Κεραίες και τρούλοι

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εδώ που τα λέμε, μάλλον η 21η Ιουνίου θα έπρεπε να είναι η εθνική μας εορτή. Τι πιο ταιριαστό από το θερινό ηλιοστάσιο για τη χώρα που έχει επενδύσει στο καλοκαίρι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο;

Ο καβγάς για το διαφημιστικό σποτ του ελληνικού καλοκαιριού μπορεί να ήταν κάπως αστείος, αλλά, αν παραβλέψουμε τις παλαβομάρες για τα 32 εκατομμύρια ευρώ και την ακαδημαϊκή αυστηρότητα περί πρωτοτυπίας, μένει το ίδιο κατακάθι: μια λίγο ξινή, μπλαζέ διάθεση κριτικής.

Αλλά δεν έχουν νόημα τα στερεότυπα; Όσο κι αν λατρεύουμε την πρωτοτυπία, οι περιφρονημένες κοινοτοπίες μάς δίνουν, ακριβώς, έναν κοινό τόπο. Για να στεκόμαστε όλοι μαζί. Για να κερδίσουμε «τύπους από στιγμές ή αλλιώς “στιγμιότυπα” που, άπαξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δεν θα μπορούσε να τα κατελύσει», όπως μας λέει ο Ελύτης στον «Μικρό Ναυτίλο».

Σταχυολογούμε μερικές «φωτογραφίες» του:

«ΣΚΙΑΘΟΣ: Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα.

ΜΥΚΟΝΟΣ: Ταρατσάκι. Ανάμεσ’ από γλάστρες με γεράνια ένας ρόδινος τρούλος, λευκά τόξα, κατάρτια υφαίνοντας τον ουρανό, η Δήλος.

ΚΥΘΝΟΣ: Η ράχη της νησίδας “Πιπέρι” ασύμμετρα τριγωνική, όπως φαίνεται το δειλινό από την Κανάλα.

ΣΕΡΙΦΟΣ: Παραπλέοντας το νησί μες στο καταμεσήμερο. Καίνε τα γυμνά σου μπράτσα πάνω στην κουπαστή. Κι ολοένα, μία μέσ’ απ’ την άλλη, ξετυλίγονται οι μικρές αγκαλιές εωσότου τέλος απλώνεται η μεγάλη με το λευκό στέμμα στην κεφαλή.

ΡΟΔΟΣ: Στην παλιά ελληνική συνοικία. Ό,τι παίρνει το μάτι σου από τις μισάνοιχτες πόρτες: ξυπόλυτα μωρά και πελώρια μπανανόφυλλα. Στο βάθος, απλωμένες μπουγάδες και μια γάτα.

ΑΙΓΙΝΑ: Χαρμάνι από αρμπαρόριζα και γιασεμί, τα μεσάνυχτα.

ΜΥΤΙΛΗΝΗ: Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο μετά τον απογευματινόν ύπνο.

ΚΑΛΥΜΝΟΣ: Μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι».

Στα δικά μας αδέξια τουριστικά ενσταντανέ πάντα κάτι αντιστέκεται στο λιγωμένο μας βλέμμα: μια στραβωμένη κεραία τηλεόρασης πίσω από τον ασβεστωμένο τρούλο, ένα τσαλαπατημένο πλαστικό μπουκάλι στην άκρη του μονοπατιού με τα πεύκα, τα καλώδια της ΔΕΗ που διαπερνούν το δραματικό ηλιοβασίλεμα, ένα ξεχαρβαλωμένο συρματόπλεγμα στον απάνεμο κόλπο, μια πλαστική καρέκλα. Δεν πειράζει, δεν χρειάζεται να τα φωτοσοπάρουμε όλα, αυτή ήταν ανέκαθεν η πραγματικότητα του ελληνικού τοπίου όπως την περιγράφει και ο Λακαριέρ στο «Ελληνικό καλοκαίρι» του:

«…ένα νησί του Αιγαίου, άδεντρο, μ’ ένα μοναδικό χωριό, τοπίο απογυμνωμένο, με τη μιζέρια και την ομορφιά συναρμοσμένες σαν δυο πλαγιές του ίδιου λόφου. Μιζέρια και ομορφιά. Σύζευξη των αντιθέτων, όπως η φράση του Ηράκλειτου που τα κυκλαδίτικα τοπία δεν παύουν να τη συλλαβίζουν μέσα στο φως τους: “Αρμονίη κόσμου παλίντροπος”».*

Ένας άλλος πρόσκαιρος συντοπίτης μας, ο Αμερικανός συγγραφέας Ντον Ντελίλο, έρχεται να συμπληρώσει: «Εδώ βρισκόμαστε σ’ ένα από τα μέρη της Ελλάδας όπου το αισθαντικό κονταροχτυπιέται με το απλό, το στοιχειώδες. Ο ήλιος, το φως της θάλασσας, τα μεγάλα μαυριδερά ζουζούνια, τι μεγάλη ηδονή, τι γόνιμη, αργοδουλεύοντας, ηδονή! Κι ύστερα ο γιδοβοσκός στο γυμνό ξεροβούνι, ο φοβερός άνεμος. Οι άνθρωποι πρέπει να μηχανευτούν χίλιους δυο τρόπους για να μαζέψουν το νερό της βροχής, να στήσουν αντιτείχισμα για να περισώσουν τα σπίτια τους απ’ τους σεισμούς, να καλλιεργήσουν ένα κομμάτι γης πάνω σ’ απόκρημνα βράχια. Επιβίωση. Μια βαθιά σιωπή. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ που να καταπραΰνει ή να δροσίζει το τοπίο. Ούτε δάση, ούτε ποτάμια, ούτε λίμνες. Όμως υπάρχει φως και θάλασσα και θαλασσοπούλια, υπάρχει ζέστη που περιπαίζει τη φιλοσοφία, εξουθενώνει τη σκέψη και τη θέληση».**

Αυτό το μυστήριο καλοκαίρι, διχασμένοι ανάμεσα στην οικονομική ανασφάλεια και στις υγειονομικές αγωνίες, θα έχουμε την ευκαιρία να αναρωτηθούμε για τις προτεραιότητές μας, να δεχτούμε όσα μας προσφέρει ο τόπος. «Ψάχνε μικρά πράματα για τη δική σου αλήθεια, τη δική σου χαρά. Αυτή είναι η ελληνική ιδιαιτερότητα», καταλήγει ο Ντελίλο.

Μήπως ήρθε η στιγμή για να ψάξουμε τις δικές μας αλήθειες; Σε κάθε περίπτωση ας ελπίσουμε πως τα στερεότυπα και οι πεποιθήσεις μας θα δοκιμαστούν φέτος κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. «Ω ναι, μια σκέψη για να ’ναι πραγματικά υγιής –άσχετο σε τι αναφέρεται– πρέπει ν’ αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να ’ναι καλοκαίρι», μας προτρέπει ο Ελύτης.

*Jacques Lacarrière, «Το ελληνικό καλοκαίρι», μτφ. Ι. Χατζηνικολή, εκδ. Χατζηνικολή

**Ντον Ντελίλο, «Τα ονόματα», μτφ. Ν. Παπαγιάννη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή