Η περίπτωση της Folli Follie θα μείνει στην παγκόσμια βιβλιογραφία για το επιχειρείν για έναν ακόμη λόγο: επειδή για δεκαέξι χρόνια, από το 2001 έως και το 2017, οι επικεφαλής της εταιρείας κατάφερναν να παρουσιάζουν κάθε χρόνο στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις πλασματικό κύκλο εργασιών και κέρδη. Με τον τρόπο αυτό, όπως αναφέρει η ενδιάμεση έκθεση ελέγχου της PwC, διογκώνονταν συνεχώς τα ίδια κεφάλαια και κατ’ επέκταση δημιουργείτο μια ελκυστική επενδυτική πρόταση εντός και εκτός Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η συνεχής αύξηση των κερδών και της χρηματιστηριακής αξίας του ομίλου δημιούργησε τις προϋποθέσεις και για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, είτε μέσω τραπεζικού δανεισμού είτε μέσω έκδοσης ομολόγων. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 οι πωλήσεις και τα ίδια κεφάλαια του υποομίλου FFGS (Ασία) εμφανίζονταν προσαυξημένα λόγω πλασματικών συναλλαγών κατά περίπου 1 δισ. δολάρια και 2 δισ. δολ., αντίστοιχα.
Για τον σκοπό αυτό, η πρώην διοίκηση της εταιρείας εφάρμοζε τρεις διαφορετικές μεθόδους. Η πρώτη από αυτές πραγματοποιήθηκε από το 2001 έως το 2013 και χαρακτηριζόταν από τα στελέχη της θυγατρικής στην Ασία ως «Merry go round» (δηλαδή, «γύρω γύρω όλοι»). Πραγματοποιούνταν δηλαδή αγορές και πωλήσεις προϊόντων μέσω της χρήσης ενδιάμεσων εταιρειών, οι οποίες παρουσιάζονταν ως ανεξάρτητες τρίτες οντότητες, αλλά στην πραγματικότητα ελέγχονταν από στελέχη της εταιρείας.
Συγκεκριμένα, οι αγορές από τρίτους (πραγματικούς) προμηθευτές πραγματοποιούνταν προς τη Folli Follie μέσω ελεγχόμενης εταιρείας και, ομοίως, οι πωλήσεις από την FFGS σε άλλες θυγατρικές του ομίλου (που στη συνέχεια πωλούσαν το προϊόν στην αγορά) πραγματοποιούνταν μέσω ενδιάμεσων ελεγχόμενων εταιρειών. Ως αποτέλεσμα, τα ποσά των πωλήσεων και του σχετικού κόστους πωληθέντων ήταν προσαυξημένα, καθώς καταγράφονταν λογιστικά αγορές και πωλήσεις μεταξύ εταιρειών του ομίλου και φαινομενικά ανεξάρτητων εταιρειών, οι οποίες ελέγχονταν όμως από στελέχη του ομίλου.
Η δεύτερη μέθοδος περιελάμβανε τη λογιστική καταχώριση πωλήσεων σε εικονικούς πελάτες, χρησιμοποιώντας ελεγχόμενες από στελέχη του oμίλου εταιρείες.
Η τρίτη μέθοδος προέβλεπε, πάντοτε κατά την έκθεση της PwC, την πραγματοποίηση απευθείας εικονικών πωλήσεων σε έναν μοναδικό εικονικό πελάτη και εικονικές αγορές από έναν μοναδικό εικονικό προμηθευτή. Οι ορκωτοί ελεγκτές χαρακτηρίζουν εικονικές τις εν λόγω συναλλαγές επειδή δεν συνοδεύονται από αντίστοιχη κίνηση αποθεμάτων, έκδοση τιμολογίων ή άλλων αποδεικτικών εγγράφων.
Επί των ημερών της οικογένειας Κουτσολιούτσου φέρεται να πραγματοποιείτο και πλαστογραφία επιστολών επιβεβαίωσης υπολοίπου από συστημική τράπεζα, οι οποίες ζητούνταν από τους ορκωτούς ελεγκτές. Σε ηλεκτρονική αλληλογραφία οι εμπλεκόμενοι αναφέρουν: «Προσοχή… Το λεπτό σημείο είναι ότι –και καλά– τον φάκελο τον στέλνει η Alpha Bank. Οπότε στον κούριερ που θα δώσεις τα στοιχεία πρέπει να δώσεις και στοιχεία αποστολέα. Αρα, κατ’ αρχάς, καλείς νέο κούριερ για να μην είναι ο ίδιος που σου παρέδωσε τον φάκελο. Εκεί, λοιπόν, θα δώσεις ψεύτικα στοιχεία ως εξής: Γεώργιος Ανδρέου, υποδιευθυντής και δίνεις το δικό σου κινητό (δεν θα σε πάρει κανείς τηλέφωνο, μη σε νοιάζει). Ο κούριερ δεν θα σου ζητήσει ταυτότητα, οπότε όλα καλά». Ο εμφανισθείς ως Ανδρέου εισέπραττε ποσά από 500 έως 1.000 ευρώ για κάθε αποστολή, σύμφωνα με την έκθεση.
Λόγω των… ευρηματικών αυτών μεθόδων που υιοθετούσε η Folli Follie προκύπτουν ενδείξεις για κατάχρηση αγοράς: Η εταιρεία ανακοίνωνε πλασματικές επιδόσεις και μεγέθη που τροφοδοτούσαν την άνοδο της τιμής της μετοχής της. «Οι Δημ. και Τζώρτζης Κουτσολιούτσος αποκόμισαν έσοδα 130,5 εκατ. ευρώ και 3,8 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα, από πωλήσεις των μετοχών τους μέσω επτά περιπτώσεων ιδιωτικής τοποθέτησης από το 2004 μέχρι και το 2017. Επιπροσθέτως, από το 2001 έχει εγκρίνει διανομές μερισμάτων και επιστροφές κεφαλαίου συνολικής αξίας 116 εκατ. ευρώ, από τα οποία υπολογίζεται ότι ο Δ. Κουτσολιούτσος εισέπραξε περίπου 2,2 εκατ. ευρώ», αναφέρει η έκθεση της PwC.