«Ναι μεν, αλλά…»

2' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπάρχει ένα όριο σε κάθε συζήτηση. Ενα όριο που κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος, ο οποίος σέβεται τον εαυτό του, οφείλει να τηρεί. Είναι η στιγμή που με τον οιονδήποτε τρόπο ο συνομιλητής που έχεις απέναντί σου εναγκαλίζεται, εξυμνεί ή δείχνει ανοχή προς την άσκηση βίας, καθαγιάζοντάς την ως πολιτική, πατριωτική, αριστερή, αναρχική ή ό,τι άλλο.

Οταν μια συζήτηση φτάνει σε αυτό το σημείο, παύει να έχει νόημα. Αν μη τι άλλο, είναι άνιση: αυτό που επιτρέπεις σε έναν τέτοιο συνομιλητή, δηλαδή το δικαίωμά του να εκφράζει την άποψή του, εκείνος δεν πρόκειται να σου το ανταποδώσει. Εφόσον πιστεύει στον σκοπό της βίας, θα σε υποχρεώσει στη σιωπή. Επειτα, τι νόημα έχει να συνδιαλέγεσαι με κάποιον που δεν θεωρεί υπέρτατο αγαθό την ανθρώπινη ζωή; Οταν προτιμά τις αφηρημένες ιδέες και τη θεωρητικολογία από τους ανθρώπους; Υπονομεύεις την ίδια την αξία που λες ότι υπερασπίζεσαι από τη στιγμή που προσπαθείς να πείσεις κάποιον ο οποίος έχει περάσει στη σφαίρα του μίσους.

Η παραπάνω είναι μια εξαιρετικά αντιδημοφιλής και ελάχιστα ελκυστική άποψη στη χώρα μας. Αν κρίνω από τα σχόλια που διάβασα σε διάφορες αναρτήσεις περί της τρομοκρατικής επίθεσης στο κτίριο όπου εργαζόμαστε, υπάρχει πολύς κόσμος εκεί έξω που ανάμεσα σε μια γραφίδα, ένα μικρόφωνο ή μια κάμερα και σε μια βόμβα ή ένα καλάσνικοφ βρίσκουν χώρο για «ναι μεν, αλλά», «θερίζουν αυτά που έσπειραν», «πήγαιναν γυρεύοντας» κ.ο.κ. Για να μην αναφερθώ σε όσους επικρότησαν.

Το κοινωνικό αυτό φαινόμενο του πολιτικού μηδενισμού δεν είναι κάτι νέο. Από την εποχή της «17 Νοέμβρη», βρίσκονταν παντού υποστηρικτές, ένθερμοι και σιωπηλοί. Λες και δεν υπήρξε καμία διαφορά ανάμεσα στον βασανιστή Μάλλιο και τον Παύλο Μπακογιάννη. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση ενός βασανιστή, όσο απεχθές ον κι αν είναι, θα κάνουμε εξαίρεση και θα επιδοκιμάσουμε την αυτοδικία;

Το επιχείρημα «ναι μεν, αλλά», «πήγαιναν γυρεύοντας» κ.λπ. δεν διαφέρει καθόλου από το επιχείρημα «Τι γύρευε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί τέτοια ώρα στα Εξάρχεια;» για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου. Το σκεπτικό είναι επί της ουσίας το ίδιο: αυτός που λέει «ναι μεν, αλλά», είτε πρόκειται για τους νεκρούς της Marfin είτε για τον Γρηγορόπουλο ή και για τη δίχως θύματα βόμβα του Νέου Φαλήρου, παραβλέπει το στοιχείο της βίας. Στην περίπτωση του προχθεσινού εκρηκτικού μηχανισμού στον ΣKAΪ και στην «Κ», φανταστείτε σε μια νοητή ζυγαριά το πληκτρολόγιο και το μικρόφωνο να ισούνται με δέκα κιλά εκρηκτικής ύλης. Κάποιοι δεν έχουν πρόβλημα με αυτό το αδιανόητο, παράλογο ισοζύγιο.

Η βία έχει πρόσωπο. Αυτό του δράστη και εκείνο του θύματος. Ως δυνάμει θύμα γράφω τώρα. Ως παρ’ ολίγον θύμα. Διότι η ζωή μου, η σωματική μου ακεραιότητα, όπως και εκείνη των φίλων και συναδέλφων, εξαρτάται από τη διακριτική ευχέρεια του δράστη εάν θα πυροδοτήσει, κατόπιν προειδοποίησης, τη βόμβα νυχτιάτικα ή αν θα αποφασίσει να αιματοκυλίσει ένα ολόκληρο κτίριο.

Χθες είδατε τα πρόσωπα των ανθρώπων που εργάζονται στην «Κ». Τέτοια είναι τα πρόσωπα ανθρώπων που πέφτουν θύματα τρομοκρατίας. Μην έχετε όμως καμία αμφιβολία: μέσα μας δεν αισθανθήκαμε στιγμή θύματα. Και ούτε πρόκειται.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή