Στη Μιχαήλ Βόδα και στο τοπίο της αστικής Αθήνας

Στη Μιχαήλ Βόδα και στο τοπίο της αστικής Αθήνας

Ετυχε να ξαναδιαβάσω έπειτα από πολλά χρόνια το βιβλίο του Νίκου Δήμου «Από την Μιχαήλ Βόδα στην Σύρου», από τις εκδόσεις Νεφέλη, έκδοση του 1994

2' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ετυχε να ξαναδιαβάσω έπειτα από πολλά χρόνια το βιβλίο του Νίκου Δήμου «Από την Μιχαήλ Βόδα στην Σύρου», από τις εκδόσεις Νεφέλη, έκδοση του 1994. Και λέω έτυχε, γιατί το βλέμμα αυτονομείται ενίοτε και εστιάζει σε ράχες βιβλίων που μοιάζει να κοιμούνται στη χώρα των διαβασμένων και λησμονημένων. Αλλά να που οι αναμνήσεις από την παιδική, εφηβική και νεανική ηλικία του Νίκου Δήμου ήρθαν και πάλι να αφυπνίσουν μια ανάγκη επανασύνδεσης.

Ξαναπερπάτησα νοερά κάτω από τον πράσινο θόλο που σχηματίζουν οι ακακίες στη Μιχαήλ Βόδα, σαν μια αψίδα για τον πάλαι ποτέ αστικό κόσμο της, εκείνον που ζούσε σε αρχοντικά σπίτια του 1910 και του 1920 ή σε μοντέρνα χτισμένα μετά το 1930, σαν εκείνο που έμενε τα χρόνια της Κατοχής και αργότερα η οικογένεια του Νίκου Δήμου. Στον αριθμό 143, όπως λέει ο ίδιος, ένα σπίτι που ξεχώριζε ανάμεσα στα νεοκλασικά, που έκτοτε έπεσαν σχεδόν όλα ένα προς ένα και έγιναν πολυκατοικίες.

Eνα σπίτι νοικιασμένο, αλλά «σπίτι», έστω και όχι τόσο γοητευτικό όσο τα παλιοκαιρινά τρίπατα και δίπατα αρχοντόσπιτα που στέγαζαν ταριχευμένο τον κόσμο τον παλιό, εκείνον που αποσύρθηκε σταδιακά έως το 1960. Στο σπίτι αυτό, στον πρώτο όροφο, έζησε ως παιδί ο Νίκος Δήμου, από το 1939 έως το 1947, στο 143 της Μιχαήλ Βόδα, ένα σπίτι που στέκει ακόμη όρθιο, μάλλον «άσχημο», όπως γράφει ο ίδιος, φτιαγμένο από μπετόν, με πρόσοψη «από γκρι-καφέ αρτιφισιέλ».

Δύσκολο να ανασυσταθεί έστω και στη φαντασία εκείνος ο παλιός ο κόσμος, ο αστικός, με την ηθική ακόμη «βικτωριανή», με πατεράδες που συχνά ήθελαν να τους μιλάς στον πληθυντικό, με μητέρες υποχόνδριες και υπερπροστατευτικές, με θείες λίγο φευγάτες, με θείους γλεντζέδες, με γειτόνισσες πανταχού παρούσες.

Αλλά ήταν και εκείνες οι κόγχες οι βισκοντικές, σε αρχοντικά που έστεκαν σε παρόδους της Μιχαήλ Βόδα ή της Αχαρνών, σήμερα αποκυήματα της φαντασίας, σαρώθηκαν μαζί με τα ίχνη των ανθρώπων τους, με τα περιγράμματα από τα κάδρα στους τοίχους, με τις άβολες τραπεζαρίες και τις πάντα κρύες τον χειμώνα κρεβατοκάμαρες.

Αλλά εκεί, σε αυτές τις κόγχες της παλιάς αστικής ζωής, όπως στο αρχοντικό της οδού Παρασίου (προέκταση της Δεριγνύ κάτω από την Αχαρνών), ανέπνεε ακόμη ένας κόσμος με άλλο αξιακό σύστημα. Θυμάται ο Νίκος Δήμου τη Μαντάμ Βιβιέ, την «ηλικιωμένη παχουλή κυρία με μαλλί άσπρο προς λουλακί», που του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα γαλλικών. Η γραμματική ποτέ δεν ήταν το ισχυρό δέλεαρ στα μαθήματα αυτά, όσο η μεγάλη βιβλιοθήκη «που έντυνε ολόκληρα δωμάτια σαν ταπετσαρία». Στην οδό Παρασίου, κάτω από την Αχαρνών, λίγο μετά τον πόλεμο.

Ο κόσμος αυτός που σαρώθηκε, όπως παντού στον κόσμο, στέλνει ακόμη ατμούς της ύπαρξής του μέσα από μαρτυρίες και αναμνήσεις. Ηταν ένας κόσμος πιο στέρεος, ενδεχομένως πιο στυφός, πιο υποκριτικός ίσως, αλλά με ένα αποτύπωμα όχι ευκαταφρόνητο. Στην οδό Μιχαήλ Βόδα υπάρχουν ακόμη ατμοί ενός άλλου κόσμου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή