού που έπλασε το ανθρωπόμορφο τέρας. Θεωρεί το τέρας δημιούργημα μιας απάνθρωπης κοινωνίας, εννοώντας την ελληνική. Τραβά το σκοινί έως τα άκρα, αποκαλύπτει τη διαστροφή στις ανθρώπινες σχέσεις κι επιχειρεί την εμβάθυνση στους τοξικούς δεσμούς της οικογένειας Φράνκενσταϊν, επηρεασμένη ολοφάνερα από την κουλτούρα του Λαρς φον Τρίερ. Αναδεικνύει την ομοφοβία, τον σεξισμό, την έμφυλη βία, την κοινωνική υποκρισία, τον ναρκισσισμό, την κατάχρηση της εξουσίας. Σε αυτόν τον «χαμένο παράδεισο» υιοθετεί μια δυστοπική λογική, ότι δηλαδή όλα είναι άθλια και «τερατικά» κι ως εκ τούτου πρέπει να τα καταγγείλουμε και να τα διαλύσουμε. Η πρόθεση της αναδόμησης, ωστόσο, παραμένει ανοιχτή. Η Κιτσοπούλου στον «Φράνκενσταϊν» αποδομεί την τοξική κοινωνία προκαλώντας στον θεατή την αηδία και την απέχθεια, όχι όμως και την οργή του γι’ αυτήν.

Το εντυπωσιακό σκηνικό του Τεό Τριανταφυλλίδη και τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού υπηρετούν με τις εναλλαγές και τις μεταμορφώσεις τους την καφκική, σουρεαλιστική και μυθοπλαστική διάσταση της δραματουργίας του Φράνκενσταϊν, καθώς η πελώρια αράχνη συνυπάρχει με τα έπιπλα βικτωριανής εποχής, με τις τρομακτικές και υπερφυσικές εικόνες του εικαστικού εργαστηρίου του Φράνκενσταϊν, με το σύγχρονο γραφείο κηδειών του Μίχου στο βάθος της σκηνής, με τον θάλαμο του τοκετού της γέννησης του τέρατος και με την τεράστια οπτική εικόνα της «μούνας» που γεννά το τέρας. Πάνω στο σκηνικό, οι σχηματισμοί των ομάδων υποκριτικής δεν είναι πάντοτε αυστηρά αιτιολογημένοι και η κινηματογραφική τεχνική του βίντεο συχνά επιβαρύνει το θέαμα προκαλώντας σύγχυση στον θεατή. Ιδιαίτερα δυναμικό το πρώτο μέρος του οικογενειακού τραπεζιού, με υφολογική τομή της παράστασης το σημείο όπου ακούγεται το τραγούδι της Νατάσας Θεοδωρίδου «Τις δύσκολες νύχτες».

Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι ένας Βίκτωρ Φράνκενσταϊν-έκπληξη. Υπερεκφραστικός, αναδεικνύει τον κωμικό και ειρωνικό χαρακτήρα του.

Ο Πάνος Παπαδόπουλος είναι ένας Βίκτωρ Φράνκενσταϊν-έκπληξη. Υπερεκφραστικός, διαχειρίζεται εσωτερικά το περιεχόμενο του έργου, αναδεικνύοντας τον κωμικό και ειρωνικό χαρακτήρα του. Ο Νίκος Καραθάνος έχει θητεύσει στη δραματουργία και στη σκηνοθεσία της Κιτσοπούλου και εκφράζει στην πληρότητά του το τραγικό γκροτέσκο που περικλείει ο ρόλος του πατέρα του Βίκτορα, ιδιαίτερα ωμός, όπως ταιριάζει στο θέατρο της «σκληρότητας», ιδίως στην τελευταία σκηνή της σεξουαλικής πράξης πατέρα – γιου. Επαναλήφθηκε το εύρημα της μεταμόρφωσής του σε γυναίκα – βασίλισσα Ελισάβετ αυτή τη φορά, και παρέπεμψε έντονα στο στήσιμο της Μητέρας με ταγέρ και βεντάλια στον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα (2014). Ερμηνευτική αποκάλυψη η Ιωάννα Μαυρέα ως Μητέρα Φράνκενσταϊν, συμπληρώνει την παράτολμη και βίαιη εξωτερίκευση του πάθους των δραματικών προσώπων, προσδίδοντας μια υπέροχη, κωμική κι επίσης γκροτέσκα υφολογική διάσταση στον ρόλο της. Η Εμιλυ Κολιανδρή ως ανάπηρη υπηρέτρια Ζιστίν αποκαλύπτει ουσιαστικές αλήθειες και ο Γιάννης Κότσιφας στον ρόλο του καταπιεστικού πατέρα Κλέρβαλ κυκλοφορεί ολόγυμνος επί σκηνής σε μια κίνηση άρσης των όποιων αναστολών. Η ομάδα των Ηλία Μουλά, Γιώργου Βουρδαμή, Χριστίνας Αντωναράκη, Χρήστου Καραβέβα ολοκληρώνει με ακραία υποκριτική ευθύτητα και εξπρεσιονιστική ωμότητα τις στοχεύσεις μιας παράστασης πληθωρικής, ανενδοίαστης και προκλητικά εριστικής.

Το τρωτό σημείο της: η αδυναμία στην τέχνη της αφαίρεσης και η έλλειψη του μέτρου που θα διασφάλιζε την πολυπόθητη ισορροπία των σκηνικών δυνάμεων. Η Κιτσοπούλου εγκλωβίζεται σε μια αυτάρεσκη έκφραση χωρίς να ελέγχει κριτικά τον όγκο του δραματικού υλικού που επεξεργάζεται. Ετσι το αποτέλεσμα παραμένει μετέωρο. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή της στη διαμόρφωση του μοντερνισμού στο νεοελληνικό θέατρο είναι σημαντική.

* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας και Δραματολογίας ΑΠΘ. Διδάσκει Ιστορία Θεάτρου και Κινηματογράφου στο Τμήμα «Ελληνικός Πολιτισμός» του ΕΑΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή