Ο Γιάννης Καλαβριανός στην «Κ»: «Πυξίδα μου είναι ο λόγος του Μποστ»

Ο Γιάννης Καλαβριανός στην «Κ»: «Πυξίδα μου είναι ο λόγος του Μποστ»

«Αν τον ακολουθήσεις, η κατασκευή του θα σε οδηγήσει», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης της «Μήδειας» Γιάννης Καλαβριανός

7' 7" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Γιάννης Καλαβριανός γνώριζε τον Μποστ μέσα από τα κείμενά του και τις παραστάσεις της «Στοάς». Η «Μήδεια» ήταν από τις πρώτες παραστάσεις που είδε στη Θεσσαλονίκη και τη θυμάται ακόμη. Οταν λοιπόν ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος του πρότεινε να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο την εκρηκτική κωμωδία σε δεκαπεντασύλλαβο που έγραψε ο Μέντης Μποσταντζόγλου το 1993, σατιρίζοντας την πραγματικότητα της χώρας, ενθουσιάστηκε. Δεν είχε αισθανθεί το ίδιο με την αρχική συζήτηση: την πιθανότητα να σκηνοθετήσει μια κωμωδία του Αριστοφάνη ή του Μενάνδρου.

«Μελετώντας ξανά τη “Μήδεια”, προσπάθησα να κάνω την ανατομία της απόφασής μου», λέει στην «Κ» ο σκηνοθέτης, βγάζοντας τον γιατρό από μέσα του. Γιατί οι σπουδές στην Ιατρική και τα δύο χρόνια που άσκησε το επάγγελμα κάνοντας το αγροτικό του στο Κιλκίς, άφησαν γερά θεμέλια. «Η μεθοδολογία της Ιατρικής είναι πολύ χρήσιμο εργαλείο στην αρχική ιδέα μιας παράστασης», επισημαίνει.

Το έργο του Μποστ θα παρουσιαστεί στις 8 και 9 Ιουλίου στην Επίδαυρο. Το Εθνικό Θέατρο για πρώτη φορά ανεβάζει ένα έργο-σταθμό της νεοελληνικής δραματουργίας στο αρχαίο αργολικό θέατρο. «Το πώς διαχειριζόμαστε τον χώρο της Επιδαύρου είναι ζήτημα που συζητιέται χρόνια. Πώς μπορεί να προχωρήσεις σ’ αυτόν τον σπουδαίο χώρο, πέρα από τα κλασικά έργα. Αν δεν έχεις κάτι πολύ σημαντικό να καταθέσεις για ένα έργο –κωμωδία ή τραγωδία–, καλύτερα να μην το πιάσεις».

Τι είναι αυτό που γοητεύει τον Γ. Καλαβριανό στον κόσμο του Μποστ; Αυτού του χαμογελαστού ανατροπέα, αμφισβητία του καθωσπρεπισμού ηθικού και γλωσσικού, που με την ανορθογραφία, τη λοξή σύνταξη των κειμένων του και τους υπαινιγμούς, περνούσε τα μηνύματα που ήθελε, αγγίζοντας τα όρια του παραλόγου. «Ο κόσμος του είναι μια πολύ σύνθετη κατασκευή με όψη απλότητας. Εφτιαξε ένα συμπαγές οικοδόμημα χρησιμοποιώντας το ζευγαρωτό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο που μας είναι τόσο οικείο. Σου βάζει την τρικλοποδιά ενός λαϊκού κειμένου το οποίο διαβάζοντάς το συνειδητοποιείς ότι δεν είναι εύκολα φτιαγμένο. Αλλά μια κατασκευή, που μόνο ένας λόγιος θα μπορούσε να δημιουργήσει».

Ο ημιμαθής Ελληνας

Σκιτσογράφος, εικονογράφος, γελοιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός και ζωγράφος με τα ηθελημένα ανορθόγραφα κείμενα, θέλοντας, όπως είχε δηλώσει ο ίδιος, να γελοιοποιήσει την καθαρεύουσα, ο Μέντης Μποσταντζόγλου αναμείγνυε με επιδεξιότητα λόγιες και λαϊκές εκφράσεις, σατιρίζοντας τον ημιμαθή Ελληνα, τον καθωσπρεπισμό, την ξενομανία, τους πολιτικούς κ.ά. «Ενας άνθρωπος που γνώριζε καλά τη γλώσσα, που με την παραφθορά των λέξεων δημιουργούσε συνειρμούς, που έπαιζε με αρχαϊκές εκφράσεις, τη δημοτική, την καθαρεύουσα, κάνοντας έναν αχταρμά ελληνικών για να σατιρίσει το ανακάτεμα της σύγχρονης νεοελληνικής πραγματικότητας», λέει ο Γιάννης Καλαβριανός.

«Ο συγγραφέας δεν παρωδεί τα αρχικά κείμενα και τον Ευριπίδη, παρωδεί τον τρόπο που διαβάζονται και ανεβαίνουν αυτά τα έργα σήμερα».

Η γλώσσα και η αθωότητα των έργων του κέρδισαν τον σκηνοθέτη. «Οι ήρωές του δεν είναι εξυπνάκηδες, ούτε κουτοπόνηροι. Ακόμη κι αυτοί που κάνουν κάποια πράγματα, δεν μπορείς να τους κακιώσεις γιατί την πατάνε από την ίδια τους την αθωότητα. Στη σημερινή εποχή της πονηριάς και του ατομικισμού, μια τέτοια πρόταση αθώας προσέγγισης της ζωής εμένα με συγκινεί».

Στη «Μήδεια» με σουρεαλιστική διάθεση σμίγει χαρακτήρες από διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Η Μήδεια, η Αντιγόνη, ο Οιδίποδας, ένας ψαράς, ο Ιάσονας, μια καλόγρια, ο Ευριπίδης και ένας αλλόκοτος Χορός ανταμώνουν, ανησυχούν για τον πληθωρισμό, την ανεργία, τη λιτότητα, τη δημόσια διαφθορά, τα δάνεια, καθυστερούν στα ραντεβού τους επειδή πέφτουν σε πορείες.

«Ο Μποστ έλεγε ότι έγραψε τη Μήδεια για να διορθώσει τον αρχαίο συνάδελφο. Οπως αναφέρει στο έργο, ναι, έσφαξε τα παιδιά της, αλλά μόνο οι επιπόλαιοι θα πουν ότι έγινε παιδοκτόνος λόγω ζηλοτυπίας. Εχει προκύψει μεγαλύτερη διαταραχή μέσα της για να σφάξει τα παιδιά της εξαιτίας της απιστίας του Ιάσονα. Στον μύθο η ηρωίδα έφυγε από την Κολχίδα ακολουθώντας ερωτευμένη τον Ιάσονα –αρχηγό της Αργοναυτικής εκστρατείας– μετά την αρπαγή του χρυσόμαλλου δέρατος. Αφησε το παλάτι της, έχασε τη θέση της ως πριγκίπισσα, ζει σε ένα ξένο μέρος όπου όλοι την αντιμετωπίζουν ως βάρβαρη με έναν άντρα που μετά τη γέννα των δύο τους παιδιών, την πρόδωσε σε όλες τις πτυχές της ταυτότητάς της. Και ξεσπά πάνω τους. Ο Μποστ… βλέπει τα πράγματα λίγο διαφορετικά: τα παιδιά της Μήδειας φταίνε γιατί δεν παίρνουν τα γράμματα, επιπλέον πήγαν με μια καλόγρια αλλά και έναν καλόγερο, θέτοντας και το θέμα της παιδοφιλίας. Οι θεωρητικοί κατατάσσουν το έργο στο είδος της παρατραγωδίας. Ομως, ο συγγραφέας δεν παρωδεί τα αρχικά κείμενα και τον Ευριπίδη, παρωδεί τον τρόπο που διαβάζονται και ανεβαίνουν αυτά τα έργα σήμερα», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης της παράστασης και θυμίζει τι έχει αναφέρει ο Μποστ: «Πρόκειται για ένα έργο που επικρίνει τους επικριτάς, προβληματίζει τους κριτάς και ελευθερώνει τους θεατάς».

«Ελλειμμα παιδείας»

Στη δεκαετία του ’90, το μεγαλύτερο μέρος του κοινού αντιλαμβανόταν τα γλωσσικά ακροβατικά του. Σήμερα όλο και περισσότεροι –πολιτικοί, τηλεοπτικοί αστέρες, νέοι– μιλούν όπως οι ήρωες του Μποστ νομίζοντας ότι μιλούν σωστά. Λένε η «πλήρη ενημέρωση» όπως η ηρωίδα του Μποστ επαναλαμβάνει «του Ιάσων». «Το έλλειμμα παιδείας δεν είναι σημερινό φαινόμενο, ο συγγραφέας το έθιξε δεκαετίες πριν. Πολλά εκφραστικά λάθη επικράτησαν. Το χθεσινό σωστό γίνεται σήμερα λάθος. Ομως πάντα βρίσκεις τρόπο να περάσεις στον άλλον με χιούμορ, ένα εκφραστικό λάθος. Μέσω του Εθνικού Θεάτρου κάνουμε μια σοβαρή προσπάθεια με συντελεστές που δουλέψαμε σκληρά και ηθοποιούς οι οποίοι μπορούν να αντιληφθούν και να αποδώσουν τον κόσμο του Μποστ. Το έργο του απαιτεί διανοητική ενεργή συμμετοχή του θεατή, ο οποίος στο τέλος νιώθει εξυπνότερος ότι έπιασε το αστείο, βάζοντας τον πήχυ λίγο πιο ψηλά από εκεί όπου βρίσκεται στην καθημερινότητα».

Πώς διαφεύγει τον κίνδυνο να καταλήξει η «Μήδεια» σε επιθεωρησιακού τύπου φάρσα; «Πυξίδα μου είναι ο λόγος του Μποστ. Αν τον ακολουθήσεις και δεν θεωρήσεις ότι είσαι εξυπνότερος, η κατασκευή του θα σε οδηγήσει», λέει ο Γ. Καλαβριανός που υπογράφει τη δραματουργική επεξεργασία με την Ερι Κύργια. «Ο Μποστ προσέγγισε με βαθύ τρόπο τα πράγματα για να τα αποδώσει με μια ελαφράδα που ευτυχώς συνεχίζει να μας αφορά. Δυστυχώς, δεν κατέχει στον συλλογικό μας μύθο τη θέση που αξίζει. Πιστεύω ότι είναι υποτιμημένος σαν ένα δημοτικό τραγουδάκι που συνέθεσε μια προγιαγιά κι έφτασε στις μέρες μας. Υποτιμημένος ήταν και ο Θεόφιλος, ώσπου ήρθαν ο Τεριάντ και ο Ελύτης, για να αναγνωριστεί η τέχνη του με θεωρητική προσέγγιση».

Στις ιστορικές παραστάσεις της Στοάς, ο Μποστ έφτιαχνε ο ίδιος τα κοστούμια και τα σκηνικά. «Το ζήτημα ήταν να μην αναπαραγάγουμε τις φιγούρες του, αλλά να δοκιμάσουμε –η Βάνα Γιαννούλα– κάτι διαφορετικό στα κοστούμια, αλλά πάντα με αφετηρία το κείμενο. Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη είναι τα ερείπια ενός παλατιού για τα οποία χρησιμοποίησε τα σχέδια ερειπίων ενός βυζαντινού ναού. Με τσιμεντόλιθους –χαρακτηριστικό των ευτελών κατασκευών– βαμμένους χρυσούς. Το παλίμψηστο της ελληνικής περίπτωσης!».

Ο Γιάννης Καλαβριανός στην «Κ»: «Πυξίδα μου είναι ο λόγος του Μποστ»-1
Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Γιάννης Καλαβριανός.

«Δεν πέθανε κανείς από μια κακή παράσταση»

Ως προς την επιλογή των ηθοποιών, ο σκηνοθέτης απέφυγε «τους κωμικούς που θα ήταν ταιριαστοί. Με ενδιέφεραν οι σοβαροί ηθοποιοί, αυτοί που παίρνουν σοβαρά τη ζωή και τη δουλειά τους, που προχωρούν πυκνά. Ανθρωποι που καταλαβαίνουν καλά την ελληνική γλώσσα ώστε να μπορούν και να τη σατιρίσουν. Δεν κάναμε αστειάκια πάνω στον λόγο. Αν είσαι αδιάβαστος, δεν μπορείς να μεταφέρεις τον λόγο του Μποστ. Είχα την ελευθερία να κάνω έναν θίασο όπως τον θέλω. Και χαίρομαι που γύρισε η εποχή και παίρνουν ρόλους ηθοποιοί οι οποίοι για χρόνια στήριζαν παραστάσεις. Δεν μπορεί να λέμε ότι η τηλεόραση παίρνει ηθοποιούς από το θέατρο και όταν έχουμε παραστάσεις στην Επίδαυρο, να παίρνουμε αυτούς που έχει αναδείξει η τηλεόραση και είναι καλοί στη δουλειά τους. Το φλερτ με την τηλεόραση υπήρχε, απλώς πάει να γίνει καθεστώς. Το θέατρο πρέπει πια να στηρίξει και τον εαυτό του».

Ο ίδιος, εκτός από σκηνοθέτης είναι και συγγραφέας. Το νέο του έργο που θα σκηνοθετήσει τον Σεπτέμβριο στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά (Art port) είναι μια περιπατητική παράσταση με τίτλο «Αίμα στο αίμα». Βασίζεται σε μια σύνθεση  εγκλημάτων εκδίκησης, σε δικό του κείμενο με τη συμβολή στη δραματουργία της Κέλλυς Παπαδοπούλου.

Σε κάθε συνέντευξη με τον Γιάννη Καλαβριανό, ρωτάω αν μετάνιωσε που εγκατέλειψε την Ιατρική: «Εκ του αποτελέσματος και από την ευχαρίστηση που παίρνω στο θέατρο νομίζω ότι ήταν σωστή απόφαση». Υπάρχουν στιγμές που νιώθει ότι έχει μια πιθανή βαλβίδα μελλοντικής ασφάλειας. «Η Ιατρική έχει το καλό ότι καλείσαι πολύ γρήγορα να παίρνεις αποφάσεις και να μπορείς να κρίνεις το σοβαρό από το σοβαρότερο. Να βάζεις τα πράγματα στη σωστή διάστασή τους. Οσο κι αν αγχωνόμαστε στο θέατρο, δεν είναι μια κατάσταση στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Οταν έχεις δει πόσο απροσδόκητα εμπλέκεται ο θάνατος στη ζωή, κάνεις δυο βήματα πίσω για να μπορείς να είσαι λειτουργικός και αποδοτικός. Αυτό είναι το κέρδος μου από την ενασχόλησή μου με την Ιατρική. Δεν πέθανε κανείς από μια κακή παράσταση».
 
Παίζουν: Γιώργος Γλάστρας, Θανάσης Δήμου, Ανδρη Θεοδότου, Στέλιος Ιακωβίδης, Θανάσης Ισιδώρου, Σύρμω Κεκέ, Μαρία Κοσκινά, Φανή Παναγιωτίδου, Γιώργος Σαββίδης, Σταύρος Σβήγκος, Γαλήνη Χατζηπασχάλη. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή