Σπανίζουν οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης

Σπανίζουν οι θέσεις υψηλής εξειδίκευσης

Μόνον οι 6 στους 10 εργαζομένους με τεχνογνωσία απασχολούνται ανάλογα με τις δεξιότητές τους στην Ελλάδα

σπανίζουν-οι-θέσεις-υψηλής-εξειδίκευ-562947469

Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό με υψηλή τεχνογνωσία και εξειδίκευση. Θα μπορούσε να είναι ένα από τα βασικά αναπτυξιακά προβλήματα της χώρας μας, ιδιαίτερα σε συνθήκες μετάβασης του παραγωγικού μοντέλου από παραδοσιακούς σε νέους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας.

Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία του Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, ενός εργαλείου καταγραφής και ανάλυσης των τρεχουσών αναγκών της αγοράς εργασίας για επαγγέλματα και δεξιότητες, σε σχέση με τις προσφερόμενες δεξιότητες από το εργατικό δυναμικό, που παρουσιάζει η «Κ» της Κυριακής, ενώ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ενωσης το 41,7% των θέσεων εργασίας που υπάρχουν, απαιτούν δεξιότητες υψηλού επιπέδου, στην Ελλάδα μόλις το 31,8% των συνολικών θέσεων εργασίας απαιτούν αντίστοιχες δεξιότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μόνον οι 6 στους 10 εργαζομένους σίγουρα με τυπικά και πιθανότατα με ουσιαστικά υψηλά προσόντα, να καλύπτουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Οι υπόλοιποι 4 στους 10 καλύπτουν θέσεις μεσαίων (36,7%) ή ακόμη και χαμηλών (2,1%) προσόντων. Ενα μέρος εξ αυτών, γιατί οι υψηλές δεξιότητες, τα τυπικά προσόντα που διαθέτουν, δεν είναι αυτά που ζητάει η αγορά.

Τα στοιχεία παρουσιάζει στην «Κ» ο Σταύρος Γαβρόγλου, PhD, επιστημονικός υπεύθυνος του Μηχανισμού Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας, που ιδρύθηκε το 2016 και λειτουργεί από το 2022, υπό την εποπτεία της Μονάδας Εμπειρογνωμόνων Απασχόλησης, Κοινωνικής Ασφάλισης, Πρόνοιας και Κοινωνικών Υποθέσεων (ΜΕΚΥ) του υπουργείου Εργασίας. Κι επισημαίνει ότι το αναπτυξιακό πρόβλημα στη χώρα μας, όπως αποδεικνύεται και από τα στοιχεία, δεν είναι ή δεν είναι μόνο ότι βασίζεται σε «μη παραγωγικούς» ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας κλάδους, όπως το εμπόριο και ο τουρισμός, όπου συγκεντρώνεται ένα μεγάλο μέρος της απασχόλησης.

Είναι και το ότι έχει ανάγκη από ένα παραγωγικό μοντέλο, όπου όλοι οι κλάδοι της θα είναι εμπλουτισμένοι με δραστηριότητες και επαγγέλματα υψηλών δεξιοτήτων. Οι γνώσεις και οι δεξιότητες υπάρχουν, επισημαίνει ο κ. Γαβρόγλου. Ισως κάποιες από αυτές είναι παρωχημένες, λόγω και της λειτουργίας του εκπαιδευτικού μας συστήματος αλλά και του συστήματος κατάρτισης και επανακατάρτισης. Ομως και αυτή η δυσλειτουργία θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, εάν συστηματικά και οργανωμένα οι αρμόδιοι φορείς και η πολιτεία ελάμβαναν υπόψη τα δεδομένα και την ανάλυσή τους, όπως αυτά υπάρχουν –ανοικτά σε όλους– από τον Μηχανισμό Διάγνωσης των Αναγκών της Αγοράς Εργασίας.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, η μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα είναι το σχετικά χαμηλό ποσοστό θέσεων υψηλών δεξιοτήτων, καθώς αυτό στην πράξη σημαίνει πως το παραγωγικό της σύστημα ενσωματώνει σχετικά λίγη τεχνογνωσία. Κι αυτό συμβαίνει, ενώ υπάρχει προσωπικό με τυπικά αλλά και ουσιαστικά προσόντα. Ενα σημαντικό ποσοστό αυτού του προσωπικού μάλιστα αναγκάζεται να «ετεροαπασχοληθεί». Να απασχοληθεί δηλαδή σε θέσεις χαμηλότερων προσόντων.

Στον τουρισμό, μόλις 11,6% των θέσεων εργασίας αφορούν υψηλές δεξιότητες, όταν στην υπόλοιπη Ε.Ε. είναι κατά μέσον όρο 17%.

Συγκεκριμένα, το ποσοστό των ατόμων που έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και άνω και απασχολείται σε θέσεις υψηλών δεξιοτήτων είναι κοντά στο 62%. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πλέον παραγωγική ηλικία των 40 ετών, μόνο λίγο πάνω από τα μισά άτομα με υψηλές δεξιότητες εργάζονται σε αντίστοιχες θέσεις. Οι υπόλοιποι παραμένουν σε θέσεις μεσαίων και χαμηλών δεξιοτήτων. «Ο προσανατολισμός των επιχειρήσεων είναι τέτοιος που δεν θέλει να ενσωματώσει ανθρώπους με υψηλές δεξιότητες στην αγορά εργασίας. Προτιμά να κάνει τη δουλειά του με ανθρώπους μεσαίων δεξιοτήτων ή να προσλαμβάνει άτομα υψηλών δεξιοτήτων σε θέσεις μεσαίων ή χαμηλών προσόντων. Και τους αμείβει βέβαια και αντίστοιχα…» διαπιστώνει ο κ. Γαβρόγλου.

Στον τουρισμό, τον κλάδο όπου θέλουμε να είμαστε πρωταθλητές, μόλις 11,6% των θέσεων εργασίας αφορούν υψηλές δεξιότητες, όταν στην υπόλοιπη Ε.Ε. το ποσοστό αυτό είναι κατά μέσον όρο 17%. Μάλιστα στη Γαλλία, το ποσοστό είναι 33%.

Αναλυτικά, βάσει των στοιχείων, στους κλάδους υγείας (73,9%), εκπαίδευσης (89%) και επιστημονικές – τεχνικές δραστηριότητες (82,1%) έχουμε σημαντικά υψηλά ποσοστά θέσεων εργασίας που απαιτούν δεξιότητες υψηλού επιπέδου. Αντίθετα, χαμηλά ποσοστά παρουσιάζει η Ελλάδα στις κατασκευές (9,0%), σε ξενοδοχεία – εστίαση (11,6%), στη μεταποίηση (22,8%) και στη δημόσια διοίκηση (31,4%).

Το 61,2% των εργαζομένων με υψηλά προσόντα καλύπτουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Ενα 36,7% καλύπτει θέσεις μεσαίων προσόντων και ένα 2,1% χαμηλών.

Μύθοι και αλήθειες για την έλλειψη προσωπικού

Μια άλλη διάσταση στο θέμα που τα τελευταία χρόνια προέκυψε ιδιαίτερα έντονα και προβάλλεται ως σημαντικό πρόβλημα στην εγχώρια αγορά εργασίας, αυτό των κενών θέσεων εργασίας λόγω αδυναμίας των επιχειρήσεων να βρουν κατάλληλο προσωπικό, δίνει μέσα από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως αυτά επεξεργάστηκαν η ΜΕΚΥ και ο Μηχανισμός Διάγνωσης Αναγκών στην Αγορά Εργασίας, ο επιστημονικός υπεύθυνος του Μηχανισμού, Σταύρος Γαβρόγλου.

Οπως εξηγεί μιλώντας στην «Κ», οι κενές θέσεις εργασίας το γ΄ τρίμηνο του 2023 ήταν 36.086 και συνιστούσαν το 1,3% των υφισταμένων θέσεων μισθωτής εργασίας, που συνολικά ανέρχονταν σε 2.943.000. Το μέγεθος αυτό ήταν χαμηλότερο το 2022 –κυμάνθηκε από 0,6% έως 0,9% ανά τρίμηνο– ενώ το 2021 κυμάνθηκε από το 0,3% έως το 0,5%. Ωστόσο, τα μεγέθη αυτά είναι σημαντικά χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (2,6%).

Οι περισσότερες κενές θέσεις καταγράφονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και στον κλάδο της υγείας.

Κι ερχόμαστε στον κλάδο που συνδέεται στενά με τον τουρισμό, έναν τομέα που συγκαταλέγεται μεταξύ αυτών που συγκεντρώνουν τα φώτα της δημοσιότητας, προβάλλοντας ως μείζον πρόβλημα αυτό της δυσκολίας ή και αδυναμίας κάλυψης αναγκών σε προσωπικό – δηλαδή τον κλάδο «Δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης».

Πράγματι, επισημαίνει ο ειδικός εμπειρογνώμονας της ΜΕΚΥ κι επιστημονικός υπεύθυνος του Μηχανισμού, ο κλάδος αυτός αντιμετωπίζει κάποιες ελλείψεις σε προσωπικό, που αποτυπώνονται στην έρευνα κενών θέσεων στης ΕΛΣΤΑΤ, καθώς καταγράφεται για το γ΄ τρίμηνο του 2023 σημαντικός αριθμός κενών θέσεων εργασίας, και συγκεκριμένα 3.297 θέσεις. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός δεν είναι ο μεγαλύτερος μεταξύ των κλάδων ως απόλυτο μέγεθος, ούτε ως αναλογία προς τους απασχολούμενους κάθε κλάδου.

Οι περισσότερες κενές θέσεις καταγράφονται στον κλάδο «Χονδρικό και λιανικό εμπόριο» (6.125) και στον κλάδο της Υγείας (5.455), ενώ ως αναλογία προς τους απασχολούμενους, ο κλάδος που αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο πρόβλημα κενών θέσεων είναι ο κλάδος της Υγείας (3,7%), ακολουθούμενος από τον κλάδο «Παροχή νερού, επεξεργασία λυμάτων, διαχείριση αποβλήτων και δραστηριότητες εξυγίανσης» (2,8%) και τον κλάδο «Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες» (2,6%). Ο κλάδος «Καταλύματα και εστίαση» βρίσκεται αρκετές θέσεις πιο πίσω με μόλις 1,%.

Οι κενές θέσεις του κλάδου αυτού ήταν σημαντικά περισσότερες σε σχέση με την απασχόληση κατά το β΄ τρίμηνο του 2023 (3,3%) και το α΄ τρίμηνο του ίδιου έτους (2,3%), λόγω της εποχικότητας των δραστηριοτήτων του, αλλά και πάλι άλλοι κλάδοι είχαν περισσότερες κενές θέσεις τα τρίμηνα αυτά.

Τα προσόντα και οι δεξιότητες δεν οδηγούν σε πολύ καλύτερες αμοιβές

Με μόλις 250 ευρώ περισσότερα αμείβεται κατά μέσον όρο ένας εργαζόμενος υψηλής εξειδίκευσης που καλύπτει μια αντίστοιχη θέση στην ελληνική αγορά εργασίας, σε σχέση με κάποιον που έχει χαμηλότερα προσόντα. Τα στοιχεία της μονάδας ειδικών εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Εργασίας που στελεχώνουν και «τρέχουν» το πρότζεκτ του Μηχανισμού Διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας, είναι και στο επίπεδο των μισθών αποκαλυπτικά. Ενώ για το σύνολο της μισθωτής απασχόλησης ο μέσος μισθός ήταν το 2023 1.238 ευρώ και για τους εργαζόμενους με μεσαίο επίπεδο δεξιοτήτων μόλις 4 ευρώ λιγότερο (1.234 ευρώ), ο μέσος μισθός για τους εργαζόμενους με υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων ήταν 1.485 ευρώ. Σημαντικά χαμηλός, όπως είναι αναμενόμενο, στα 995 ευρώ τον μήνα, μεικτά, ήταν ο μέσος μισθός των εργαζομένων με χαμηλό επίπεδο εξειδίκευσης και προσόντων.

Σύμφωνα με τον κ. Γαβρόγλου, και το στοιχείο αυτό συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος. Μια ακόμη μελέτη της ΜΕΚΥ δείχνει άλλωστε τη μεγάλη συσχέτιση των θέσεων υψηλών δεξιοτήτων μιας χώρας και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Οσο πιο υψηλό ποσοστό των θέσεων είναι υψηλών δεξιοτήτων τόσο περισσότερο ευημερεί μια χώρα και κατά συνέπεια μπορεί να δίνει και υψηλότερους μισθούς. «Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από το πρόβλημα των χαμηλών μισθών», επισημαίνει ο επιστημονικός υπεύθυνος του Μηχανισμού, θα πρέπει να αναβαθμίσουμε τις επιχειρήσεις μας και αυτό μπορεί να γίνει σαφώς και μέσω των επενδύσεων στην τεχνολογία, αλλά και στην επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο, αξιοποιώντας πρωτίστως το υπάρχον ανθρώπινο δυναμικό.

Ο μηχανισμός διάγνωσης των αναγκών της αγοράς εργασίας δεν θα μπορούσε βέβαια να λειτουργεί ως τέτοιος, εάν δεν κατέγραφε και τα δυναμικά επαγγέλματα, αυτά δηλαδή που παρέχουν καλύτερες προοπτικές απασχόλησης και αμοιβές. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κλάδους και επαγγέλματα με σημαντική προοπτική για τους εργαζόμενους, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο των αναζητήσεων των επιχειρήσεων για κατάλληλα καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Αυτά, για εργαζόμενους με υψηλά προσόντα και δεξιότητες, είναι νοσηλευτές και μαίες, καθηγητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, επαγγελματίες των επιστημών της ζωής, εργαζόμενοι στον τομέα του αθλητισμού και της σωματικής αγωγής, διευθυντές επιχειρηματικών υπηρεσιών και διοίκησης, επαγγελματίες του χρηματοοικονομικού τομέα, άλλοι εκπαιδευτικοί, τεχνικοί ιατρικής και φαρμακευτικής, επαγγελματίες σύμβουλοι πωλήσεων, μάρκετινγκ και δημοσίων σχέσεων καθώς και λειτουργοί και ελεγκτές ρυθμιστικών-εκτελεστικών κρατικών υπηρεσιών.

Τη 10άδα των δυναμικότερων επαγγελμάτων, με μέσο απαιτούμενο επίπεδο δεξιοτήτων, απαρτίζουν γραμματείς (γενικών καθηκόντων), σερβιτόροι και μπάρμεν, γεωργοκτηνοτρόφοι μεικτών εκμεταλλεύσεων, οδηγοί αυτοκινήτων, μικρών φορτηγών και μοτοσικλετών, άλλοι πωλητές, χειριστές μηχανών παραγωγής ειδών διατροφής και συναφών προϊόντων, άλλοι χειριστές σταθερών εγκαταστάσεων και μηχανών, χύτες μετάλλων, συγκολλητές, ελασματουργοί, τεχνίτες μεταλλικών δομικών κατασκευών, σιδηρουργοί και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, κτίστες και ασκούντες συναφή επαγγέλματα, και τέλος μάγειροι.

Με βάση βέβαια την προσφορά και τη ζήτηση, όπως αυτή καταγράφηκε το 2023, έτος κατά το οποίο δημιουργήθηκαν 56.990 νέες θέσεις εργασίας, ο πλέον δυναμικός κλάδος είναι αυτός των χειριστών εξοπλισμού μεταλλικών προϊόντων και ακολουθούν οι επόπτες και οι ελεγκτές. Μάλιστα, τα στοιχεία του Μηχανισμού δείχνουν και σε αυτήν την περίπτωση ότι κλάδοι που σχετίζονται με τον τουρισμό – επισιτισμό, όχι μόνο δεν αύξησαν, αλλά μείωσαν το συνολικό τους προσωπικό, καθώς είχαν τις περισσότερες «χαμένες» θέσεις εργασίας. Οι υπάλληλοι ταχυφαγείου, για παράδειγμα, μειώθηκαν κατά 1.301 θέσεις, στους μάγειρες χάθηκαν 3.349 θέσεις εργασίας και στους σερβιτόρους άλλες 3.885 θέσεις. Αλλά και στους διευθυντές ξενοδοχείων οι θέσεις μειώθηκαν κατά 152, ενώ άλλες 225 θέσεις χάθηκαν στον κλάδο των καθαριστών – φροντιστών ξενοδοχείων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή